Dark Mode Light Mode

Ο Στέφανο και η Ρόζα

27/03/2025

του Sandro Moiso

Πριν ένα χρόνο ο Stefanino ή “Steu” Milanesi εγκατέλειψε αυτόν τον πλανήτη αναζητώντας ένα καλύτερο τόπο στον οποίο να συνεχίσει να ζει, αφήνοντάς μας όλους περισσότερο μόνους.

Συνοδευόμενους, ωστόσο, από την ανάμνηση και το παράδειγμα ενός στρατευμένου θαρραλέου και ακούραστου αγωνιστή, από τις εμπειρίες της δεκαετίας του εβδομήντα έως τα γεγονότα του αγώνα κατά του TAV στη Valsusa.

Chiara Sasso, Στη Ρόζα – In Rosa, πρώτη έκδοση 1986, Eκδ. Tipolito Melli, Susa. δεύτερη έκδοση 2024, σελ. 124, 12 ευρώ

Αλλά όσοι γνώριζαν τον Στέφανο σίγουρα γνώριζαν και τη μητέρα του Ρόζα, ακούραστη όπως ο γιος της να τον στηρίζει ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές του αγώνα και της φυλάκισής του. Μια γυναίκα με χαρακτήρα στον οποίο η μητρική αγάπη δεν αφέθηκε ποτέ να εγκαταλειφθεί σε παθητική και οδυνηρή αποδοχή ή απλή παραίτηση τόσο σε σχέση με όλα όσα επηρέασαν τον Στέφανο μέσω της κρατικής καταστολής, όσο και στην αντιπαράθεση με τις ιδέες και τις επιλογές που είχαν οδηγήσει τον γιο της να περάσει αρκετά χρόνια στη φυλακή και, στη συνέχεια, να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του κυκλώματος των κοινωνικών κέντρων, ειδικότερα του Askatasuna, και στο κίνημα No Tav.

Το βιβλίο της Chiara Sasso, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1986, τότε με έναν στοχαστικό πρόλογο του Giorgio Bocca, που μεταφέρθηκε και σε αυτό που ανατυπώθηκε στη συνέχεια πέρυσι με την ευκαιρία του θανάτου του Στέφανο 1, μας χαρίζει μια εις βάθος ματιά επάνω σε μια σχέση μητέρας-γιου φτιαγμένη όχι μόνο από συναισθήματα και συγκινήσεις, αλλά και αντιπαράθεση, συχνά μέσω επιστολών, ακόμα κι αν η Ρόζα, επί χρόνια, αποδέχτηκε να κάνει μακρινά και άβολα ταξίδια στην Ιταλία για να συναντά τον κρατούμενο γιο της και να τον υποστηρίζει ηθικά.

Μια ιστορία που αφηγήθηκε σε πρώτο πρόσωπο η ίδια η Ρόζα 2 και φιλτράρεται μόνο από τη γραφή της Κιάρα που κατά κάποιο τρόπο καθίσταται αυτή όχι μόνο του Στέφανο και της Ρόζα, αλλά εκείνη μιας ολόκληρης φυλακισμένης γενιάς και των μελών των οικογενειών τους. Σε ένα περιβάλλον στο οποίο, ας μην το ξεχνάμε ποτέ, αυτοί που έχουν φωνή είναι σχεδόν πάντα μόνο εκείνοι των «θυμάτων» της εποχής του ένοπλου αγώνα, από την Pl και τις Br – Πρώτη γραμμή και ερυθρές Ταξιαρχίες.

