Η «αναγεννητική» ιδέα του πολέμου, την οποία θέλαμε να δούμε μόνο στις ολοκληρωτικές ιδεολογίες, βρίσκεται στην πραγματικότητα με διάφορες μορφές στις προοδευτικές και δημοκρατικές κουλτούρες. Η ρίζα όλων των μορφών βίας βρίσκεται πράγματι σε αυτόν τον διεστραμμένο δεσμό μεταξύ των ενστίκτων της διατήρησης και των ενστίκτων της καταστροφής που υπάρχουν από πάντα στον άνθρωπο. Αλλά ακόμη και πριν από τους πολέμους, αυτή η σχέση ενδιαφέρει, ακόμα κι αν σπάνια αναφέρεται ρητά, τη σχέση μεταξύ του κυρίαρχου φύλου και του κυριαρχούμενου.
Γράφει η Lea Melandri
«Στην ξεπερασιά της, εκείνη η «βαρβαρότητα» που είναι ο πόλεμος δεν έπαψε ποτέ να είναι επίκαιρη στην παγκόσμια σκηνή. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να μην σταματάμε στο «εδώ και τώρα» κάθε πολεμικού γεγονότος και να συνεχίσουμε να αναζητούμε τις ρίζες του, αν δεν θέλουμε να θεωρούμε δεδομένο ότι αυτός είναι εγγενής στη ζωώδη συνιστώσα των ανθρωπίνων όντων, και επομένως αμετάβλητος». Ξαναδιαβασμένη σήμερα, η αλληλογραφία Φρόιντ και Αϊνστάιν του 1932, επιβάλλεται με τα αποδεικτικά στοιχεία ενός λόγου που δεν έπαψε ποτέ να αναρωτιέται σχετικά με τα γιατί του πολέμου και το μονοπάτι που μπορεί να οδηγήσει σε «νέους και πολύ έγκυρους τρόπους δράσης».
Είναι δύσκολο να μην αναγνωρίσουμε, στις ερωτήσεις του Αϊνστάιν προς όσους πιστεύουν ότι έχει «ανακαλύψεις» επαρκείς για να τις ικανοποιήσει, το αίνιγμα που αντιμετωπίζει κάθε γενιά και το οποίο σιγά σιγά έρχεται σε νέες συνειδητοποιήσεις. «Υπάρχει τρόπος να απελευθερωθούν οι άνθρωποι από το μοιραίο του πολέμου;» «Πώς είναι δυνατόν η μειοψηφία να καταφέρνει να υποδουλώσει τη λαϊκή μάζα στις απληστίες της, που δεν έχει παρά να υποφέρει και να χάσει από έναν πόλεμο;», Υπάρχει μια δυνατότητα να κατευθύνουμε την ψυχική εξέλιξη των ανθρώπων έτσι ώστε να γίνουν ικανοί να αντισταθούν στην ψύχωση του μίσους και της καταστροφής; Δεν σκέφτομαι εδώ καθόλου μόνο τις λεγόμενες ακαλλιέργητες μάζες. Η πείρα αποδεικνύει μάλλον ότι η λεγόμενη «διανόηση» είναι η πρώτη που ενδίδει σε αυτές τις καταστροφικές συλλογικές υποδείξεις, γιατί ο διανοούμενος δεν έχει άμεση επαφή με την ωμή πραγματικότητα, αλλά τη ζει μέσα από την πιο εύκολη μορφή της περίληψή της, αυτή της έντυπης σελίδας». Στην απάντησή του, ο Φρόιντ υιοθετεί τη θέση, που περιέχεται ήδη στο δοκίμιο ‘Η δυσφορία του πολιτισμού’, πως υπάρχουν δύο είδη ορμών στον άνθρωπο: εκείνες που «τείνουν να συντηρούν και να ενώνουν», τις οποίες αποκαλεί «ερωτικές» και αυτές που τείνουν να καταστρέφουν και να σκοτώνουν. Προσθέτει ότι «πρόκειται μόνο για τη θεωρητική αποσαφήνιση της αντίθεσης μεταξύ αγάπης και μίσους» και ότι η μία ορμή σχεδόν ποτέ δεν δρα απομονωμένα από την άλλη. “Η ορμή για αυτοσυντήρηση είναι σίγουρα ερωτική – γράφει -, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να καταφύγει στην επιθετικότητα για να πραγματοποιήσει αυτό που υπόσχεται. Η ανάμειξη αυτών των καταστροφικών παρορμήσεων με άλλες παρορμήσεις, ερωτικές και ιδανικές, διευκολύνει φυσικά την εκπλήρωσή τους. Μερικές φορές, όταν ακούμε να μιλούν για τις φρικαλεότητες της ιστορίας, έχουμε την εντύπωση ότι τα ιδανικά κίνητρα χρησίμευσαν ως προπέτασμα για τη λαχτάρα για καταστροφή”. Ουσιαστικά, είναι το συμπέρασμα του Φρόιντ, το ζωντανό ον προστατεύει τη ζωή του καταστρέφοντας μια ξένη, και αυτό είναι μια σκληρότητα που διατρέχει την «ιστορία και την καθημερινή ζωή”.
