Dark Mode Light Mode

Ο παλιός μας καφενές: Γράφει ο Παναγιώτης Φώτου

Με τον Λευτέρη ξεκινήσαμε μαζί τη ζωή σ’ εκείνη τη συνοικία τη φτωχικιά, τη γεμάτη αγάπη. Η μοίρα μας η κοινή σήμερα, μας έφερε να περπατάμε παρέα στον τελευταίο δρόμο της ζωής μας. Κοινό σημείο συνάντησης σχεδόν κάθε μέρα, το παλιό εκείνο καφενείο της νιότης μας, που αντέχει ακόμη και αυτό τους δύσκολους καιρούς τους αλλιώτικους, που ζούμε σήμερα.

Το τραπεζάκι το γωνιακό, το απόμερο κοντά στην ηλεκτρική θερμάστρα, είναι το στέκι μας. Εξάλλου εκεί στη γωνία που είναι, δεν το προτιμούν οι θεριακλήδες της πρέφας και του τάβλι, αυτοί προτιμούν το μπροστά, το φως την τζαμαρία.

Η φθορά του χρόνου το βρήκε κι αυτό. Όπου και να γυρίσεις τη ματιά σου βλέπεις το χρόνο να έκανε με μαστοριά τη δουλειά του. Η φθορά που άφησε στο πέρασμα  από εκεί μέσα, τόσο στα πράγματα αλλά και στους ανθρώπους, είναι παρούσα.

Ακόμα άλλαξε και το ανθρώπινο δυναμικό του τότε και του τώρα. Ο Λευτέρης και εγώ του τότε, δεν το αφήνουμε γιατί κάθε γωνία του, κάθε αντικείμενο που υπάρχει στο καφενείο μας, σ’ εμάς έχει κάτι να πει. Εμείς συνεχιστές δίνουμε το συχνό παρών μας και είμαστε κάτι παράταιρο, κάτι ξένο από τους σημερινούς του θαμώνες, μας ανέχονται όμως.

Ο καινούργιος καφετζής μας ξέρει καλά, μόλις καθίσουμε στη γωνία μας φωνάζει δυνατά για να ακούσουν και οι άλλοι «Τι θα προσφέρουμε στα παλικαράκια μας σήμερα; Ασφαλώς τα γνωστά, ε!». Τα παλικαράκια είμαστε εμείς και τα γνωστά είναι η μέντα του Λευτέρη και το τίλιο το δικό μου.

Αρκετά τα βλέμματα που γυρνούν να δουν τα παλικαράκια, άλλα με κατανόηση και άλλα με το χαμόγελο για το χωρατό του καφετζή μας. Η σκληρή  πραγματικότητα είναι ότι δυστυχώς άλλαξαν όλα και προσπαθούμε να τα αποδεχθούμε!

Σήμερα είναι η σειρά άλλων παλιότερα ήταν η δική μας, έτσι είναι η μοίρα των ανθρώπων. Εμείς αναπολούμε τις δόξες του καφενείου μας με τα απαστράπτοντα τότε καινούργια του έπιπλα και το μπιλιάρδο με την πράσινη τσόχα του, που το είδαμε ξαφνικά μια μέρα στο κέντρο του.

Το εργαλείο αυτό, το μπιλιάρδο, μας απέσπασε τότε από τον μεγάλο αγώνα που δίναμε σα Δον Κιχώτες να αλλάξουμε την κοινωνία την άδικη, που όλοι την κατακρίναμε. Διαφορετικοί οι δρόμοι μας και μεγάλος ο αγώνας για να πείσουμε τον άλλον για την ορθότητα της σκέψης μας.

Και ήρθε το μπιλιάρδο το καινούργιο και μας έκλεψε χρόνο από τις δικές μας σκέψεις και τις ηρωικές κουβέντες μας και μας έβαλε σ’ άλλες σκέψεις της φυσικής και της γεωμετρίας για να βρούμε το σωστό χτύπημα στη σκληρή μπάλα μέσα στο πράσινο φόντο.

Θέλαμε να κερδίσουμε το σύντροφο μας, μ’ έπαθλο τον καφέ ή τη γκαζόζα μας. Εμείς γύρω τους ακουμπισμένοι στη στέκα, να κρίνουμε ή να κατακρίνουμε το σωστό ή το λάθος χτύπημα, σ’ αυτόν το χαμένο χρόνο μας που ξοδεύαμε άσκοπα.