Στην Εισαγωγή της τρέχουσας έκδοσης, η συγγραφέας μας θυμίζει πως:

Οφείλω την επανέκδοση αυτής της μαρτυρίας, In Rosa, στη Mariagrazia και τον Luigi που έβαλαν στο μυαλό τους να «ψαρέψουν ξανά» το βιβλίο για να θυμηθούμε τον Stefano που μας άφησε το πρωί μιας δευτέρας του μαρτίου. Ήταν πάντα μια δευτέρα πρωί, στο Bussoleno, μέρα αγοράς, όταν το 1977 η γειτόνισσα χτύπησε την πόρτα της Ρόζα για να της ζητήσει να μην βγει έξω εκείνο το πρωινό. Θα είχε κάνει εκείνη τα ψώνια και για τις δύο. Η Ρόζα δεν καταλάβαινε. Ο Στέφανο βρισκόταν στη Νάπολη για διακοπές. Το κουδούνι χτυπά ξανά τη δευτέρα (11 μαρτίου 2024). Για μια από αυτές τις περίεργες περιπτώσεις της ζωής, στην πόρτα υπάρχει ακριβώς μια φίλη που είχε γνωρίσει εκείνες τις περιόδους στη Νάπολη. «Εγώ δεν ήμουν έτοιμη”.
“Άνοιξα την πόρτα, δεν είχα βάλει ούτε τις κάλτσες, δεν καταλάβαινα. Δεν ήμουν έτοιμη. Το είχα ακούσει το προηγούμενο βράδυ, όπως πάντα.» Της έλεγαν ότι ο Στέφανο δεν υπήρχε πια.
[…] Ήταν μάιος (1985) όταν ο Στέφανο άφησε τη φυλακή, δεν κοιμήθηκε για τρεις μέρες. Είχε περάσει σχεδόν οκτώ χρόνια σε μια σκληρή φυλακή, στα σημαντικά χρόνια της νιότης του, αλλά δεν υποκλίθηκε στην ασχήμια, δεν λύγισε, στη βία εκείνης της φυλάκισης. Η Ρόζα είχε κάνει τα πάντα για να τον συνδέει με το έξω, με την ομορφιά. Λουλούδια κολλημένα σε φύλλα χαρτιού, πολύχρωμα ρούχα. «Όταν έρθεις φέρε μου όση περισσότερη λεβάντα μπορείς, δεν θα πρέπει να κάνουν φασαρία, δεν υπάρχει πρόβλημα». (Το άρωμά της με σώζει, έλεγε). Σήμερα, όπως και τότε, κολλημένος στη Μητέρα Γη, στη φύση, σε κάθε φυλλαράκι χόρτου. Στην αναζήτηση δικαιοσύνης. Ήταν φυσιολογικό να αφοσιωθεί σώμα και ψυχή στο κίνημα No Tav. Η αντίσταση ενάντια στην κερδοσκοπία, την καταστροφή της κοιλάδας. Πάντα παρών, χαμογελαστός, διαθέσιμος (Με ένα ξεχωριστό, σχέδιο μέσα του, κρυμμένο από τους περισσότερους) 
3.

Αμέσως μετά ο Gioacchino Criaco μπορεί να προσθέσει:

Επί οκτώ χρόνια η Ρόζα ζούσε μια μέρα το μήνα, νιώθοντας ζωντανή μόνο τη μισή ώρα ή την ώρα που μπορούσε να αγκαλιάσει τον Στέφανο, ο χρόνος που μεσολαβούσε ήταν απλώς ένα μεσοδιάστημα, ένα διάλειμμα μεταξύ μιας αγκαλιάς και της άλλης, συχνά μόνο μεταξύ ενός βλέμματος και του άλλου, διότι η ιταλική φυλακή […] ήταν σκατά, μια δύσοσμη αποθάρρυνση ειδικών κυκλωμάτων φυλακής, τρόμου που πριν γίνει 41 bis ήταν άρθρ. 90. Οι πολιτικοί κρατούμενοι έχουν γευτεί όλο τον σαδισμό του οποίου είναι ικανή η εξουσία.
Η περιοδεία της Ρόζα μέσα στα ιταλικά σωφρονιστικά ιδρύματα, στο νότο, στο κέντρο, στο βορρά, είναι το δραματικό χρονικό ενός κυκλώματος φρίκης του οποίου το πιο όμορφο Σύνταγμα στον κόσμο δεν μύρισε ποτέ το άρωμα, ούτε ένιωσε ποτέ τη δυσωδία του. Και οι πραγματικοί και εικαζόμενοι ένοχοι αντιμετωπίστηκαν ως τέτοιοι, και όσοι δεν τους εγκατέλειψαν από αληθινή αγάπη αντιμετωπίστηκαν ως ένοχοι επίσης, καθιστώντας τους εαυτούς τους τη μόνη αληθινή συνταγματική μεταχείριση. Το να αντιμετωπιστεί κάποιος ως ένοχος δεν σήμαινε [για την εξουσία] πως έπρεπε να υποβληθεί στη θεραπευτική οδό που προέβλεπε ο Νόμος, απλώς αφέθηκε στο έλεος των καταστάσεων εξαίρεσης μιας εξουσίας πεπεισμένης ότι η επιβίωση της περνούσε μέσα από τον αφανισμό 
4.

