Τον γνωρίσαμε τυχαία στις περιπλανήσεις μας τότε στα δυτικά παραθαλάσσια της περιοχής μας.
Τότε που ψάχναμε να βρούμε τους ψαρότοπους και τα ακρογιάλια εκείνα που μετά μας είχαν μαγέψει. Τον τόπο του τον ανακαλύψαμε τυχαία. Τον έκρυβαν από τον δρόμο πεύκα και ελιές. Εμείς ακολουθήσαμε το μονοπάτι μέσα στην δενδροστοιχία, στο τέλος του παρουσιάσθηκε μπροστά μας το θαύμα.
Μια ακτή βραχώδη που την έβρεχε μια πεντακάθαρη θάλασσα με βαθιά νερά. Νερά για τα δικά μας μέτρα και μέσα που είχαμε τότε στην διάθεσή μας. Ο κόλπος που άνοιξε μπροστά μας με τα κρυστάλλινα και ήρεμα νερά μαγευτικός, μας καλούσε.
Ετοιμάσαμε την βαρκούλα μας, την φορτώσαμε και ανοιχτήκαμε. Τέσσερεις ώρες μας κράτησε στην αγκαλιά της που δεν τις καταλάβαμε. Μας το θύμισε ο ήλιος που κρύφτηκε στον Δυτικό λόφο στο βάθος. Βγήκαμε πανευτυχείς με την συγκομιδή μας πλούσια από τα δώρα που μας πρόσφερε η θάλασσα.
Οι ψυχές μας γεμάτες από το αίσθημα εκείνο της ικανοποίησης ότι εκτελέσαμε την αποστολή μας. Απολαύσαμε τις ομορφιές του άγριου στοιχείου που λατρεύαμε. Ζήσαμε τους κινδύνους στις δραστηριότητες μας μέσα στο χόμπι μας.
Αλληλομοιραστήκαμε την συναλληλία και την βοήθεια όταν μας παρουσιάστηκε. Ήμασταν ευτυχείς αυτήν την πληρότητα, αυτό το συναίσθημα που αν δεν τo έχεις ζήσει, δυστυχώς δεν μπορείς να το καταλάβεις. Δεν μπορεί να περιγραφεί μόνο με λέξεις γιατί έχει μέσα πολύ ψυχούλα.
Αποφασίσαμε να περάσουμε την βραδιά μας εκεί. Ήταν το ιδανικότερο μέρος από όσα είχα είχαμε επισκεφτεί μέχρι τότε. Ετοιμάσαμε πρώτα την ασφάλεια μας, μετά τα καταλύματά μας, ανάψαμε φωτιά, στήσαμε τις σχάρες, η παραγωγή άφθονη.
Κανένα πρόβλημα επιλογής όλα τα αλιεύματα μας πρώτα και σε μεγάλη ποικιλία. Επιλογή μας ο τετράκιλος Ροφός. Αρκετός για να χορτάσει την πείνα μας. Οι μυρωδιές που διασκορπίστηκαν στο περιβάλλον έντονες και γαργαλιστικές.
Ακούστηκαν θροίσματα φύλων στην αρχή, μετά καθαρά βήματα που μας πλησίαζαν. Πήραμε τα μέτρα μας. Δεν ξέραμε αν ήταν άνθρωπος αυτό που πλησίαζε ή ζώο. Περιμέναμε. Φάνηκαν από μακριά δυο ανθρώπινες σιλουέτες να πλησιάζουν, τους καλωσορίσαμε.
Ήταν δυο μεσήλικες άντρες που είχαν την καλύβα τους ψιλότερα στις παρυφές του δάσους. Δεν τους είχαμε δει όταν κατεβήκαμε την πρώτη φορά. Ήρθαν με τα δώρα τους ένα καλαθάκι με σταφύλια και σύκα. Πετάξαμε τρία γοφάρια ακόμη στην σχάρα περιμέναμε λίγο πνιγμένοι στις μεθυστικές ψαρομυρωδιές.
