Dark Mode Light Mode

Ο συγγραφέας Αχιλλέας ΙΙΙ στο «Βήμα της Κυριακής»

Ο συγγραφέας Αχιλλέας ΙΙΙ γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καβάλα, έφυγε από την πόλη μετά το λύκειο για σπουδές και μετά από αυτές εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ένας ακόμη από τους πολλούς νέους ανθρώπους που φεύγουν από την πόλη και μένουν για πάντα μακριά της.

Το 2020 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο  Διηγήματος Νουβέλας για το έργο του «Παραχαρακτης», πετυχαίνοντας την αναγνώριση και κερδίζοντας πολλές θετικές κριτικές για τον τρόπο του να μετασχηματίζει την πραγματικότητα σε κάτι εντελώς διαφορετικό και καινούργιο.

Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου, που έχει ως θέμα το τέλος του κόσμου, απασχολεί και τα κεντρικά μέσα ενημέρωσης και παραχωρεί συνεντεύξεις, όπως αυτή που δημοσιεύτηκε προ λίγων ημερών στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ». Η Πρωινή την αναδημοσιεύει.

Η συνέντευξη

-Aπό πού πηγάζει η ανάγκη σου να εντρυφήσεις δημιουργικά στην καταστροφολογία, το τέλος του κόσμου όπως τον ξέρουμε;

-Από το γεγονός ότι είναι απολαυστικό να ξεκινάς την ημέρα σου διαλέγοντας με ποιον τρόπο θα διαλύσεις τον κόσμο, και από τότε που ανακάλυψα αυτό το παιχνίδι ήταν δύσκολο να αντισταθώ στον πειρασμό να το συνεχίσω! Μπορώ να πω ότι η καταστροφή των πάντων μου προσέφερε ικανοποίηση παρόμοια με αυτή που αισθάνεται ένα παιδί το οποίο, αφού αφιερώσει χρόνο για να φτιάξει έναν ψηλό πύργο με όσα τουβλάκια ή άλλα αντικείμενα έχει στη διάθεσή του, ξαφνικά του δίνει μια γελώντας και το βλέπει να σκορπίζει στις τέσσερις γωνίες του δωματίου. Επιπλέον, φυσικά, η δημιουργία σεναρίων καταστροφής των πάντων αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να αντιμετωπίσεις αυτά που φοβάσαι, συμπεριλαμβανομένου και του δικού σου τέλους, να κοιτάξεις με διαφορετικό μάτι όσα αγαπάς και όσα απεχθάνεσαι, και να επαναπροσδιορίσεις τη σχέση σου με ό,τι σε περιβάλλει. Είναι σαν να χαρίζεις στον εαυτό σου μια ατομικής χρήσεως Ημέρα της Κρίσεως.

-Στο βιβλίο το τέλος τους δεν είναι απαραίτητα απειλητικό αλλά μια ευκαιρία για αναχώρηση προς κάτι καινούργιο, γιατί όχι και καλύτερο. Αυτή η αντιμετώπιση είναι μια διάθεση αμυντικής αισιοδοξίας απέναντι σε όσα ζούμε;

-Νομίζω ότι η συντέλεια ως υπέρτατη απειλή έχει ήδη παρουσιαστεί σε βάθος από ιδρυτές διαφόρων θρησκειών και από αρκετούς άλλους παρανοϊκούς συνανθρώπους μας, τους οποίους δεν θα ήθελα να ανταγωνιστώ, παρότι ο κόσμος στον οποίο ζούμε εμφανίζει τόσα προβλήματα και τέτοιες στρεβλώσεις που η επιδιόρθωσή του φαντάζει μάλλον δύσκολη. Δεν είμαι σίγουρος αν η σημερινή κατάσταση εμφανίζει ανησυχητικά πολλές ομοιότητες με την τελευταία περίοδο της εποχής κυριαρχίας των δεινοσαύρων ή αν υπήρχαν τότε κάποια μικρά θηλαστικά που προσεύχονταν στους ουρανούς για το τέλος εκείνου του κόσμου, ωστόσο η ανθρώπινη απληστία έχει κάνει τον κόσμο ανυπόφορο. Αν και το να δηλώνει κανείς αισιόδοξος στην εποχή μας μοιάζει με αστείο, πιστεύω ότι οφείλουμε να προσπαθήσουμε. Για αυτό, ακόμη κι αν δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου τη ρήση του Νίτσε που επέμενε ότι η ελπίδα αποτελεί το χειρότερο κακό, διότι παρατείνει τα βάσανα των ανθρώπων, φρόντισα να αφήσω μια λεπτή χαραμάδα στις περισσότερες από τις ιστορίες του βιβλίου, ώστε να χωράει να τρυπώσει λίγο φως, μένοντας πιστός στην ιδέα ότι κάθε «τέλος» που πλησιάζει μπορεί υπό συνθήκες να οδηγεί σε μια νέα αρχή.