Αυτή της Rosa είναι μια «φρέσκια» και άμεση αφήγηση στην οποία λειτουργούν σαν αντίστιξη οι επιστολές του Stefano από τη φυλακή και τα αποσπάσματα από τις καταγγελίες για τις κακομεταχειρίσεις, για να το θέσω ήπια, που υφίστανται οι κρατούμενοι. Ένας διάλογος εξ αποστάσεως στον οποίο η μητρική και η θυγατρική αγάπη αναμειγνύονται στις διαφορετικές ερμηνείες για όλα όσα συνέβαιναν, κυρίως στο κύκλωμα των ειδικών φυλακών, και είχαν λάβει χώρα προηγουμένως. Όπου ο αλληλοσεβασμός συνοδεύεται από εκτιμήσεις που είναι συχνά οικογενειακού χαρακτήρα, αλλά ακόμη περισσότερο πολιτικού ή/και ηθικού. Αλλά για να κατανοήσουμε καλύτερα το πολιτικό κλίμα, της φυλακής και το οικογενειακό κλίμα που περιέβαλλε τόσο τον Στέφανο όσο και τη Ρόζα, αξίζει να ξεκινήσουμε με δύο επιστολές από το 1978:

Napoli, 28/2/78
Αγαπημένη μαμά, σου γράφω αυτή την επιστολή εν μέρει για να ολοκληρώσω την απάντηση στο δικό σου, εν μέρει να σου μιλήσω για τα προβλήματά μου. Ίσως έχω ανάγκη να εκτονωθώ, μάλλον, σίγουρα… […] Εγώ δεν θέλω, δεν θέλω, να γνωρίζω μόνο το μίσος, δεν θέλω να καταστώ μια μηχανή, δεν θέλω να καταστραφώ στα πράγματά μου, δεν θέλω να τρελαθώ.
Προσπάθησε να καταλάβεις το νόημα αυτών των λέξεων, είμαι στη φυλακή, μπορώ να ξεφύγω από αυτό, αλλά μπορώ επίσης να περάσω τα καλύτερά μου χρόνια στη φυλακή, οι πιθανότητες είναι ίσες, προς στιγμήν εγώ θέλω να βγω άθικτος από εδώ, είμαι σίγουρος γι’ αυτό. αν θέλεις είναι η αγωνιστική μου δύναμη εδώ μέσα, αυτή του να μην αφήνω τον εαυτό μου να καταστραφεί, αυτή του να βγω απρόσβλητος.
Δεν είναι καθόλου εύκολο, δεν είναι εύκολο να συνηθίζεις κλεισμένος σε ένα δωμάτιο 10 x 4 και να το μοιράζεσαι με οκτώ άτομα, με αυτούς τους καταπιεστικούς τοίχους και τα κάγκελα, και να κοιτάς ψηλά για να δεις ένα κομμάτι ουρανό ή να διαβάζεις την εφημερίδα και να βλέπεις τηλεόραση για να νιώθεις ότι η ζωή «έξω» συνεχίζεται, ότι ακόμη υπάρχει ένας κόσμος. Και αυτό μέρα με τη μέρα, νύχτα με τη νύχτα. Δεν είσαι ένας άνθρωπος, είσαι ένα θηρίο.
Και τότε αποστασιοποιείσαι από αυτή την πραγματικότητα, σκέφτεσαι το έξω, όλα αυτά που άφησες, εκείνο που θα βρεις και ετούτο που θα κάνεις. Είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να σε κάνει να νιώθεις ζωντανός, που σε βοηθάει να αντέχεις τα πάντα, το μόνο πράγμα που παραμένει αδιαπέραστο προς στιγμήν, το να σκέπτομαι όλες τις όμορφες στιγμές που έχω ζήσει

