Ξημερώνει η μεγάλη εορτή των Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων του Χριστού, Πέτρου και Παύλου. Των δύο αυτών ιερών μορφών της Χριστιανικής Εκκλησίας. Δύο άνδρες με διαφορετικά χαρίσματα, διαφορετική πορεία ζωής, αλλά κοινό τέλος για την αγάπη του Χριστού.
Θέλησα λοιπόν σήμερα, να χαράξω λίγες γραμμές με σεβασμό και αγάπη για τον ένα εκ των δύο, εκείνον που έφερε το φως της Χριστιανικής Πίστεως στην Πατρίδα μας, εκείνον που δικαίως χαρακτηρίστηκε ως ο πρώτος, μετά τον Ένα…
Όταν πρωτοδιάβασα τις Πράξεις των Αποστόλων, θαύμασα αυτόν τον Σαούλ που μετέπειτα παρέμεινε στο προσκήνιο της Εκκλησιαστικής ιστορίας ως ο Παύλος, ο Απόστολων των Εθνών, η μέριμνα πασών των Εκκλησιών, ο διαπρύσιος κήρυκας του Ευαγγελίου Ιησού Χριστού του Σταυρωμένου και Αναστημένου. Του Παύλου που αιχμαλωτίστηκε από τα δίχτυα της ευαγγελικής αγάπης, όταν στο δρόμο για την Δαμασκό, ένα όραμα έγινε αιτία να αλλάξει ολάκερη η ζωή του, ένα όραμα και μια ερώτηση: ”Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; ”
Γεννημένος στην Ταρσό της Κιλικίας στις αρχές του 1ου αιώνος, ο Σαούλ, γεννιέται από Ιουδαίους γονείς, έχοντας κληρονομήσει την Ρωμαϊκή υπηκοότητα από τον πατέρα του. Ο Σαούλ, διδάσκεται με επιμέλεια τον Ιουδαϊκό Νόμο γενόμενος άρτιος γνώστης και διαχειριστής της Ραβινικής διαλέκτου!
Και όμως! Ο Θεός, τον προορίζει για κάτι άλλο. Τον διαλέγει ο Ιησούς Χριστός ανάμεσα σε πολλούς, όχι σε μια οποιαδήποτε στιγμή της ζωής του, αλλά σε μια συγκεκριμένη, όταν εκείνος, ”περισσοτέρως ζηλωτής υπάρχων των πατρικών παραδόσεων” (Γαλ. 1,14), δεν διστάζει να εκδιώξει την Εκκλησία χωρίς να γνωρίζει πως η συνάντηση του με τον Ιησού Χριστό στον δρόμο για την Δαμασκό θα του άλλαζε ολόκληρη την ζωή του.
Ο ίδιος, σε πολλά σημεία των επιστολών του, περιγράφει με γλαφυρό λόγο την προηγούμενη ζωή του, καθώς και την μεγάλη αυτή συνάντηση με τον Ιησού που ο ίδιος εξεδίωκε. Όμως, ο Θεός δεν βλέπει με τα ανθρώπινα μάτια! Βλέπει κατευθείαν στις καρδιές των ανθρώπων. Έτσι επιλέγει πρόσωπα που θα τον υπηρετήσουν χωρίς αυτά να το γνωρίζουν. Ο ίδιος ο Παύλος αργότερα θα πει πως:” ους δε προώρισε, τούτους και εκάλεσε, και ους εκάλεσε, τούτους και εδικαίωσεν, ους δε εδικαίωσε, τούτους και εδόξασε” (Ρωμ. 8,30) περιγράφοντας έτσι με τον καλύτερο τρόπο αυτή την κλήση Του Θεού χάριν της οποίας ο ίδιος, θα δώσει ακόμα και των ζωή του για τον Χριστό, κάτι που το περιμένει λέγοντας: ”εμοί γαρ το ζην Χριστὸς και το αποθανείν κέρδος” (Φιλιπ. 1,21).
Αγωνίζεται για να σπείρει τον Λόγο της Ευαγγελικής αγάπης εις πάντα τα έθνη με οποιοδήποτε κόστος. Θέλει όσο προφταίνει να μεταδώσει την αλήθεια του Ευαγγελίου παντού. Αντιμετωπίζει κινδύνους, φυλακίσεις, μαρτύρια αγόγγυστα. Στο ενδέκατο κεφάλαιο της Β’ προς Κορινθίους επιστολής του, περιγράφει αυτά τα κατά Χριστόν παθήματα: «υπό Ιουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρά μίαν έλαβον, τρις εραβδίσθην, άπαξ ελιθάσθην, τρις εναυάγησα, νυχθήμερον εν τω βυθώ πεποίηκα οδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμών, κινδύνοις ληστών, κινδύνοις εκ γένους, κινδύνοις εξ εθνών, κινδύνοις εν πόλει, κινδύνοις εν ερημία, κινδύνοις εν θαλάσση, κινδύνοις εν ψευδαδέλφοις, εν κόπω και μόχθω, εν αγρυπνίαις πολλάκις, εν λιμώ και δίψει, εν νηστείαις πολλάκις, εν ψύχει και γυμνότητι» ( Β’ Κορ. 11, 24-27).
