ΤΡΙΓΛΙΑ 27 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1922
Η έξοδος σωτηρίας του ελληνικού πληθυσμού
Η έναρξη της φοβερής δοκιμασίας της προσφυγιάς
Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΒΕΛΙΣΣΑΡΗ
Εισαγωγικό Σημείωμα
Τυχαία ήλθαν στην επιφάνεια μερικές προχειρογραμμένες σελίδες μέσα σε ξεχασμένους φακέλους του πατέρα μου. Εγγράφησαν λίγο πριν το θάνατό του και την ύπαρξή τους αγνοούσα. Μοιάζει με «συμπαντική συνομωσία» το γεγονός ότι περίμεναν περίπου 40 χρόνια, και αναδύθηκαν την χρονιά επετείου των 100 ετών από την Μικρασιατική Καταστροφή.
Μετά το προφανές σοκ και τη συγκίνηση που αισθάνθηκα, αποφάσισα ότι το μήνυμα αυτό έπρεπε να δοθεί στη δημοσιότητα. Η Τρίγλια, μια παραθαλάσσια κοινότητα, στη νότια ακτή της Προποντίδας, από την πλευρά της Μικράς Ασίας, σχεδόν νοτίως της Κωνσταντινούπολης, είχε πληθυσμό μεγέθους κώμης αποτελούμενο από 6.800 Έλληνες και μερικές δεκάδες Τούρκους (κυρίως οικογένειες κρατικών υπαλλήλων)
Σχολιάζοντας το περιεχόμενο αυτών των ολίγων αλλά πολύτιμων σελίδων μνήμης, πριν απ’ όλα είναι φυσικό να αναρωτηθεί κανείς πόσο αξιόπιστες μπορεί να είναι οι αναμνήσεις ενός επτάχρονου (!) παιδιού. Πρέπει εδώ να υπογραμμίσω ότι:
(α) είναι γεγονός ότι σε περιόδους όπου επιταχύνεται ιλιγγιωδώς ο ρυθμός του ιστορικού γίγνεσθαι, ανάλογα επιταχύνεται και η ηλικιακή, και πάσης φύσεως, ωρίμανση αυτών που συμμετέχουν.
(β) η οικογένεια του ΣΤΑΥΡΟΥ ΒΕΛΙΣΣΑΡΗ (αποτελούμενη από πατέρα, μητέρα, πέντε αδέλφια και δύο αδελφές), πρωταγωνιστώντας στα κοσμοϊστορικά γεγονότα του 20ού αιώνα – δύο παγκόσμιοι πόλεμοι (στον δεύτερο των οποίων τρία από τα αδέλφια πολέμησαν στη πρώτη γραμμή, οι δύο στο αλβανικό μέτωπο και ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΕΛΙΣΣΑΡΗΣ στη μάχη των οχυρών), η ανείπωτη περιπέτεια της προσφυγιάς, συμμετοχή στις οργανώσεις της εθνικής αντίστασης (ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΕΛΙΣΣΑΡΗΣ ένοπλος μαχητής του ΕΛΑΣ), ο Λάζαρος Βελισσαρίου «εθήτευσε» σε Μαουτχάουζεν και Άουσβιτς κλπ, είχαν την τύχη να επιζήσουν όλοι. Φυσικά η περιπέτεια της προσφυγιάς τους σημάδεψε και σε όλες τις οικογενειακές συγκεντρώσεις πολλές φορές τα γεγονότα συζητήθηκαν και επιβεβαιώθηκαν επανειλημμένα (βλέπε και την έκδοση «Πορεία ζωής» του ενός των αδελφών Λάζαρου Βελισσαρίου). Είναι φυσικό οι ελάχιστες σελίδες που ακολουθούν να αντιμετωπισθούν σαν απολύτως ακριβείς παρ’ όλο που εγράφησαν εξήντα περίπου χρόνια μετά την ζοφερή 27η Αυγούστου 1922, λαμβάνοντας υπ’ όψιν επιπλέον και τη γενικότερη συγκρότηση και μόρφωση του αφηγητή ΣΤΑΥΡΟΥ ΒΕΛΙΣΣΑΡΗ (Μαθηματικός, συνταξιούχος Γυμνασιάρχης).