Με το επόμενο, όμως, ξεκινά εκείνος ο διάλογος για τις διαφορετικές οπτικές του κόσμου και τον τρόπο να υπάρχεις και να στέκεσαι στον κόσμο που θα χαρακτηρίσει στη συνέχεια την αντιπαράθεση μητέρας-γιου.

Νάπολη, 14/3/78
Αγαπημένη μαμά, έλαβα το γράμμα σου σε απάντηση στο δικό μου και σε ευχαριστώ που είσαι κοντά μου και προσπαθείς να καταλάβεις τα προβλήματά μου. Το μόνο πράγμα για το οποίο ακόμα δεν θέλεις να πειστείς είναι ότι δεν είμαι πια ένα παιδάκι ή, αν προτιμάς, ένα ανώριμο αγόρι.
Ίσως η απάντηση είναι ότι σου αρέσει ακόμα να με σκέφτεσαι έτσι, απορρίπτοντας με αυτό τον τρόπο εκείνο το κομμάτι μου που δεν μοιράζεσαι, αλλά που είναι το πιο αληθινό. Ωστόσο, δεν θέλω να σε επικρίνω, απλά θέλω να μπορούμε να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα και να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον με τη μέγιστη γαλήνη.
Κατά τη γνώμη μου δεν θέλεις να ενδώσεις στην πραγματικότητα και μη μου λες ότι δεν είναι αλήθεια. Αυτά τα καταλαβαίνω αμέσως, εγώ «πρόδωσα» αυτό που ήθελες να γίνω, σήμερα θα ήθελες να με δεις πτυχιούχο, με μια καλή δουλειά, λίγο σαν την Πάολα αν θέλεις, αλλά αντιθέτως όχι, είμαι στη φυλακή, κατηγορούμαι ως ένας τρομοκράτης, που προφανώς είναι ό,τι χειρότερο στον κόσμο, και με ένα αβέβαιο μέλλον.
Αυτό που πρέπει να αναρωτηθείς, ωστόσο, είναι αν σε εμένα θα άρεσε να κάνω ένα συγκεκριμένο είδος ζωής. Σίγουρα τώρα θα μπορούσα να είμαι λίγο-πολύ τακτοποιημένος, με λίγη τύχη, ίσως λίγο ματσωμένος, έχοντας έτσι μια λεγόμενη ήσυχη ζωή.
Αλλά δεν σκέφτηκες ότι ίσως αυτή θα ήταν η χειρότερη των φυλακών. Το να είμαι σκλάβος της δουλειάς, του αφεντικού, των χρημάτων, της ανησυχίας ότι πρέπει να επιβιώνω… αλλά αυτή δεν ήταν η ζωή μου.

Τότε η Ρόζα αναρωτιέται σχετικά με τις πιθανές οικογενειακές ευθύνες για την επιλογή του Στέφανο, με την οποία, ωστόσο, δεν μπορούσε να συμφωνήσει, ακόμα κι αν τα επακόλουθα γεγονότα της φυλακής, που αποτελούνταν από ξυλοδαρμούς και βασανιστήρια, θα την φέρουν ακόμη πιο κοντά σε αυτόν τον επαναστατημένο, αντάρτη γιο.