Απολαύσαμε μαζί το θαλασσινό μας δείπνο. Πιάσαμε την κουβέντα δίπλα στο κύμα και με συντροφιά το Αυγουστιάτικο φεγγάρι. Η παρέα μας έπιασε τα μεσάνυχτα. Στην αρχή μας έδωσαν τις πληροφορίες για την τοπογραφία του βυθού και τα μέρη που μας ενδιέφεραν και τους είπαμε για την αγάπη μας για την θάλασσα.
Εκεί ο νεότερος από αυτούς ο Παντέλος άρχισε ένα υβρεολόγιο για την θάλασσα που μας ξάφνιασε. «Μου τα πήρε όλα η πόρνη δεν μου άφησε τίποτε. Από τα δεκαπέντε μου με μάγεψε και με πήρε κοντά της. Όλο τον κόσμο γύρισα με όλων των ειδών τα πλοία.
Λεφτά βγάζεις αλλά δεν σου μένουν. Σε κάθε λιμάνι που φτάνεις σε περιμένουν του κόσμου οι πειρασμοί. Λες θα κρατηθείς δεν θα ξοδέψεις αλλά πάντα είναι εκεί η Κίρκη που σε έχει δέσει χειροπόδαρα και δεν σε αφήνει.
Δεν μπορείς να γλυτώσεις από τα βρόχια της. Αν δεν είχα το ναυάγιο στην Κριμαία που με άφησε σακάτη ακόμη θα θαλασσοπνιγόμουν. Γλύτωσα γιατί ήμουν στην γέφυρα. Ανεβήκαμε να φορτώσουμε σιτάρι από το Νοβόροσισκ.
Δύο μέρες το πούσι πυκνό δεν το έκοβες ούτε με μαχαίρι. Ήμουν στην γέφυρα κοντά στην πλώρη και χτυπούσα την καμπάνα. Το βαπόρι σφύριζε συνέχεια αλλά το ποστάλι που έρχονταν από την Οδησσό καρφώθηκε στην μέση μας.
Σε δεκαπέντε λεπτά βουλιάξαμε. Από τους δεκαοκτώ επτά γλυτώσαμε. Γλύτωσα σακατεμένος στα μέσα μου και στα πόδια. —-Ε σταμάτα τους κοίμισες τους ανθρώπους. Πάμε. Πράγματι, η κούραση της ημέρας, το απολαυστικό φαγητό, ο φλοίσβος της θάλασσας που μας νανούριζε και η βαθιά αργόσυρτη φωνή του Παντέλου μας κοίμισαν.
Με κόπο κρατούσα ανοιχτά τα βλέφαρά μου δίχως να ακούω τα τελευταία τους λόγια. Με συνέφερε το Καληνύχτα τους. Τους άκουσα να απομακρύνονται μαλώνοντας, —-Η θάλασσα σε φταίει. Η ασωτία σου και η αλητεία σου είναι αυτά που σε κατέστρεψαν.
Δεν θέλησες να ανοικοκύρευτης τότε που μπορούσες. —-Βλέπω και τα δικά σου καλά κακομοίρη μου. Παλεύεις με το χώμα ολομερής. Το απόγευμα στο καφενείο για να φαγωθείς με τους άλλους για το κόμμα σου, για την ομάδα σου και το βράδυ στο σπίτι για να τα βάλεις με την κακομοίρα την γυναίκα σου.
Γύρω-γύρω από τον τάφο σου γυρνάς όλη σου την ζωή καημένε. Εγώ γύρισα όλο τον κόσμο. Απομακρύνθηκαν, χάθηκαν μέσα στο σκοτάδι από όπου ξεπρόβαλαν. Δυο γεροντάκια που ξόφλησαν στην ζωή ότι της χρωστούσαν.
Παναγιώτης Φώτου