Τώρα και το μπιλιάρδο το έφαγε σιγά-σιγά ο χρόνος και κουφάρι και αυτό σαν και εμάς, περιμένει το τέλος του, που είναι η διάλυση του στα εξόν συνετέθη. Το χρώμα της τσόχας του λαδί και καταλερωμένο και η ίδια η τσόχα ξεκοιλιασμένη σε πολλά σημεία της, αφήνει να φανεί από κάτω το λευκό της μάρμαρο, βρόμικο και αυτό.

Γεμάτη η επιφάνειά της τώρα από ξεποδιασμένες καρέκλες και τραπέζια κουτσά έτοιμα και αυτά για τον τελευταίο προορισμό τους, τη φωτιά… Σήμερα όταν μπήκα στον καφενέ είδα τον Λευτέρη να μην έχει ανοίξει την εφημερίδα του και να κάθεται σκεφτικός.

Συνήθως τον βρίσκω να διαβάζει τον τύπο για να έχει θέμα για να αρχίσουμε την κουβέντα μας. Σπανίως συμφωνούμε, αυτός κρίνει τα πράγματα με το συναίσθημα και εγώ με τη ψυχρή λογική. Πολλές φορές τον βρίσκω τον Λευτέρη να τον έχει πάρει ο ύπνος, να του έχουν μισοπέσει τα γυαλιά και να κινδυνεύει να τσακιστεί από την καρέκλα που κάθεται.

Τον πλησιάζω, τον διορθώνω στην καρέκλα του, ξυπνά, με κοιτάζει με το βλέμμα εκείνο το θαλασσί, χαμογελά και μου λέει «κοιμήθηκα, με πήρε ο ύπνος! Πώς γεράσαμε μωρέ Παναγιώτη! Πως πέρασε ο χρόνος δίχως να το καταλάβουμε!

Μας γέλασε δυστυχώς η ζωή, πιστεύαμε ότι έχουμε πολύ χρόνο μπροστά μας και γελαστήκαμε. Δυστυχώς όλα τα μετρούσαμε με το πρέπει και το σωστό και χάναμε τη στιγμή που παρουσιάζονταν το ωραίο και το μοναδικό και το αφήναμε για το αύριο.

Πιστεύαμε δυστυχώς ότι είχαμε άφθονα αύριο μπροστά μας και γελαστήκαμε. Δεν τον προλάβαμε τον χρόνο φίλε: αυτός έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα για τα δικά μας μέτρα. Ξέρεις, μου είπε το παιδί -εννοούσε τον καφετζή- θα κλείσουν για λίγες μέρες το μαγαζί, θα το αλλάξουν.

Θα γίνει μια σύγχρονη καφετέρια, έτσι δε βγαίνει μου είπε, εμείς εδώ τελειώσαμε όπως καταλαβαίνεις! Τόνισε βέβαια με επιμονή, ότι για μας θα υπάρχει πάντα θέση στο μαγαζί του!». Ήταν στα πρόθυρα της  απόγνωσης ο φίλος μου και την απογοήτευσή του και τη στεναχώρια του, μου την εμβολίασε και σ’ εμένα, δεν το ήθελα και δεν έβρισκα λόγια ψεύτικα να τον παρηγορήσω και να παρηγορηθώ.

Μείναμε σιωπηλοί  όλη εκείνη την ημέρα και το ποτό μας ήταν διπλός καφές σκέτος, -φαρμάκι- όπως και οι ψυχές μας. Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον, προσπαθώντας να δικαιολογήσουμε το δάκρυ που κυλούσε, πότε-πότε με τον καπνό της απόγνωσης, που εκείνη την ημέρα ήταν υπερβολικός στο καφενείο μας.

Παναγιώτης Φώτου

Προηγούμενο άρθρο

Συνάντηση του Γιάννη Μπρατάκου με τη διοίκηση του Επιμελητηρίου Καβάλας (φωτογραφίες)

Επόμενο άρθρο

SL2 K19: Καβάλα – ΑΕΛ 2-3