Fossombrone, 8/3/80
Αγαπημένοι μου, όπως βλέπετε άλλαξα ξανά διαμονή, το προσκύνημα στις πάτριες φυλακές συνεχίζεται, έστω και στο κύκλωμα των ειδικών.
Αγαπημένη μαμά, αυτά που μου λες και αναφέρομαι στο γράμμα σου, δεν είναι «κηρύγματα» ούτε εγώ τα εκλαμβάνω ως τέτοια, είναι απλώς δύο διαφορετικές αντιλήψεις για τη ζωή, εκ διαμέτρου αντίθετες αν θέλεις, ωστόσο σε διαβεβαιώνω ότι υπάρχει πολύ λίγη ιδεολογία σε αυτό που πιστεύω.
Μου μιλάς για δέντρα, μπουμπούκια, λουλούδια, ζωή, αναρωτιέμαι αν αυτό ισχύει και για το Σεβέζο [1], και όχι για να υπογραμμίσω ορισμένα πρόσφατα γεγονότα, αλλά μόνο για να σε κάνω να καταλάβεις ότι η «ζωή» κινδυνεύει να είναι μια κενή λέξη, μια αφηρημένη έννοια, όταν υπάρχουν εκείνοι που προσπαθούν συνεχώς να την καταστρέψουν επιμένοντας στα πιο ειδεχθή εγκλήματα, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Eγώ δεν λέω ότι αυτό που κάνουμε εμείς είναι όμορφο, είμαι πεπεισμένος ότι υπάρχει κάτι τραγικό και λυπηρό μέσα σε όλο αυτό, απλά λέω ότι είναι σωστό, απαραίτητο, είναι η μόνη διαδρομή – αυτή του πολέμου – που αξίζει να ζήσουμε εκτός κι αν είμαστε συνένοχοι, έστω και ακούσιοι, αυτής της κοινωνίας και των διεστραμμένων μηχανισμών της.
Σίγουρα είναι καλύτερο να είσαι εδώ «σταμπαρισμένος» με όλους τους τίτλους που μας αφιερώνουν καθημερινά η τηλεόραση και οι εφημερίδες, παρά για παράδειγμα, σε ένα από τα πολλά μέρη όπου παράγονται χημικά προϊόντα ή άλλο, όταν οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να νοσήσουν από καρκίνο ή παρόμοιες ασθένειες για να μπορούν να τα βγάζουν πέρα, συνειδητοποιείς ότι αυτή η κοινωνία είναι σάπια.

Μια προσοχή στο περιβάλλον και την καταστροφή του που θα έχει πάντα μαζί του ο Στέφανο, όπως θα καταδείξει αργότερα η στράτευση του στο κίνημα NO Tav. Όμως η «περιήγηση» στις φυλακές που αναφέρει ο Στέφανο θα αποκαλύψει σύντομα το ζοφερό διωκτικό της πρόσωπο το οποίο θα ωθήσει τη Ρόζα να γράψει μια επιστολή στην εφημερίδα «La Stampa».