-Στο λογοτεχνικό σας σύμπαν «δεν ισχύει κανένας κανόνας». Είναι μια αντίσταση ένταξης σε συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος, ή μήπως μια απόπειρα προσδιορισμού και επεξήγησης του συγγραφικού σας drive;

-Παραδέχομαι ότι ως δήλωση ακούγεται λίγο πομπώδης, αλλά υποδηλώνει την αγάπη μου για την ανατροπή του συνηθισμένου και την ανάγκη αιφνιδιασμού ακόμη και του ίδιου μου του εαυτού. Η τάση αυτή, εκτός από την έμφυτη, φοβάμαι, αντιδραστικότητα μου, πηγάζει από μια έντονη επιθυμία αμφισβήτησης του προφανούς, εκείνου που έχει για πάντα πάψει να εκπλήσσει, όπως πρότεινε και ο αγαπημένος Georges Perec, το βιβλίο του οποίου «Ζωή, οδηγίες χρήσης» μνημονεύεται σε μια από τις ιστορίες του «Τέλος Πάντων». Φυσικά, κάπως έτσι αποφεύγει κανείς και την ένταξη σε συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος ή καταλήγει να κατασκευάσει δικές του ετικέτες. Στο νέο μου βιβλίο, ας πούμε, ασχολούμαι με την καταστροφολογοτεχνία.

-Πώς βλέπεις να αντανακλάται στις ιστορίες αυτή η απουσία κανόνων;

-Νομίζω ότι η απουσία κανόνων και οι βρικόλακες δεν έχουν αντανάκλαση. Παρ’ όλα αυτά, ελπίζω κάθε φορά να πετυχαίνω να φτιάχνω κάτι που δεν είναι προβλέψιμο ή πληκτικό. Κάτι το οποίο απαιτεί από τον αναγνώστη να παραμένει σε εγρήγορση, καθώς τα πάντα μπορούν να συμβούν.

-Ποιες ήταν οι προκλήσεις της συγγραφής ενός βιβλίου που πλέον δεν έχει ως «άγκυρα» ορισμένες παλιές φωτογραφίες, όπως συνέβη σε δυο προηγούμενα βιβλία σας, τον «Παραχαράκτη» και τον «Δεσμοφύλακα»;

-Το δημιουργικό παιχνίδι με τα φωτογραφηγήματα (τις ιστορίες δηλαδή που πλέκονται γύρω από μια φωτογραφία), υπήρξε πηγή μεγάλης ευχαρίστησης για εμένα, ωστόσο δεν ήθελα να καταλήξει μόνιμη συνήθεια. Η χρήση μιας φωτογραφίας σε απαλλάσσει, σε μεγάλο βαθμό, από την «υποχρέωση» να περιγράψεις μια συνθήκη ή τα εξωτερικά χαρακτηριστικά των ηρώων σου. Σε αυτή την περίπτωση ο αναγνώστης βρίσκεται μπροστά σε κάτι που είναι ήδη σχηματισμένο, ακόμη και αν τα φαινόμενα, απατούν. Από αυτή την άποψη, η κύρια πρόκληση στο «Τέλος Πάντων» ήταν η δημιουργία του σκηνικού και η περιγραφή αποκλειστικά με λέξεις όσων διαδραματίζονται στις διάφορες ιστορίες, χωρίς την επιβολή συγκεκριμένης εικόνας μέσω κάποιας φωτογραφίας. Πέρα από αυτό, προσπάθησα να έχει η κάθε ιστορία ενδιαφέρον για τους δικούς της λόγους και αυτοί να καταφέρνουν να επισκιάζουν το τέλος του κόσμου, το οποίο, έτσι κι αλλιώς, είναι εξ αρχής γνωστό και, τελικά, ως γεγονός καταλήγει να μοιάζει ασήμαντο.Η δομή της απόλυτης ελευθερίας στα γραπτά μου (φράση γεμάτη αντιφάσεις) εμφανίζει πολλά κοινά με την απόλυτη ελευθερία που βιώνεται κατά τον σχηματισμό των ονείρων. Άλλωστε, το γράψιμο δεν είναι τίποτε άλλο από ένα κατευθυνόμενο όνειρο, σύμφωνα και με τον Jorge Luis Borges.

-Με ποιους αθέατους τρόπους διασταυρώνεται η μουσική σας παιδεία και πρακτική με τη συγγραφή του βιβλίου σας;

-Η μουσική είναι έντονα παρούσα στη ζωή μου πολλά χρόνια τώρα και με διάφορους τρόπους. Όπως και η λογοτεχνία, έχει υπάρξει καταφύγιο, σανίδα σωτηρίας, θεραπεία, καθρέφτης και πολλά άλλα, σε βαθμό που δεν μπορώ να διανοηθώ τη ζωή μου χωρίς αυτή. Ως συγγραφέας που ασχολείται και με τη μουσική, προσπαθώ να αφηγούμαι ιστορίες χωρίς να πλατειάζω, διατηρώντας καλό ρυθμό και ενσωματώνοντας σε αυτές διαφορετικά στοιχεία και επιρροές, με τρόπους που θα αποδώσουν ένα κομμάτι ή ένα κείμενο το οποίο θα αισθάνομαι ότι έχει λόγο ύπαρξης.

-Ποιο θα ήταν τελικά για σένα το ιδανικό τέλος του κόσμου;

-Εκείνο που θα εξασφάλιζε την ιδανική νέα αρχή.

[Συνέντευξη στη Μαριλένα Αστραπέλλου και στο ΒΗΜΑgazino ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ]

Προηγούμενο άρθρο

«Οφείλουμε να διασφαλίσουμε ένα περιβάλλον προσβάσιμο για όλους»

Επόμενο άρθρο

Ευχαριστήριο για τη Νευροχειρουργική κλινική