Corrado Alunni για το χαμόγελο των ματιών σου
Ο σχηματισμός μου ήταν πολύ πιο πραγματιστικός παρά ιδεολογικός. Η συμμετοχή στη μητροπολιτική πολιτική Κολεκτίβα, Collettivo politico metropolitano (Cpm) προέκυψε ως αποτέλεσμα της στράτευσης μου στις Ομάδες μελέτης της Sit-Siemens (Gds) όπου εργαζόμουν ως υπάλληλος μετά τη μετανάστευση από τα ρωμαϊκά περίχωρα της Centocelle.
Το Gds περιστρεφόταν γύρω από μια Κομούνα στην οποία σύχναζε -μεταξύ άλλων- η ομάδα αυτών από το Τρέντο (Κούρτσιο, Καγκόλ κ.λπ.) οι οποίοι μαζί με άλλους γέννησαν το Cpm. Η συζήτηση επικεντρώθηκε ευθύς αμέσως στο θέμα της οργάνωσης του ένοπλου αγώνα, σε αντίθεση με τον «βολονταρισμό» που χαρακτήριζε τις άλλες ακροαριστερές ομάδες επάνω σε αυτό το έδαφος.
Το συνέδριο της Costaferrata είχε στόχο να καθορίσει τις υποθέσεις που έπρεπε να επιδιωχθούν σε μια περίοδο που χαρακτηρίστηκε από τη σφαγή του Μιλάνου, από τους νεοφασιστικούς ξεσηκωμούς και από την επιμονή ενός ισχυρού ταξικού κινήματος.
Προσωπικά δεν συμμετείχα -αν δεν με προδίδουν οι αναμνήσεις- αλλά το Gds εκπροσωπήθηκε από τον Mario Moretti και άλλους και ως εκ τούτου είχα υπόψη τις υποθέσεις που σκόπευαν να ακολουθήσουν.
Με δεδομένο το «εργατιστικό» υπόβαθρο, η υπερ-παράνομη επιλογή του Simioni βρισκόταν εκτός του πολιτικού μου ορίζοντα, ακόμη και αν λάβω υπ’ όψιν τυχόν αυταρχικές μετατοπίσεις του θεσμικού πλαισίου. Άλλοι ενδιαφέρθηκαν σχετικά και για μερικούς μήνες δημιούργησαν μια «επιτροπή συντονισμού».
Στο εργοστάσιο υπήρχαν πάρα πολλά πράγματα να κάνουμε, αν σκεφτεί κανείς ότι έπρεπε να αντιμετωπίσουμε τις εσωτερικές Επιτροπές-ιμάντες μετάδοσης, με την αυταρχική και πατερναλιστική κουλτούρα, με το cottimo [αμοιβή με το κομμάτι], με τα ατυχήματα λόγω των ρυθμών κ.λπ… και το κίνημα – τόσο το εργατικό κίνημα όσο και αυτό της άκρας αριστεράς – ήταν ακόμα πολύ δυνατό, έτσι συνέχισα τη στράτευση μου στο εργοστάσιο χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον σχετικά.
Σημείο καμπής σημειώθηκε το Δεκέμβριο του 1971: οι ομάδες είχαν οργανώσει μια διαδήλωση για τις 12 Δεκεμβρίου για να διεκδικήσουν την απελευθέρωση του Valpreda και να καταγγείλουν τη σφαγή της Piazza Fontana ως σφαγή του Κράτους (πρέπει να σημειωθεί ότι υπήρξε πολύ δυνατή η δραστηριότητα της «αντιπληροφόρησης» στα δύο χρόνια που ακολούθησαν τη σφαγή).
Στις 8 Δεκεμβρίου το Αρχηγείο της Αστυνομίας απαγόρευσε την πορεία βάζοντας τους πάντες μπροστά στις ευθύνες σχετικά με τις επιλογές. Κάποιοι -η ομάδα του Manifesto και της Lotta continua- κατέληξαν σε ένα συμβιβασμό και πραγματοποίησαν μια δημόσια ομιλία (που επέτρεψε το αστυνομικό τμήμα), άλλοι -κυρίως το Potere operaio – ήταν πρόθυμοι να αντιμετωπίσουν τη σύγκρουση στους δρόμους. Το βράδυ της 11ης Δεκεμβρίου έγινε μια έφοδος που οδήγησε στη σύλληψη αρκετών αγωνιστών του Po που προετοίμαζαν τα σύνεργα για τις συγκρούσεις (μολότοφ και ούτω καθεξής).