Αξιότιμε Διευθυντή,
Είμαι μια τόσο απελπισμένη μητέρα, γιατί δεν έχω βρει απάντηση από άλλες πηγές, ελπίζω να τη βρω μέσω της εφημερίδας σας και με την κατανόησή σας, και επειδή αυτό είναι ένα πολύ ακανθώδες πρόβλημα.
Για δύο χρόνια και εννέα μήνες ο γιος μου βρίσκεται στη φυλακή επειδή χαρακτηρίστηκε τρομοκράτης (στρατευμένος στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά, μόλις είχε κλείσει είκοσι χρόνια) με την κατηγορία της ένοπλης συμμορίας και την ποινή πέντε ετών και έξι μηνών, η οποία είναι ακόμη εφέσιμη. Τώρα συμβαίνει αυτό: κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου κράτησης, το αγόρι έχει ήδη περιοδεύσει σε οκτώ φυλακές μεταξύ κανονικών και ειδικών κυρίως, με τελευταία απόβαση στην Pianosa.
Τώρα σας ρωτάω. με ποιο κριτήριο κάνει αυτές τις μετακινήσεις ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεδομένου ότι κανείς δεν μπόρεσε να μου το εξηγήσει και που δεν εξαρτάται από τη φυλακή ή τη συμπεριφορά του αγοριού; Μπορείτε να φανταστείτε τι σημαίνει για εμάς τους γονείς (σίγουρα δεν τους θέλαμε έτσι) που έχουμε ήδη αυτή τη μεγάλη στενοχώρια, όταν γίνονται αυτές οι μετακινήσεις, πρέπει να ξεκινήσουμε την όλη διαδικασία από την αρχή με πάσης φύσεως συνέπειες, τόσο ηθικές όσο και υλικές, με το δίλημμα: να τους εγκαταλείψουμε ή να τους βοηθήσουμε; Τότε κυριαρχεί πάντα η καρδιά του γονιού και πιστεύουμε ότι θα αλλάξουν, αλλά λοιπόν ποια ανάκαμψη μπορεί να έχουν όταν κάνουν αυτό το σχολείο;
Γι’ αυτό απευθύνθηκα σε εσάς για βοήθεια και για μια πρόσκληση σε όλους τους γονείς που βρίσκονται στις ίδιες συνθήκες με εμένα να ενωθούν ώστε να σταματήσουν να συμβαίνουν αυτά.
Με την ελπίδα να βρω έναν μικρό χώρο στην εφημερίδα σας και για να μην καταπατούνται τα ανθρώπινα δικαιώματα, σας χαιρετώ θερμά.
Rosa Milanesi και οι άλλες μητέρες κρατουμένων στην κοιλάδα της Susa

Οι συνεχείς μεταγωγές σύντομα θα αποδεικνύονταν μόνο το ορεκτικό της αυθεντικής κόλασης που θα έπληττε τους πολιτικούς κρατούμενους. Όπως αποκαλύπτουν ορισμένα αποσπάσματα από τις καταγγελίες που παρουσιάστηκαν εκείνες τις ημέρες στο υπουργείο «Χάριτος και Δικαιοσύνης». Ειδικά μετά την αυθεντική σφαγή που έγινε μέσα στις φυλακές Pianosa την άνοιξη του 1981.

Από την καταγγελία στο Υπουργείο Δικαιοσύνης -Grazia e Giustizia της 22/04/ 81:
“…
Η επιχείρηση που περιγράφηκε εμφανίστηκε προκαθορισμένη. κατά τον ξυλοδαρμό κάποιοι φύλακες επαναλάμβαναν τις εξής φράσεις: εσείς κλείσατε την Ασινάρα, την Πιάνοσα θα την κλείσουμε εμείς. Κάποιοι φρουροί, υπό τους ήχους των ξυλοδαρμών, απαιτούσαν από τους κρατούμενους να φωνάζουν: Ζήτω το σώμα των δεσμοφυλάκων! Άλλοι φαινόταν ότι είχαν στην κατοχή τους πληροφορίες σχετικά με κρατούμενους που υποδεικνύονταν ονομαστικά, ώστε να ξυλοκοπηθούν με ιδιαίτερη ένταση. Αυτό είναι τόσο αλήθεια που κάποιοι κρατούμενοι (δύο ή τρεις) που βρίσκονταν σε επισφαλείς συνθήκες υγείας, γλίτωσαν. Παρόντες ήταν και καραμπινιέροι και αστυνομικοί, οι οποίοι παρακολουθούσαν τον ξυλοδαρμό και επενέβησαν όταν κατά τη γνώμη τους θα μπορούσε να είναι θανατηφόρος…”
“…
Μετά από μια λεγόμενη έρευνα, τα προσωπικά αντικείμενα των κρατουμένων (ραδιόφωνα, γυαλιά, βιβλία, ρούχα, φωτογραφίες κ.λπ.) έγιναν κομμάτια, σκίστηκαν, καταστράφηκαν ή υπέστησαν ζημιές.
Τις επόμενες δεκατρείς ή δεκατέσσερις ημέρες, οι κρατούμενοι κλεισμένοι στα κελιά της απομόνωσης, καθένα από τα οποία μπορούσε να φιλοξενήσει μόνο ένα άτομο, αρχικά επτά σε ένα κελί, μετά τρεις σε ένα κελί, αναγκάστηκαν να κοιμηθούν στο πάτωμα, χωρίς καν στρώμα και τους παρείχαν μόνο μια κουβέρτα ανά άτομο…”.
“…
στις 10/04/81 στις 12 η ώρα περίπου λαμβάνει χώρα ο δεύτερος ξυλοδαρμός, δεν είναι ξεκάθαρο εξ αιτίας ποιας αφορμής. και σε αυτή την περίπτωση η συνήθης διμοιρία κουκουλοφόρων φρουρών έβγαλε έναν ορισμένο αριθμό κρατουμένων από τα κελιά τους και τους έσυρε στην αυλή χτυπώντας τους με τον τρόπο που ειπώθηκε.
Μετά από μια σειρά μέτρων, δεν είναι ξεκάθαρο ποιος τα διέταξε και τα οποία ξεπερνούν κάθε λογική, ακόμη και πρωτόγονη, σήμερα, οι τρόφιμοι του ειδικού τμήματος Agrippa βρίσκονται σε υπάνθρωπες συνθήκες. υπόκεινται σε ταπεινωτική, αλαζονική και αυθαίρετη μεταχείριση, προφανώς με τις απαραίτητες διαφοροποιήσεις, και οι συγγενείς, οι οποίοι έλαβαν τη συγκατάθεση, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, να επισκεφτούν τα αγαπημένα τους πρόσωπα…’’