Η αφήγηση του ΣΤΑΥΡΟΥ ΒΕΛΙΣΣΑΡΗ έχει τον πυρετώδη ρυθμό «ρεπορτάζ», με πύκνωση χρόνου και γεγονότων, ώστε με θαυμαστό τρόπο να περιλαμβάνονται όλα τα γεγονότα που έχουν σημασία και χρησιμεύουν για την εξαγωγή συμπερασμάτων για τη σύγχρονη εποχή. Συνοπτικά αναφέρω :
– Σήμερα γνωρίζουμε σαν επίκεντρο της Μικρασιατικής καταστροφής όσα διαδραματίσθηκαν στη Σμύρνη και δικαίως διότι επρόκειτο για μεγαλούπολη. Όπως φαίνεται και από τη διήγηση παρόμοια γεγονότα έλαβαν χώρα σε κάθε παραθαλάσσια μικρή πόλη, κωμόπολη ή και χωριό, σαν τη Τρίγλια της Προποντίδας όπου υπήρχε προκυμαία και επομένως δυνατότητα να προσορμίσει μικρό η μεγαλύτερο πλοίο.
– Το βασικό ψευδο-ιδεολόγημα και των δύο στρατών που αντιπαρατέθηκαν, Ελληνικός / Τουρκικός, υπήρξε το Εθνικιστικό μίσος που εκφράσθηκε και με ωμότητες εκατέρωθεν εναντίον των αμάχων.
– Παράλληλα με τα ανωτέρω φαινόμενα όμως εμφανίσθηκε σε διακριτή κλίμακα και αξιοθαύμαστη αλληλεγγύη, πολλές φορές σωτήρια, ιδίως μεταξύ των εθνοτήτων που συμβίωναν ειρηνικά στις ίδιες κοινότητες.
– Στάση συμμάχων : Οι «μεγάλοι μας» φίλοι , σύμμαχοι και προστάτες, Αγγλοι και Γάλλοι, αναδείχθηκαν οι ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί του εγκλήματος της καταστροφής,
Με ευρύτερο σχεδιασμό την καταστροφή-διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αφού μας έβαλαν να κάνουμε τη βρώμικη δουλειά (πόλεμος με δεκάδες χιλιάδες θύματα από τους στρατιώτες που πολέμησαν, και τα εκατοντάδες χιλιάδες θύματα της προσφυγιάς) κολακεύοντας τις γελοίες δοξασίες (Κόκκινη Μηλιά, Ελλάδα των πολλών θαλασσών και ηπείρων κλπ), την αναμονή της αναδυόμενης Ελληνικής Αστικής Τάξης για συμμετοχή στη μοιρασιά, αλλά και το υπαρκτό θέμα της προσδοκίας της απελευθέρωσης του υπόδουλου για αιώνες ελληνικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας, ξεκοκάλισαν τη λεία μοιράζοντας μεταξύ τους το Ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας (Συρία, Λίβανος, Ιράκ, Ιορδανία) με όρους αυθεντικής αποικιοκρατίας και τους αφελείς (?) συμμάχους άφησαν στην κακή τους μοίρα. Δεν συνέβαλαν ούτε κατ’ ελάχιστον ακόμη και για τη σωτηρία των αμάχων.