Έφθασε μέχρι το κέντρο της Αρχαιοελληνικής σκέψης και φιλοσοφίας. Δεν προσπάθησε να την μειώσει, αντίθετα την γνώρισε και την σεβάστηκε, όταν στην Πνύκα των Αθηνών, μπροστά σε Στωικούς και Επικουρείους φιλοσόφους μίλησε για τον άγνωστο Θεό, λαμβάνοντας αφορμή από τον βωμό που η ευσέβεια των Αθηναίων είχε δημιουργήσει χαρακτηρίζοντας ακόμα και τους υπόλοιπους βωμούς ως ”σεβάσματα” καθώς και τους Αθηναίους ως βαθύτατα θρησκευόμενους έναντι των άλλων (Πραξ. 17,22). Δεν τους προσβάλλει, δεν μειώνει την θρησκευτικότητα τους, αντίθετα εξαίρει την πίστη τους και ταυτόχρονα τους μιλά για έναν Θεό που οι ίδιοι δεν γνωρίζουν. Έτσι ο σπόρος του ευαγγελίου έρχεται να καρποφορήσει σε γόνιμο έδαφος και να συνενώσει την φιλοσοφική σκέψη με την Θεολογία! Πόσο αρμονικά θα μπορούσαν να συμπορευτούν η Σωκρατική σκέψη με την Παύλεια θεολογία εάν αυτοί οι δύο μεγάλοι άνδρες είχαν την ευκαιρία να διαλεχθούν μεταξύ τους…
Στις τέσσερις αποστολικές περιοδείες του, διασχίζει χώρες, διαπλέει θάλασσες για να κηρύξει το Χριστό. Αντιόχεια, Έφεσος, Γαλατία, Κύπρος, Ρώμη αλλά και πόλεις Ελληνικές, με πρώτη την Νεάπολη την δική μας Καβάλα όπου στους αρχαίους Φιλίππους παρά τον Ζυγάκτη ποταμό βαπτίζει την Λυδία την Φιλιππισία την πρώτη Ευρωπαία Χριστιανή! Όπου πηγαίνει δημιουργεί και μια χριστιανική κοινότητα: Φίλιπποι, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Κόρινθος, έργα των χειρών του, χωρίς ποτέ να δεχτεί πως ο ίδιος είναι ιδρυτής των Εκκλησιών, όπως ακούς μερικούς να προσθέτουν σήμερα μνημονεύοντας το ιερό όνομα του ” του και ιδρυτού της Εκκλησίας ημών…” Αν τους άκουγε θα τους επέπλητε με τον ίδιο τρόπο που επέπληξε τους άτακτους της Εκκλησίας της Κορίνθου όταν τους γράφει: «μεμέρισται ο Χριστός; Μη Παύλος εσταυρώθη υπέρ υμών; Ή εις το όνομα Παύλου εβαπτίσθητε;» ( Α. Κορ.1,13).
Όταν ήρθε η ώρα του μαρτυρίου, αποχαιρετά με την τελευταία από τις επιστολές της αιχμαλωσίας του, μέσα από την φυλακή του τα ευλογημένα μέλη της Εκκλησίας του Χριστού! Αποχαιρετά τα γήινα για να λάβει τα ουράνια, να ξεπεράσει το στρώμα του ”τρίτου ουρανού” που οραματίσθηκε (Β’ Κορ. 12,2) και να σταθεί δίπλα στον αγαπημένο Ιησού… Αποχαιρετά την Εκκλησία με λόγο καρδιακό στο κύκνειο άσμα του, έτσι όπως αυτό διασώζεται στην Β’ προς Τιμόθεον επιστολή του. Εκεί ο Παύλος, ασθενής και ταλαιπωρημένος από τον σκόλοπα της σαρκός του, αναμένει την στιγμή που ο θάνατος θα τον οδηγήσει στην ζωή! Επισφραγίζει με τα τελευταία αυτά λόγια μια πορεία μαρτυρίας και μαρτυρίου…
Θέλω λοιπόν να κλείσει ο ίδιος το κείμενο μου αυτό. Και Τον παρακαλώ να συνεχίζει να μας εμπνέει μέσα από τα άφθαρτα στον χρόνο έργα Του ώστε να δίνουμε καθημερινά τα πάντα για την δόξα Του Χριστού! Τον σκέπτομαι δέσμιο να αποχαιρετά έναν κόσμο που αλλάζει καθημερινά… Υποκλίνομαι ευλαβικά μπροστά Του, ακούγοντας Τον να ψελλίζει τις τελευταίες του φράσεις: «εγώ γαρ ήδη σπένδομαι, και ο καιρός της εμής αναλύσεως εφέστηκε τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμα, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα, λοιπόν απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος, ον Κύριος εν εκείνη τη ημέρα, ο δίκαιος κριτής, ου μόνον δε εμοί, αλλά και πάσι τοις ηγαπηκόσι την επιφάνειαν αυτού…» ‘(Β’ Τιμ. 4, 6-8).
—