Γεγονότα που, μετά από μια συνομιλία με τον Στέφανο, ωθούν τη Ρόζα να θυμηθεί: «Ο Στέφανο είχε καταφέρει να με κάνει να καταλάβω με πολύ λίγα λόγια όλα όσα είχαν συμβεί και, εξάλλου, μου αρκούσε να τον κοιτάξω για να το αντιληφθώ. συνέχιζε να μου επαναλαμβάνει, όπως και οι άλλοι σύντροφοι και οι άλλοι συγγενείς, να ενημερώσω τους ανθρώπους έξω για το τι είχε συμβεί. ήταν τρομερά ανήσυχοι μήπως τους πετάξουν ξανά σε εκείνον τον τάφο και θα τους κάλυπταν με τη σιωπή για εβδομάδες, ό,τι κι αν συνέβαινε. Από αυτά τα λίγα προσωπικά αντικείμενα που κατείχε δεν του είχε απομείνει τίποτα,»

Αν και λίγους μήνες αργότερα ο Στέφανο θα έγραφε:

Pianosa 14/6/81
…διάβασα τη συνέντευξή σου με τη Luna Nuova και δεν μου άρεσε πολύ, κυρίως τα συμπεράσματα που βγάζουν. Είναι ήδη ένας αγώνας να κρατά κάποιος σταθερή την ταυτότητά του και δεν είναι σωστό η αμφισβήτησή του να προέρχεται και από ανθρώπους που λένε ότι είναι κοντά μας. Οι ‘σκληροί’, ήρθε ακριβώς η ώρα να βάλουμε ένα τέλος σε αυτή τη μαλακία, με αυτές τις απλοποιήσεις των ζωών και των ιστοριών μας, είναι ήδη το Κράτος που το κάνει, όπως ξέρεις κι εσύ πολύ καλά.