Είναι φανερό ότι ο Ελληνικός λαός πρέπει να έχει σοβαρά υπ’ όψιν τα ανωτέρω και το πώς προβάλλονται στη σημερινή εποχή αφού η ίδια ιστορία τείνει να επαναληφθεί. Η Ελληνική Αστική Τάξη – ιμπεριαλιστική πλέον και αυτή – και η Ηγεσία της (ανεξάρτητα από ποιό Κόμμα κυβερνά) δείχνει σήμερα απόλυτα πρόθυμη να προλάβει την εξυπηρέτηση των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων των «φίλων και συμμάχων», ταυτόχρονα με την προώθηση των δικών της διακριτών συμφερόντων, μέσα σ’ ένα πολύπλοκο πλέγμα ανταγωνισμών και συμμαχιών, εισπράττοντας πάλι κατά κόρον ανέξοδες κολακείες, χειροκροτήματα και λόγια. Αντίθετα οι «προστάτες» μας έχουν ήδη εισπράξει όλο το έδαφος της χώρας για ανάπτυξη βάσεων αλλά και τερατώδεις παραγγελίες εξοπλισμών ύψους δισεκατομμυρίων. Πολύ φθηνά τους βγαίνει πάλι. Εκκρεμεί μόνον αν ο ελληνικός λαός αποδεχθεί να χύσει και το αίμα του για τα συμφέροντά τους.
Κλείνοντας επιγραμματικά αυτή την εισαγωγή, επιλέγω να παραθέσω ένα μικρό απόσπασμα από το συγκλονιστικό έργο «Ματωμένα Χώματα», που παρ’ ότι έχει δομή μυθιστορήματος, δεν είναι παρά μια μαρτυρία των παθών του Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Σ’ αυτές τις λίγες γραμμές η Διδώ Σωτηρίου επιβεβαιώνει τα παραπάνω, και μας δίνει όλα όσα πρέπει να μείνουν άσβεστα στη μνήμη μας.
ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ : «ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ» , εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
Από το ΚΕΦΑΛΑΙΟ «ΑΜΕΛΕ ΤΑΜΠΟΥΡΟΥ» (Τα περιβόητα τάγματα εργασίας, κτηνώδης επινόηση μαζικής εξόντωσης και εθνοκάρθασης, πιθανότατα γερμανικής πατέντας) Σελ. 86-87
…. Ο Γερμανός ήταν ο νούς και ο Τούρκος το χέρι. Ο ένας σκάρωνε τα σχέδια κι’ ο άλλος τα εκτελούσε. Στη Σμύρνη κόπιασε ένας Γερμανός Πασάς, στεγνός και άκαρδος με τη πρωσική στολή και το σουλούπι του κατακτητή, Λίμαν φον Στάντερς τον λέγανε …. Δεν είχε έλεος και οίκτο τούτος ο κακός δαίμονας της Μικρασίας. Μαζί του δεν χώραγε – όπως με τον Τούρκο – κουβέντα, αίτημα, μπαξίσι. Τούτος ήταν σταλμένος με το ψυχρό σχέδιο να μας εξοντώσει για να μας αρπάξει το χρυσόμαλλο δέρας. Στην ουσία η Τουρκία ήταν τώρα μία Γερμανική αποικία. ………….
….. Ημασταν ένας δημιουργικός κεφάτος λαός και γινήκαμε ξαφνικά ένα παθητικό στα τεφτέρια των ξένων, που έπρεπε με μία μονοκοντυλιά να σβηστεί. Και το σβήσιμό μας δεν έγινε μ’ αθώα μολυβδοκόντυλα και γομολάστιχες, έγινε με αναρίθμητα εγκλήματα. Τ’ αρχίσανε οι Λίμαν φον Στάντερς και τα ξεκεφάλωσαν οι φίλοι και προστάτες μας της Αντάντ.