Ουσιαστικά, η απαγόρευση του Αρχηγείου της Αστυνομίας έκανε ξεκάθαρo ότι, είτε χτίζονταν μια οργάνωση που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει το πεδίο της μάχης που επιβλήθηκε, είτε οποιαδήποτε συζήτηση για την προλεταριακή βία καθίστατο μη ρεαλιστική.
Τα αποτελέσματα της συζήτησης που προέκυψαν από εκείνο το αδιέξοδο του Δεκέμβρη του ’71 είναι γνωστά: 1) γεννήθηκαν οι «ομάδες περιφρούρησης» (διεκδίκηση του δικαιώματος να είμαστε στους δρόμους και αυτοάμυνας από αστυνομικές ή νεοφασιστικές προκλήσεις). 2) γεννήθηκε η ιδέα της ένοπλης πτέρυγας, που θα μπορούσε να μετατρέψει τη σύγκρουση στους δρόμους σε μια εξεγερτική στιγμή. 3) γεννήθηκαν οι Br -μετά την εγκατάλειψη της υπόθεσης του Superclan- ως οι πρώτοι οργανωμένοι πυρήνες εντός των περιοχών πάλης στα εργοστάσια και τις γειτονιές (ήταν η φάση της ένοπλης προπαγάνδας και της προλεταριακής δικαιοσύνης).
Προσωπικά, μπήκα στις Br όχι την άνοιξη του ’71, αλλά σε αυτήν του ’72. Όμως σε αυτό το σημείο νομίζω ότι πρέπει να κάνω μερικά σχόλια: α) Είμαι πεπεισμένος ότι οι αναμνήσεις εκείνης της περιόδου είχαν τον χρόνο να προσαρμοστούν στα αποτελέσματα – όποια κι αν ήταν αυτά που ο καθείς είχε ορίσει – της εμπειρίας που είχε ζήσει.
Όλα αυτά συμβαίνουν / έχουν συμβεί τις περισσότερες φορές με απόλυτη καλή πίστη, άλλες φορές – για πρωταγωνισμό, συμφέρον ή οτιδήποτε άλλο – κακοπροαίρετα. Είναι επίσης απαραίτητο να κάνουμε μια διαφορά μεταξύ της ανασύνθεσης μιας ιστορικής στιγμής και των επιμέρους μονοπατιών μέσα σε αυτή τη στιγμή.
Το πρώτο περιλαμβάνει τις ιστορίες του καθενός αλλά δεν ισοπεδώνει, ούτε ισοπεδώνεται. β) πρέπει να γίνει μια περαιτέρω διάκριση σε σχέση με αυτό που προτείνεται («να δείξουμε με κριτικό τρόπο το γεγονός ότι εκείνη την εποχή επιχειρήθηκαν διαφορετικοί δρόμοι για τον ίδιο βασικό σκοπό, που αντιπροσωπευόταν από την επιλογή του ένοπλου αγώνα» ) γιατί, αν η πρακτική και η επιθυμία, η ευχή της προλεταριακής βίας ήταν ένα χαρακτηριστικό κοινό σε όλες τις συσπειρώσεις της επαναστατικής αριστεράς της εποχής (τόσο που αυτό μου φαίνεται ένα αξίωμα παρά ένα θεώρημα προς απόδειξη), ο «ένοπλος αγώνας« είναι μια συγκεκριμένη εκδοχή του πώς, του πότε και του γιατί της προλεταριακής βίας.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, όλες οι υποθέσεις σχετικά βρίσκονταν στο τραπέζι: από αυτή με τις γκεβαριστικές φωτιές μέχρι την αυτοάμυνα από τις αστυνομικές και νεοφασιστικές επιθέσεις, από την εξέγερση μέχρι τον μακροχρόνιο ένοπλο αγώνα, και όλες επιχειρήθηκαν ή ασκήθηκαν· γ) σε σύγκριση με τις ιστορίες συνωμοσίας του Franceschini και συνεργατών, πιστεύω ότι πρόκειται για εξημερωμένες αναμνήσεις / επιβεβαιώσεις.
