Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής
«Ξέρετε, ρε…». Πήγε να πει «σύντροφοι», αλλά συνήλθε κόβοντας τη ροή. Δεν ήταν εύκολα τα πράγματα. Μάης του ’73 και βρίσκονταν στο Κ.Ε.Ν. Κορίνθου, με όλους τους τοίχους τρύπιους και τους ουρανούς κλειστούς. Μόλις χτες είχαν καταταγεί, απ’ το πρωί στην τρεχάλα των διαδικασιών, μέχρι που αργά το βράδυ είχαν γεμίσει το σάκο τους με όλον το ρουχισμό και τις αρβύλες κι έπειτα βάλθηκαν να ντυθούν σαν γνήσια «στραβάδια», ώστε να είναι έτοιμοι στο πρωινό ξύπνημα. Δεν έβρισκε κρεβάτι άδειο στο σκοτάδι, έγειρε σ’ έναν τοίχο, τον πήρε ο Μορφέας στις νεφέλες του.
«Ξέρετε, ρε συνάδελφοι…». Και πού να ξέρουν… και αυτοί χτες μόλις μπήκαν στο στρατόπεδο κι έχουν το ίδιο ψάρωμα. Έβγαλαν τα πολιτικά τους ρούχα και τα παπούτσια, τα έβαλαν στον πάτο του σάκου, να τα ξεχάσουν. Οι λοχίες εκπαιδευτές τους έβαλαν να λειτουργήσουν σε ρυθμούς ανεξέλεγκτους, πανάθεμά με αν μπόρεσαν να κοιμηθούν λίγες ωρίτσες και σήμερα από το πρωί σε άλλες ουρές για τα διαδικαστικά, ιατρικές εξετάσεις και κόντρα εξετάσεις, το απομεσήμερο μια μικρή ανάπαυση κι έπειτα κούρεμα γουλί.
«Ξέρετε, ρε στραβάδια, που έχετε έρθει; Θα υποφέρετε, ρε!». Και να το λέει ένας λοχίας στούμπος, τόσο που ν’ απορείς πώς προκρίθηκε να πάρει δυο «σαρδέλες» η αλεπού με τα κοντά πόδια. Σε ποιους; Σ’ αυτούς που τόλμησαν να υψώσουν φωνή ενάντια στα «φοινίκια»… Οι δύο γεννημένοι το 1951. Ο Γιώργος του Ιωάννη και της Στέλλας στη Χρυσούπολη του Νέστου. Ο Θεοδόσης του Κωνσταντίνου και της Ελευθερίας στην Καβάλα, αυτός καταδικασμένος σε πολύμηνη φυλάκιση με αναστολή στη Δίκη των Έντεκα. Το Γενάρη στους πρωταίτιους επεισοδίων, το Φλεβάρη στους υπαίτιους αποχής από τα μαθήματα. Στη συγκέντρωση των φοιτητών μέσα στο Ε.Μ.Π., στα μέσα του Φλεβάρη 1973, εκτόξευαν χλευαστικές και ονειδιστικές φράσεις κατά της αστυνομικής δύναμης. Αρνήθηκαν μάλιστα να απομακρυνθούν. Ως εκ τούτου διακοπή αναβολής και αναγκαστική στράτευση.
«Ξέρετε, ρε νεούλια, πως εγώ ο Λευτέρης του Σπύρου και της Σταυρούλας γεννήθηκα στο πρώτο μισό του αιώνα, το 1947, στο Δαφνόφυτο Ιωαννίνων και διαμένω στην Κυψέλη, στην οδό Αλήθειας… Ενώ εσείς γεννηθήκατε στο δεύτερο μισό του αιώνα, στραβάδια! Εσείς στο Πολυτεχνείο, εγώ στη συγκέντρωση της Νομικής. Αντικυβερνητικά συνθήματα, υποστολή σημαίας, θραύση υαλοπινάκων και επίπλων, παρεμπόδιση άλλων φοιτητών να παρακολουθήσουν τα μαθήματά τους, ύβρεις και χυδαιότητες κατά της παριστάμενης αστυνομικής δύναμης, προσαγωγή στο Αστυνομικό Τμήμα. Ύποπτος συμμετοχής σε αντικυβερνητικές εκδηλώσεις. Δεύτερη φουρνιά προς κατάταξη. Διακοπή αναβολής. Και να ‘μαι!».