Βελισσάρης Παναγιώτης
Σύμβουλός Δημοτικής Κοινότητας Καβάλας με την Λαϊκή Συσπείρωση
********************
Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΒΕΛΙΣΣΑΡΗ
…. Ε΄ : Βρισκόμαστε στο 3ο δεκαήμερο του Αυγούστου 1922. Το χωριό είναι ανάστατο από τις συγκεχυμένες πληροφορίες που φθάνουν από το μέτωπο. Ο μεγάλος μου αδελφός Κώστας ετοιμάζεται να φύγει για την Σμύρνη για να φοιτήσει στην Β΄ τάξη της Ευαγγελικής Σχολής (Τμήμα Εμπορικό). Αυτόν και μερικούς άλλους αρίστους μαθητάς ανέλαβε ο Δεσπότης ( Μητροπολίτης Χρυσόστομος, σημ. Π.Β. ) να τους σπουδάσει στην Σμύρνη. ‘Ετσι με την ευκαιρία που θα έφευγε η οικογένεια της θείας Σοφίας, αδελφής του Δεσπότη, που παραθέριζε στη Τρίγλια, θα έφευγε μαζί τους και ο αδελφός μου. Πήγαν λοιπόν στις 26 Αυγούστου στα Μουδανιά για να πάρουν το πλοίο και εκεί, όχι μόνο δεν βρήκαν πλοίο, αλλά έμαθαν και για την κατάρρευση του μετώπου και επέστρεψαν ανήσυχοι στην Τρίγλια. Την ίδια μέρα συνέπεσε να βρίσκεται στα Μουδανιά και αντιπροσωπία της Δημογεροντίας της Τρίγλιας, από τον Κονδυλένιο τον γιατρό, τον Σταύρο τον Πετράκογλη και τον Κων/νο τον Λούντζογλη (Λουντζίδης). Αυτοί επεσκέφθησαν τον Φρούραρχο ο οποίος δεν ήξερε τι να τους πεί και τους κάλεσε να έλθουν την επομένη που θα είχε πληροφορίες.
Την νύχτα όμως ο φρούραρχος με τους Έλληνες στρατιώτες εγκατέλειψε τα Μουδανιά και έτσι την επομένη πρωί – πρωί η Δημογεροντία δεν βρήκε κανένα υπεύθυνο αλλά μόνο Συμμαχικά (!) καράβια τα οποία παρακολουθούσαν ως απλοί θεατές τα πλήθη των Ελλήνων που συνωστίζονταν στην προκυμαία και αλλόφρονα ζητούσαν μέσο για να γλυτώσουν την επερχόμενη σφαγή.
Ανήσυχοι οι Δημογέροντες ήλθαν στο χωριό και στις 11 π.μ. με το καράβι του Κασούρη έστειλαν εσπευσμένα θερμή επιστολή στην Πόλη στον Φίλιππα τον Καβουνίδη (Τριγλιανό πλοιοκτήτη και έμπορο) και τον εκλιπαρούσαν να κάνει τα αδύνατα δυνατά και να στείλει καράβι να πάρει τους Τριγλιανούς διότι εκινδύνευαν να σφαγούν από τους άτακτους Τούρκους που επλησίαζαν τα παράλια.
Ετσι χάρις στη μεγαλοψυχία του Φίλιππα Καβουνίδη έφθασε στις 3 μ.μ. το ατμόπλοιο Χελιδόνι και πήρε όσους Τριγλιανούς μπόρεσαν να επιβιβασθούν. Στις 6 μ.μ. περίπου ήλθε ένα άλλο πλοίο σταλμένο κι αυτό από τον Καβουνίδη, το «Κόρνταν», αγγλικό φορτηγό που μετέφερε άλευρα από τη Ρουμανία στην Ινδία και παρεκλήθη από τον ίδιο να παρεκλίνει της πορείας και να πάρει από την Τρίγλια όσους συγχωριανούς μπορούσε.