Η εν λόγω περίοδος είναι αυτή που ο επίσημος Τύπος όριζε ως «των αντίθετων εξτρεμισμών» και είναι λογικό (όπως και τεκμηριωμένο) ότι η Digos της εποχής, η αντιτρομοκρατική, και οι υπηρεσίες (η Sid) έδιναν μεγάλη προσοχή στα όσα συνέβαιναν μέσα στις ομάδες, σε μεγαλύτερο βαθμό σε εκείνα τα περιβάλλοντα όπου ο λόγος για την προλεταριακή βία εξελίσσονταν στην υπόθεση της ένοπλης πάλης.
Με άλλα λόγια: ένα πράγμα είναι η βούληση των κρατικών μηχανισμών να «παίξουν deus ex machina», τον από μηχανής θεό μέσω: α) της διείσδυσης στις αριστερές ομάδες. β) την εκμετάλλευση της ροπής στη βία (λεκτική ή μη) για να δημιουργήσουν κοινωνικό συναγερμό και να δικαιολογήσουν μια κατασταλτική στροφή, αν όχι ένα πραξικόπημα όπως αυτό του Μποργκέζε και των συνεργατών του. γ) τη χρήση νεοφασιστικών ομάδων σε ένα εκφοβιστικό κλειδί για να προκαλέσουν μια αντίδραση που θα επέτρεπε τη στρατιωτικοποίηση της πλατείας. δ) διαφόρων ειδών προβοκάτσιας μέχρι την επιδίωξη της στρατηγικής σφαγών, επιρρίπτοντας την ευθύνη στις «αντίθετες ακρότητες»
. Είναι άλλο να υποστηρίζουμε ότι εν όλω ή εν μέρει η ανατρεπτική αριστερά έχει ετεροκατευθυνθεί μέσω διφορούμενων χαρακτήρων που υπάρχουν μέσα της. Θα ήταν ένας ψευδής ιστορικός εις βάρος, όχι μόνο δύο γενεών αγωνιστών, αλλά και της ίδιας της λογικής των γεγονότων.
Πρέπει επίσης να ειπωθεί ότι τα κόμματα της επίσημης αριστεράς – το Pci επικεφαλής – δεν εξαιρούνταν από ανησυχίες σχετικά με τη σταθερότητα των θεσμών, ειδικά το κομμάτι που πλησιάζει περισσότερο στην παράδοση της Αντίστασης – βλέπε το βιβλίο του Pietro Secchia Η Αντίσταση κατηγορεί La Resistenza accusa 1945-1973 – και αυτό οδηγούσε αρκετούς αγωνιστές του Κκι να συμπάσχουν, να συμπαθούν -ή τουλάχιστον να κρατούν ανοιχτή τη συζήτηση- με τους νέους της άκρας αριστεράς. Η προλεταριακή Αριστερά στη διάρκεια του ’71 -μετά την αποχώρηση του Simioni- δημοσίευσε μερικά τεύχη της «Νέας Αντίστασης», «Nuova Resistenza» και σε μια προσπάθεια να δώσει συνέχεια στον παρτιζάνικο αγώνα στην πραγματικότητα που είχε έρθει να δημιουργηθεί στην Ιταλία και στον υπόλοιπο κόσμο. Όλα αυτά για να πούμε ότι είναι απίθανο το Κκι να μην γνώριζε τι έβραζε στην κατσαρόλα (από την άλλη πλευρά, στο εργοστάσιο, την περίοδο της «ημιπαρανομίας» των ερυθρών Ταξιαρχιών, το συνδικάτο και τα στελέχη του Κκι πρέπει να είχαν πολύ λίγες αμφιβολίες σχετικά με το ποιος θα μπορούσε να είναι υπεύθυνος για τις πρώτες ενέργειες.
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος machina derive approdi αέναη κίνηση