Dark Mode Light Mode

Ο ψίθυρος της μολόχας

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας


Γεμάτο με μολόχες ήταν το χωριό μου. Στις αυλές, στους κήπους στα παρτέρια. Και σε γλάστρες στα μπαλκόνια κρεμασμένες, στα κάγκελα και στα περβάζια των παραθυριών. Σε ζαρντινιέρες, στα σκαλιά και στα πεζούλια μέσα σε ασπρισμένους γκαζοτενεκέδες. Εικόνες καλοκαιρινές από τα μικρά μου χρόνια οι πολύχρωμες μολόχες. Χρώματα έντονα, εκτυφλωτικά. Κόκκινες σαν τη φωτιά, άλικο χρώμα βαθύ, ροζ, σομόν, μα και κατάλευκες και πορτοκαλιές και κάποιες δίχρωμες. Άνθη μονά, διπλά, με χνουδωτούς βλαστούς. Φυτό – λουλουδικό του ήλιου που σα θερμάνει ο καιρός δεν σταματά να ανθίζει. Μονάχα σα πιάσουν τα πρώτα του χειμώνα κρύα συμμαζεύεται. Γεμάτα όλα τα σοκάκια και οι γειτονιές.

Έχω ακόμα της μάνας μου τις μολόχες. Τις κράτησα, τις περιποιήθηκα και τις πολλαπλασίασα. Εύκολα και απλά. Με μοσχεύματα. Είναι ένα φυτό που λίγα ζητά και δίνει πολλά. Σαν την αγάπη.

Κάθομαι στο σκαμνί μου, τις κοιτώ απέναντί μου και στήνω κουβεντολόι. Εγώ τις μιλώ με φωνή μα εκείνες, μου σιγοψιθυρίζουν. Όπως η μάνα μου. Μου λένε τα λόγια της. Τα λόγια που έλεγε εκείνη. Της ζήσης της τα λόγια, μιας ζωής που δεν υπάρχει πια, μα που δεν έσβησε από το πέλαγος της μνήμης μου πούναι γεμάτο με μικρά νησάκια για να αράζω και να ξαποσταίνω.

Ξεχειμώνιαζαν στο υπόγειο. Λίγο φως έπαιρναν από ένα μικρό παραθύρι, έχαναν τη ζωντάνια τους, τη φυλλωσιά τους, κι έλεγες πως θα πεθάνουν, μα σαν έφευγαν τα κρύα, χέρια μαγικά της μάνας μου τα χέρια τις έδιναν ξανά ζωή. Καινούργιο χώμα, κλάδεμα, ήλιος και φως, ξαναζωντάνευε και γέμιζε πάλι η αυλή και η ταράτσα χρώμα.

Αναγέννηση….ανάσταση.

Ευλογημένο καλλωπιστικό φυτό. Αργότερα σαν έφυγα από το χωριό μου έμαθα πως και γεράνι και σαρδελιά το λένε σε άλλα μέρη.

Βρέθηκα σε εκείνο το χωριό – εξώστη στο βουνό ψηλά, και στέκομαι για λίγο μπροστά στη μεγάλη ξύλινη αυλόπορτα. Απ’αυτές τις δίφυλλες, τις μεγάλες τις ψηλές, που δεν σου επιτρέπουν να δεις μέσα στην αυλή του σπιτιού. Πατώ το ζεμπερέκι και η πόρτα ανοίγει.

Αν υπάρχει παράδεισος κάπως έτσι θα πρέπει είναι. Ένας μακρύς φαρδύς διάδρομος στρωμένος με άσπρη πέτρα-πλάκα του βουνού, και στα αριστερά μου ένα καλοχτισμένο χαμηλό πετροντούβαρο. Χάθηκα στο μέτρημα κι ας χρόνια πολλά τα πήγαινα καλά με τους αριθμούς. Αραδιασμένοι δεκάδες ασπρισμένοι γκαζοτενεκέδες με βασιλικά και μολόχες. Πανδαισία χρωμάτων. Ταρακούνησα με το χέρι μου τη φυλλωσιά ενός βασιλικού και ξεχύθηκε ολόγυρα το άρωμά του.

Καθίσαμε κάτω από τη κληματαριά με το Αγιορείτικο αμπέλι. Ήπιαμε τα τσιπουράκια μας, δεν κλείσαμε τα στόματά μας. Κουβεντολόι. Παιδιά κι εγγόνια.

Το απόγευμα βρεθήκαμε οι δυο μας. Μονάχοι μας. Έφτιαξε τα καφεδάκια στο χάλκινο μπρίκι, μόνος του. Δεν ήθελε βοήθεια. Έναν έναν τους έφτιαξε. Έναν βαρύ γλυκό για τον εαυτό του. Έναν σκέτο για μένα. Το χέρι του έτρεμε μα δεν χύθηκε σταγόνα. Τον Οκτώβριο θα έκλεινε τα ενενήντα. Στο μπαλκόνι καθόμαστε και κάτω ο κάμπος των Σερρών. Μια πράσινη θάλασσα με κατακόκκινα νησιά. Ήπιαμε και είπαμε. Είπαμε κι αποσώσαμε τη μεσημεριανή κουβέντα. Έδυε ο ήλιος και άρχισε να φυσά ένα δροσερό αεράκι. Άρχισε να σουρουπώνει. Σηκώθηκα να φύγω. Έγραψα σε ένα χαρτί το τηλέφωνό μου.

“Πάρτο”, μου λέει, “τί να το κάνω το τηλέφωνό σου; Μονάχα να ξανάρθεις να μας δεις και να σε διούμε. Κι αν δε βρεις εμένα εδώ στο σπίτι, την βλέπεις εκείνη εκεί τη λαγκαδιά. Εκεί, πέρα εκεί…. πέρα από τη ρεματιά που είναι τα ψηλά τα κυπαρίσσια…. Εκεί θα με βρεις…. Στη γης το δροσερό το χώμα. Φέρε και ένα μπουκάλι και δύο ποτηράκια. Να τσουγκρίσουμε. Άντε τώρα τράβα μη νυχτωθείς…..”

Φεύγοντας, βύθισα τις χούφτες μου μέσα στον πλατύφυλλο βασιλικό στην άκρη του διαδρόμου και πήρα το άρωμα του μαζί μου….

Άκουσα και μια μολόχα να μου σιγοψιθυρίζει:

“Να ξανάρθεις”

“Θα ξανάρθω…”, του φώναξα από το παράθυρο του αυτοκινήτου μου….

Κούνησε το χέρι του……

Ιούλιος του 2020

Προηγούμενο άρθρο

Δήμος Νέστου: Εργασίες συντήρησης & αποκατάστασης στο υπαίθριο δημοτικό θέατρο της Ζαρκαδιάς (φωτογραφίες)

Επόμενο άρθρο

ΓΣΕ: Σπουδαία κίνηση με Τσιλούλη