Σ’ αυτό το πλοίο επιβιβασθήκαμε κι εμείς όλοι εκτός από τον πατέρα. Σαν τώρα (σχεδόν 80 χρόνια αργότερα ! σημ. Π.Β.) θυμάμαι τη μητέρα μ’ όλους εμάς, σαν κλώσα με τα κλωσόπουλα, μ’ ένα μπόγο στα χέρια ο καθένας, να τρέχουμε στη παραλία, έντρομοι και αλλόφρονες να στοιβαζόμαστε στο καράβι του Τζιβάνη του Μακασίκη
(όνομα δυσανάγνωστο στο χειρόγραφο πρωτότυπο), το οποίο φορτωμένο μέχρι τα μπούνια και με κίνδυνο από στιγμή σε στιγμή ν’ ανατραπεί, να μας μεταφέρει στο «Κόρνταν» που είχε αγκυροβολήσει αρκετά μακρυά από την παραλία. Εκεί επιβιβασθήκαμε και στριμωχθήκαμε όπως – όπως.
Το νόστιμο είναι ότι ενώ η μητέρα μας με τα κορίτσια και τους μεγάλους ετοίμαζαν τους μπόγους, εγώ (επτά ετών τότε με τον αμέσως μεγαλύτερο αδελφό μου Σοφοκλή εννέα ετών) χαμένοι στην αγορά χαζεύαμε κάποιο «γιάμα» (λεηλασία) που γινόταν σε μερικά μαγαζιά που τα εγκατέλειψαν οι ιδιοκτήτες. Φαντασθείτε την ανησυχία και την αλλοφροσύνη της μητέρας να μας αναζητούν την τελευταία στιγμή και να μας βλέπουν κάποτε να εμφανιζόμαστε με τρόπαιο στα χέρια ένα ζευγάρι μικρές ξύλινες γαλότσες.
Ο πατέρας είτε διότι δεν πρόφθασε να επιβιβασθεί, είτε διότι έμεινε για να φέρει από το σπίτι τίποτε άλλα πράγματα δεν ήλθε μαζί μας. Πολύ υποψιάζομαι ότι δεν είχε καρδιά να εγκαταλείψει για δεύτερη φορά ότι με κόπο και μόχθο είχε δημιουργήσει στα χρόνια του γυρισμού από την Προύσα.
Όπως μάθαμε αργότερα, το βραδάκι ήλθε και το πλοίο «Βιθυνία» του Καβουνίδη μισο-επισκευασμένο στο οποίο όμως εκτός από Τριγλιανούς μπήκαν και πολλοί άλλοι Ελληνες από τα γύρω χωριά, που όταν έμαθαν ότι καράβια από την Τρίγλια παίρναν τους Χριστιανούς, έσπευσαν όλοι στη παραλία της Τρίγλιας να επιβιβασθούν. Σ’ αυτό το καράβι ο πατέρας έβαλε μερικά πράγματά μας δίχως όμως να επιβιβασθεί και ο ίδιος.
ΣΤ’ : Με την αναχώρηση του «Βιθυνία» όσοι δεν κατόρθωσαν να επιβιβασθούν προσπάθησαν τη νύχτα (βράδυ Σαββάτου 27 Αυγούστου) με μικρά καϊκια και βάρκες να φύγουν για τη Πόλη.
Το πρωί της Κυριακής βρήκε το χωριό άδειο με καμιά 150ριά που δεν μπόρεσαν να φύγουν. Μεταξύ αυτών ήταν και ο πατέρας μας.
Την ημέρα αυτή παρουσιάστηκε και ένας νέος κίνδυνος προερχόμενος από Έλληνες στρατιώτες.
Το σύνταγμα του Ζήρα, ενός πολέμαρχου της Μ. Ασίας είχε φθάσει στα Μουδανιά, ως προπομπός Της Μεραρχίας του Στρατηγού Κλαδά.
Εκεί συνεστήθη σ’ αυτόν από τους συμμάχους που ήσαν με πολεμικά πλοία στα Μουδανιά να παραδοθεί στους Τούρκους που κατείχαν τα υψώματα προς την Τρίγλια. Ο Ζήρας αφού έστειλε στο διάολο ελληνοπρεπέστατα τους συμμάχους και τις συστάσεις τους, ανέπτυξε τα τμήματά του συντάγματος και με μερικές αψιμαχίες εσκόρπισε τους Τούρκους και πέρασε από την Τρίγλια για τη Πάνορμο, όπου επιβίβασε τον στρατό σε καράβια και έτσι έσωσε όχι μόνο τους στρατιώτες του και πολλούς χριστιανούς που τον ακολούθησαν, αλλά και το Ελληνικό γόητρο.
