Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής
Ρώτησαν κάποτε τον Κώστα Χατζή στα τέλη της δεκαετίας του Εξήντα, ποιον θεωρεί τον πιο σπουδαίο Έλληνα τραγουδιστή, ποιον τελοσπάντων ο ίδιος θαυμάζει. «Δυο», απάντησε εκείνος. «Τον Μπιθικώτση για την τεχνική του και τη μεγάλη του κλίμακα. Και τον Καζαντζίδη, γιατί είναι όλος μία φωνή!».
Πέρασαν 45 χρόνια από εκείνην τη συνέντευξη, τα ινδάλματα του συμπαθούς τσιγγάνου έχουν αποχωρήσει απ΄ τη ζωή, αλλά θαρρώ πως η γνώμη του Κώστας Χατζή δεν έχει αλλάξει, παρά το ότι από τότε έχουν λάμψει πολλά νέα αστέρια στο ελληνικό τραγούδι.
Το άστρο του Στέλιου Καζαντζίδη δεν το είδαν με την πρώτη οι αρμόδιοι, αυτό όμως έφεγγε ολοένα και περισσότερο και περιβαλλόταν από την αγάπη του ελληνικού λαού, που εκείνα τα χρόνια πάσχιζε να γιατρέψει και να ξεχάσει τις πληγές της Κατοχής και του Εμφύλιου, πληγές που ωστόσο δεν επουλώνονταν εύκολα. Χώρια που η μετανάστευση των Ελλήνων προς τη Γερμανία και το Βέλγιο ξάνοιγε από την μια κάποιες ελπίδες των μεταναστών να ξεφύγουν από τη φτώχεια και την ανέχεια, από την άλλη ωστόσο προξενούσε πολλά προβλήματα στις οικογένειες των μεταναστών, ιδιαίτερα στη δεκαετία του Πενήντα.
Η γλυκιά φωνή του Στέλιου λειτουργούσε παρηγορητικά και στους μετανάστες και στους οικείους τους στην πατρίδα.
(…)Κλέφτρα ξενιτιά,
τα παλικάρια κλέβεις,
μάγισσα κακιά,
με τα λεφτά μαγεύεις,
πάντα μ΄ απονιά
χωρίζεις μάνες και παιδιά.
Κάνε, Παναγιά,
η ξενιτιά να πάψει
κι άλλη μάνα πια
για χωρισμό μη κλάψει
κι όλα τα παιδιά
στα σπίτια τους να ρθουν ξανά.
Έτσι ο άσημος τραγουδιστής, που πρωτοεμφανίστηκε στη δισκογραφία το 1952 με το τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα «Για μπάνιο πάω», δεν άργησε να γίνει διάσημος τραγουδώντας τους καημούς του λαού. Η παραπάνω επωδός είναι από το «Ψωμί της ξενιτιάς» του 1969, αποτέλεσμα της σύμπραξης του Νάκη Πετρίδη, του Γιάννη Βασιλόπουλου και του Βαγγέλη Ατραΐδη. Ένα χρόνο πριν, το «68, είχε κυκλοφορήσει ένα ακόμη τραγούδι του Νάκη Πετρίδη σε στίχους του Πυθαγόρα:
Στα βράχια της Πειραϊκής
κοιμάται ο Στέλιος ο μπεκρής,
κοιμάται κι ονειρεύεται
πως την αυγή παντρεύεται.
Παντρεύεται με τη μικρή,
που τον κατάντησε μπεκρή.
Στα βράχια της Πειραϊκής
ξυπνάει ο Στέλιος ο μπεκρής,
ξυπνάει κι είναι μόνος του
κι είναι βαρύς ο πόνος του.
Κι όπως θυμάται τη μικρή,
η μοναξιά του είναι πικρή.
Στα βράχια της Πειραϊκής
κλαίει ο Στέλιος ο μπεκρής,
πονάει για τη μοίρα του
και για το χαρακτήρα του.
Και για την άπιστη μικρή
που τον κατάντησε μπεκρή…
Ένα άλλο τραγούδι, που γράφτηκε για τον Στέλιο από τον Λευτέρη Παπαδόπουλο και μελοποιήθηκε από τον Θανάση Πολυκανδριώτη, περιγράφει καίρια την πορεία του Καζαντζίδη στο ελληνικό τραγούδι.
ΝΑ ΜΗ ΜΕ ΛΕΝΕ ΣΤΕΛΙΟ (1994)
Τέτοιαν ώρα βγαίνει ο λόγος μου σεργιάνι
κι ανταμώνει με τα έρημα πουλιά.
Τους εργάτες που δουλεύουν στο λιμάνι,
τα κορίτσια που σχολάνε απ΄ τη δουλειά.
R
Κι όταν περνά απ΄ τις γειτονιές
κι ανθίζει κάποιο γέλιο, βουρκώνουνε τα μάτια: να μη με λένε Στέλιο!
Τα τραγούδια μου δεν είναι για σαλόνια.
Σκαρφαλώνουν στην παλιά τη σκαλωσιά,
κυνηγιούνται με τα στάχυα μες στ΄ αλώνια
και της φάμπρικας βαράνε τα σφυριά.
Τον επόμενο χρόνο, το 1995, κυκλοφόρησε ακόμη ένα τραγούδι συνθεμένο ειδικά για τον Καζαντζίδη από τον Αντώνη Βαρδή σε στίχους του Σαράντα Αλιβιζάτου. Ερμηνεύουν μαζί με το Στέλιο ο ίδιος ο συνθέτης μαζί με τον Χάρη και τον Πάνο Κατσιμίχα. Η εναλλαγή των ερμηνευτών προσδίδει στο τραγούδι μια διαλογική μορφή, που αναδεικνύει φυσικά την ώριμη, γλυκιά και δυνατή φωνή του Στέλιου.
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΣ ΤΟΥ 2000
-Νεοέλληνες, με γεια σας,
τα καινούρια σας τα στέκια χάρισμά σας.
Δε μου κάνει αυτή η νύχτα,
στήνω γλέντι σ΄ άλλη πίστα.
Μαζί μας, Στέλιο, ρίχτα!
-Για τους φίλους π΄ αγαπάω
δυο χαμόγελα χρωστάω
κι απόψε τραγουδάω.
Το άδικο που έχω ζήσει
η αγάπη το ΄ χει σβήσει,
τραγούδι έχει γεννήσει.
-Γλυκό νερό στην κόλαση
θα πιούμε εδώ μαζί σου
εμείς που μεγαλώσαμε
με την αναπνοή σου.
-Γλυκό νερό στην κόλαση,
κοντά σας παίρνω θέση.
Καρδιά μου, μη γυρνάς
εκεί που είχε πονέσει.
-Στην Ελλάς του 2000
γίναν όλοι βασιλιάδες
λαϊκοί τραγουδιστάδες.
Στην δικιά μας κοινωνία
ζούσαν μ΄ άλλη αγωνία:
μην πας στη Γερμανία.
-Πες μου τι θα κάνει τώρα
έτσι που σε καταντήσαν,
πατρίδα σερβιτόρα.
Στα σκυλάδικα χορεύεις,
μες στη νύχτα ταξιδεύεις,
ταυτότητα γυρεύεις…