Επομένως, ο διεστραμμένος κόμπος μεταξύ συντήρησης-διατήρησης και καταστροφής, πριν ακόμη και από τους πολέμους, φαίνεται να επηρεάζει, ακόμα κι αν δεν αναφέρεται ρητά, τη σχέση μεταξύ του φύλου που έχει κατακτήσει και υποτάξει το άλλο, για να επιβεβαιώσει τη δική του δύναμη και ανωτερότητα, αλλά και να διατηρήσει το όφελος της φροντίδας που μπορούσε να του δώσει εκείνο το μητρικό σώμα. Η ιδιαιτερότητα μιας κυριαρχίας, όπως η πατριαρχική, που περνά μέσα από τα πιο οικεία-εσωτερικά γεγονότα -τη σεξουαλικότητα και τη μητρότητα-, που κρατεί μαζί τη ζωή και το θάνατο, τη γοητεία και το μίσος, την τρυφερότητα και τη βία, δεν θα μπορούσε να μην αγγίξει στα πιο βαθιά της σπλάχνα και την ιστορία που γεννιέται από τον μαχητικό ανδρισμό ο οποίος μόνος του κυβέρνησε τον κόσμο για χιλιετίες. Δεν είναι μόνο οι βιασμοί που ενώνουν τους άντρες σε πόλεμο ή τον «ασυνείδητο χιτλερισμό», η θέληση για εξουσία, για την οποία μιλάει η Βιρτζίνια Γουλφ, αλλά και εκείνο το είδος της υπνωτικής αναστάτωσης στην οποία αναμειγνύονται ηρωισμοί, μεγάλα ιδανικά και βαρβαρότητες. “Αγγίζοντας την καρδιά των πραγμάτων, ο πόλεμος δίνει στον κόσμο τη νιότη, σθένος και αλήθεια, ανοίγει έναν νέο οικονομικό και πολιτικό κύκλο. Συγκρίνεται επίμονα – γράφει ο Roger Caillois στο βιβλίο του The vertigo of war-La vertigine della guerra–Ο ίλιγγος του πολέμου (Eκδόσεις Lavoro 1990) – ο πόλεμος με τις γέννες, όχι μόνο επειδή είναι και αιματηρός, επώδυνος και γόνιμος, αλλά και επειδή εκφράζει άμεσα τα γκέτο των κοινωνιών, τις σπλαχνικές ωθήσεις, αναγκαστικά φρικτές, που η νοημοσύνη δεν θα μπορούσε ούτε να κατανοήσει ούτε να ελέγξει (…) Κάθε πολεμιστής αφιερώνεται αυθόρμητα στη βία και τη σκληρότητα, θεωρώντας πρόθυμα τον εαυτό του δίκιο αν πίνει, αν παίζει, αν κλέβει ή αν βιάζει, αν χτυπά, αν ταπεινώνει, αν σκοτώνει (…) Απαιτεί να τον τιμούν αυτοί στους οποίους προστατεύει τη ζωή, ρισκάροντας τη δική του”.
Μέχρις ότου εγκριθεί η μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου στα μέσα της δεκαετίας του Εβδομήντα, υπήρχε το «έγκλημα τιμής», ένας νόμος που προέβλεπε μειωμένη ποινή για όσους σκοτώνουν τις γυναίκες τους για να υπερασπιστούν τη δική τους ή την οικογενειακή τιμή. Για να νομιμοποιήσει κάθε μορφή βίας και σκληρότητας, τόσο στο ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο, στις προσωπικές και στενές σχέσεις, καθώς και στη σύγκρουση μεταξύ των λαών, μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι είναι ακριβώς ο δεσμός, για τον οποίο μιλάει ο Φρόιντ, μεταξύ αντίθετων παρορμήσεων αγάπης και θανάτου, σωτηρίας και καταστροφής, ακεραιότητας-τιμιότητας και εγκληματικότητας, και που η σεξιστική κουλτούρα έχει δώσει ως «φυσικό».
Δεν είναι τυχαίο ότι η «αναγεννητική» ιδέα του πολέμου, που θελήσαμε να δούμε μόνο στις ολοκληρωτικές ιδεολογίες, όχι τυχαία βρίσκεται λίγο πολύ ανοιχτά μέσα σε αυθεντικά προοδευτικές και δημοκρατικές κουλτούρες, από «πάθος» ή επειδή, όπως είπε ο Joyce Lussu, η πατριαρχία θεωρεί έτσι κι αλλιώς χρήσιμη την «ανθρωποθυσία», σε όλες τις μορφές που έχει λάβει ιστορικά, από τη θανατική ποινή μέχρι τους εξοπλισμούς.
Οι διαφορετικές μοίρες που αποδίδονται στο αρσενικό και στο θηλυκό, οι συνέπειες που αρχέγονες παρορμήσεις της αγάπης και του μίσους, του ανήκειν και της διαφοροποίησης, καθιζάνουν στους θεσμούς της κοινωνικής ζωής, εξακολουθούν να αποτελούν ακόμη και σήμερα μια «προϊστορία» που προτιμάται να μείνει στη σκιά. Ο πόλεμος, στα αντικρουόμενα αποτελέσματα της βαρβαροποίησης και της εξομάλυνσης ορισμένων ζωτικών ρόλων για την επιβίωση, αναδεικνύει ξεκάθαρα τον ακατάλυτο κόμπο που κρατά μαζί ένστικτα και λογική, αρρενωπή δύναμη και εξουσία, ατομική και συλλογική ιστορία. Είναι γι’ αυτό που οι αναλύσεις οι οποίες προέρχονται από την πλευρά μιας παραδοσιακά κατανοητής κουλτούρας, που οχυρώνεται πίσω από την «ουδετερότητα» της ανδρικής γνώμης, ενώ δεν στερούνται ενδιαφέροντος, δείχνουν το όριο της επανάληψης παλιών διχογνωμιών, την αδυναμία αναγνώρισης του άλματος που έκανε η ιστορική συνείδηση τη στιγμή που αφαίρεσε τη ρίζα κάθε μορφής βίας από τη σιωπή χιλιετιών, ανοίγοντας το δρόμο για μια αλλαγή πορείας στη διαδικασία του εκπολιτισμού.
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος comune.info