Αντιθέτως ο Στρατηγός Κλαδάς που ήλθε αργότερα στα Μουδανιά με τα υπόλοιπα συντάγματα της Μεραρχίας παραδόθηκαν στους Τούρκους και οδήγησε στην αιχμαλωσία και τον αφανισμό τους άλλοτε ελευθερωτάς μας.
Αυτοί λοιπόν οι στρατιώτες του Ζήρα περνώντας από διάφορα χωριά όπου έμεναν Τούρκοι, επάνω στο ξέσπασμά τους τα έβαζαν φωτιά και τα έκαιγαν. Ετσι θέλησαν να βάλουν φωτιά και στη Τρίγλια αλλά οι συγχωριανοί που έμειναν συγκεντρωμένοι στη Βαϊνού κατόρθωσαν να τους αποτρέψουν λέγοντας πως το χωριό δεν είχε καθόλου Τούρκους. Έτσι και οι Τούρκοι συγχωριανοί όταν αργότερα (την Δευτέρα) κατέφθασαν Τούρκοι άτακτοι, από τα γύρω χωριά, όχι μόνον δεν επέτρεψαν να σκοτώσουν τους χριστιανούς που έμειναν, αλλά και τους πήραν στα σπίτια τους, τους περιέθαλψαν, και έπεισαν τον επικεφαλής των οπλισμένων τούρκων να επιτρέψει στους χριστιανούς να φύγουν για τη πόλη. Εκτός λοιπόν από τον Καγιά και τον ηγούμενο της μονής του Σωτήρος υπέργηρο πάτερ Ντόμινο που βρέθηκαν απομονωμένοι και τους σκότωσαν οι Τούρκοι, γλύτωσαν τη ζωή τους και απέφυγαν την αιχμαλωσία.
Μόνο που ο Τούρκος καπετάνιος του καραβιού που τους πήρε για την Πόλη δεν αρκέσθηκε στα ναύλα που ζήτησε αλλά τους έβγαλε απέναντι στο Αρματλί και αφού τους μάντρωσε σε μία αποθήκη συγκέντρωσε γύρω – γύρω ξερά χόρτα και απειλώντας ότι θα τους κάψει ζωντανούς τους ανάγκασε να παραδώσουν όχι μόνον τα τιμαλφή τους (δακτυλίδια, σταυρούς κλπ) αλλά και τα εξωτερικά τους ρούχα.
Ευτυχώς που έστω και ημίγυμνους τους πήγε στη Πόλη, όπου ζήτησαν και πήραν ρούχα από διάφορους γνωστούς και βγήκαν έξω σώζοντας το κορμάκι τους.
Τώρα τι περιπέτεια είχαμε εμείς που επιβιβασθήκαμε στο «Κόρνταν» και πώς τελικώς αποβιβασθήκαμε στην Τένεδο δεν είναι της παρούσης διηγήσεως. Είναι μία καινούρια Οδύσσεια που όπως η οικογένειά μας την υπέστησαν πολλές άλλες οικογένειες (όλος ο Ελληνικός πληθυσμός της Μ. Ασίας, το «τυχερό» κομμάτι που τουλάχιστον διεσώθη).
Το μόνο που θα σας πώ εν συντομία είναι ότι για να καταλήξουμε το 1925 στην Καβάλα, από την Τένεδο οικογενειακώς πήγαμε στη Θεσσαλονίκη, από την Θες/νίκη στη Ραφήνα και από την Ραφήνα επιτέλους καταλήξαμε στη Καβάλα.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΕΛΙΣΣΑΡΗΣ (1915-1982)