Μαζεύονταν συμφοιτητές της Νομικής εκεί στον «Πανελλήνιο», αθλούνταν για λίγη ώρα κι έπειτα πήγαιναν στην οδό Αλήθειας 5. Έβγαζε ο Λευτέρης τα βινύλια και άκουγαν Θεοδωράκη, Κρητικά, Ριζίτικα και Ηπειρώτικα. Του ίδιου του άρεσαν τα οργανικά του Τάσου Χαλκιά, ιδιαίτερα το Μοιρολόι κατά πρώτο λόγο. Το άκουγε συνοφρυωμένος και σορόπιαζε, προσπαθώντας να πνίξει τους λυγμούς που ανέβαιναν συνεχώς από το στέρνο του κατά κύματα. Του άρεσε και ο «Σιαμαντάκας», που ο Νίκος Χουλιάρας είχε διασκευάσει μαζί με άλλα παραδοσιακά και κάποια δικά του τραγούδια σε νέες φόρμες «νεοκυματικές», που τα έκαναν έτσι προσιτά σ’ ένα ευρύτερο νεανικό κοινό.
Φτιάχνονταν έτσι όλοι κι ύστερα πιάνανε κουβέντες πολιτικές. Συζητούσαν ατελείωτα ανταλλάσοντας απόψεις, ωσότου έρθει η ώρα ραδιοφωνικών ακροάσεων από τις συχνότητες της «Ντόλυ» (Ντόιτσε Βέλε), της «Μπεμπέκας» (B.B.C.) και της «Φωνής της Αλήθειας», όταν η οδός Αλήθειας πλέον δεν είχε πολλή κίνηση. Κι αργότερα χάνονταν ένας – ένας ή δύο – δύο μες στο μισοσκόταδο της Κυψέλης, ποτέ όλοι μαζί, να μη δίνουνε στόχο…
Γνώρισε κι έναν ακόμη Καβαλιώτη από το δεύτερο λόχο του δεύτερου τάγματος, που είχε κι αυτός κάτι τραβήγματα και προσαγωγές σε Ασφάλειες, αυτός ήταν παρέα με τον Ασημόπουλο στο Αριστοτέλειο, είχε αποφοιτήσει και διέκοψε μόνος του την αναβολή, δεν ήξερε καν αν ήταν χαρακτηρισμένος. Πάντως είχε ένα φάκελο πενταδάχτυλο στο πάχος, με πολλές λεπτομέρειες της αμελητέας του δράσης. Και να που βρέθηκαν μαζί στο στρατόπεδο Κολοκοτρώνη, στις Σέρρες. Υποψήφιοι υπαξιωματικοί, σου λέει… Στο Λόχο Υποψηφίων Βαθμοφόρων, «Λειώνω – Υποφέρω – Βασανίζομαι», που λέγαν οι παλιοί. Εκεί γυμνάστηκαν κανονικά…
Κι ήρθε η μέρα που περίμεναν την πρώτη έξοδό τους. Ήταν όλοι άψογοι, ντυμένοι στην τρίχα, τα κρεβάτια πετρελαιωμένα, οι κουβέρτες «αεροδρόμιο», όλα στην εντέλεια, να μη τους βρουν ψεγάδι. Λέγανε πως ο Χριστός πέθανε Παρασκευή, για ν’ αποφύγει την επιθεώρηση του Σαββάτου… Πάει ο Δόκιμος μπροστά στο Μπάμπη, τον κοιτάζει, τον αγγίζει, αυτός τίποτα! Τον τρομάζει με τις φωνές του εντέλει κι αυτός αιφνιδιασμένος χτυπάει «προσοχή»: «Υποψήφιος δεκανέας Χαράλαμπος εξ (;) Κιλκίς. Λαμβάνω την τιμή να παρουσιαστώ. Διατάχτε!». «Πότε, ρε, έγινε η 21η Απριλίου;». «Την 25η Μαρτίου, κύριε Δόκιμε!». Αυτό ήταν! Δώδεκα με μία ντάλα μεσημέρι Ιουλίου, με τα τζιτζίκια να σκάζουν, καψόνι με τη στολή εξόδου. Επί γονάτων, έρπειν μέσα στα τριβόλια, αίματα στους αγκώνες και στο χακί. Πάει η πρώτη έξοδος στην πόλη των Σερρών. Όλοι οι συνάδελφοι πλησιάζουν τον απαρηγόρητο Μπάμπη τον «εξ Κιλκίς». Μην κλαις, καρντάσι! Κάτι θα βρίσκανε έτσι κι αλλιώς. Το κόλπο ήταν προγραμματισμένο και προσχεδιασμένο…
Κάποτε έφυγαν οι δεκανείς, μαζί κι ο αγαθός γίγαντας, ο Μπάμπης. Μείνανε οι υποψήφιοι λοχίες. Υπήρξε όμως ένα αναπάντεχο πρόβλημα. Απολύθηκε ο μάγειρας και ο βοηθός μαγείρου ζήτησε άδεια για να πάει επειγόντως να αρραβωνιαστεί. Υπήρχε ειδικός λόγος, δε σήκωνε αναβολή. Στην πρωινή αναφορά ο επιλοχίας ρώτησε ποιοι ξέρουν να μαγειρεύουν. Ο ένας είχε φοιτήσει στη σχολή μαγείρων, αλλά δεν είχε μαγειρέψει μέχρι τώρα σε μονάδα. Ο άλλος δεν είχε φοιτήσει σε σχολή παρά μόνο στη Νομική, είχε όμως εργαστεί για μεγάλο διάστημα στο εστιατόριο της αδελφής του, ήξερε να μαγειρεύει πολύ καλά, έτσι είπε. Ήταν ο Λευτέρης της οδού Αλήθειας, έλεγε όμως ψέματα. Τον πίστεψαν.