Όμως, μετά από μερικά χρόνια, θα φτάσει στα ακόλουθα συμπεράσματα:

Rebibbia 10/4/84
κοίτα έχει καιρό πλέον που σταμάτησα να κοιτάζω τη μητέρα μου σαν ‘γλάστρα’, με λίγα λόγια, η σχέση μας, μητέρα-γιος, είναι αυτό που πάντα έθετα υπό συζήτηση.
Αγαπώ πολύ τη Ρόζα, για μένα είναι η καλύτερή μου φίλη.
Μη νομίζεις ότι διεκδικεί κάτι για αυτή της την ανάπτυξη, άλλωστε τα έκανε όλα μόνη της, κατά βάθος.
Θα σου πω περισσότερα, μόλις φύγω από εδώ, είναι από τους ανθρώπους με τους οποίους θέλω να πιο πολύ να κάνω παρέα και σίγουρα όχι επειδή της το χρωστάω, αλλά ακριβώς επειδή η παρέα της με τονώνει πολύ.
Με λίγα λόγια, τα πάω καλά μαζί της, αισθάνομαι ωραία… Stefano

Διαλεκτική κατάληξη μιας σχέσης που είχε μεγαλώσει και δυναμώσει με τα χρόνια και της οποίας ο Στέφανο θα διατηρήσει τη μνήμη και τη δέσμευση. Αξίζει όμως να ολοκληρώσουμε αυτόν τον στοχασμό με τα λόγια της ίδιας της Ρόζα, που υπαγορεύτηκαν όταν πρωτοκυκλοφόρησε το βιβλίο, αλλά σίγουρα εξακολουθούν να έχουν αξία σήμερα, μετά το θάνατο του Steu.

Σχεδόν οκτώ χρόνια στις υπερφυλακές είναι ένας χρόνος ατελείωτος, μια θηριώδης εμπειρία, ακόμη περισσότερο στην ηλικία των είκοσι ετών. Αν υπήρξαν ανοίγματα, ωστόσο, τα μεγάλα προβλήματα παραμένουν. Ποτέ δεν κρύφτηκα πίσω από τις επιλογές τους, τις ευθύνες τους, αλλά επίσης δεν μπορώ να αποφύγω να σκέπτομαι ότι επρόκειτο για μια διαδρομή που κατέκλυσε μια ολόκληρη γενιά. Ξυπνάω το βράδυ και σηκώνομαι για να σκεφτώ όλα αυτά τα πράγματα. […] Σηκώνομαι και δεν καταφέρνω πια να κοιμηθώ. Ανάβω τη σόμπα αυτές τις μέρες βρέχει νιώθω το κρύο. Μα ξέρεις πόσες φορές σκέφτομαι αυτά τα πράγματα;

[1]. στο Seveso του Μιλάνου συντελείται τεράστια περιβαλλοντική καταστροφή

10 Ιουλίου 1976, η καταστροφή του Seveso ήταν ένα βιομηχανικό ατύχημα που συνέβη σε ένα μικρό εργοστάσιο χημικής παραγωγής περίπου 20 χιλιόμετρα βόρεια του Μιλάνου.

  1. ο Stefano Milanesi κάτοικος Bussoleno, όπου πέθανε στις 11 μαρτίου 2024. Συνελήφθη στη Νάπολη στις 16 δεκεμβρίου 1977, καταδικάστηκε για συμμετοχή στην Prima Linea και
  2. απελευθερώθηκε από τη φυλακή στις 2 μαΐου 1985. Στη συνέχεια, εξακολούθησε να καταδιώκεται από καταγγελίες και ποινές σε κατ’ οίκον περιορισμό για τη συμμετοχή του στο κίνημα No Tav.
  3. Rosa Peruch Milanesi ζει και κατοικεί στο Bussoleno από το 1958. Γεννήθηκε στο Friuli στις 5 μαΐου 1932. Ήταν πρόεδρος της ένωσης συγγενών κρατουμένων το 1980 στο Τορίνο.
  4. Sasso, In Rosa, p. 3.
  5. Criaco, Una donna a motorein C. Sasso, op. cit., pp. 5-6.

Μιχάλης ‘Μίκε’ Μαυρόπουλος    Carmilla on line

 

Προηγούμενο άρθρο

Ευχαριστήριο προς τη Χειρουργική Κλινική του Νοσοκομείου Καβάλας

Επόμενο άρθρο

ΑΟΚ: «Πάνοπλος» ενόψει Νίκης Βόλου