Έπιασε ο μάγκας τον μάγειρα, πριν φύγει. Πήρε ένα μπλοκάκι κι έγραφε: τόσα φασόλια, τόσο νερό, τόσο αλάτι, τόσα κρεμμύδια, τόσα σέλινα, τόσα καρότα, τόση φωτιά και ούτω καθεξής. Ζήτησε και βοηθό συγκεκριμένο, τον Καβαλιώτη φιλόλογο, που ήταν – όπως τον σύστησε στους ανωτέρους – και ειδικός στα … τσουβάλια! Δυο βδομάδες ο λόχος θα έπρεπε να σιτιστεί από τον ουρανοκατέβατο σεφ Λευτέρη.
Την πρώτη μέρα, Δευτέρα, πρωί, ζήτησαν οχτώ άτομα για τη αγγαρεία. Ήθελαν να «λουφάρουν» τους συναδέλφους τους, ώστε να γλυτώσουν την εκπαίδευση μέσα στο κατακαλόκαιρο. Τέλειωσαν με τις υπόλοιπες δουλειές του μαγειρείου κι έκαναν μουχαμπέτι πίνοντας καφέ. Σε μια στιγμή, καθώς αφέθηκαν, τους ήρθε η μυρωδιά. Κάτι καιγόταν. Κοφτερό το μυαλό του Λευτέρη, λειτούργησε αυτόματα. Έτρεξαν όλοι και άδειασαν τη φασολάδα στο άλλο καζάνι. Την έσωσαν.
Ήταν η μόνη αστοχία των δυο εβδομάδων. Το μεσημέρι κάποιοι τζαναμπέτηδες διαμαρτυρήθηκαν ότι το φαγητό είναι καμένο. Ο ανθυπολοχαγός διέταξε να του βάλουν ένα πιάτο, δοκίμασε και το έφαγε όλο, λέγοντας ότι η φασολάδα ήταν πεντανόστιμη. Όλα τα υπόλοιπα φαγητά της εβδομάδας ήταν πράγματι εξαιρετικά. Με τα πολλά άτομα της αγγαρείας έφτιαχναν φαγητά με πολύ μεράκι. Πατάτες ψιλοκομμένες και τραγανές στο τηγάνι, τόσο που να ζητούν όλοι περίσσευμα. Εκείνα τ’ Αργεντίνικα κατεψυγμένα κρέατα, που δεν τρώγονταν από πολλούς στρατιώτες, βρήκανε στο στρατόπεδο ένα ξεχασμένο μηχανάκι και τα κάνανε κιμά και με τα απαραίτητα μυρωδικά, κύμινο, πάπρικα, σκορδάκι, κρεμμυδάκι, μαϊντανό και λίγο κάρυ, φτιάξανε σουτζουκάκια και μπιφτέκια περιζήτητα. Μαζί με τους υποψήφιους άρχισαν να τρώνε και οι αξιωματικοί.
Μια Κυριακή απόγευμα γύρισε και ο αρραβωνιασμένος και οι εκπαιδευτές λοχίες του πρότειναν να ζητήσει καινούργια άδεια, για να πάει ξανά να αρραβωνιαστεί εκ νέου… Στην πρωινή αναφορά της Δευτέρας ο Λευτέρης πήρε πολλούς επαίνους και συγχαρητήρια, μαζί και μια δεκαπενθήμερη τιμητική, να πάει να ελέγξει από κοντά τα τεκταινόμενα στην οδό Αλήθειας, στην Κυψέλη. Τσίμπησε μια σαραντοχτάωρη κι ο βοηθός του ο Καβαλιώτης, ο ειδικός επί των χαρτόσακων…