«Δημήτρης Ρουμελιώτης» (Μπαλιάς)
«Ο παίχτης είναι ο θεός, εμείς μονάχα πιόνια
Δεν είναι σχήμα λόγου αυτό, πάρεξ αλήθεια αιώνια.
Στου κόσμου τη σκακιέρα Αυτός μας γυροφέρνει
Και μας γκρεμίζει ξαφνικά σε βάθη καταχθόνια»
(Ομάρ Καγιάμ, Πέρσης σοφός)
Άπληστος ο Άδης. Ακόμη προχθές κατάπιε αμάσητα 57 νέα παιδιά στα Τέμπη. Είχε δίκιο ο Ινδός σοφός που είπε: «Μήτε ο Άδης κορέννυται νεκρών μήτε το Πυρ του δάσους μήτε και ο Ωκεανός ποταμών».
Κι ο Θεός είχε φαίνεται μεγάλη έλλειψη από αγγέλους και μας πήρε έναν άγγελο, το Δημήτρη Ρουμελιώτη στα 49 του χρόνια, απάνου στο μεσουράνημα της ζωής του. Αχλύ ντύθηκε η Άνοιξη. Η μέρα χάθηκε.
Κερνούσαν πόνο οι κακόβουλες οι Μοίρες κι ο Χάρος έτριβε τα χέρια του, καθώς το ψυχομέτρι μας όλο και λιγοστεύει. Κι έπεσε στο χωριό, τη Νέα Πέραμο Καβάλας, μια ομίχλη σαν χτυπούσε τις πόρτες μας το ανερμήνευτο μαντάτο.
Η νύχτα γίνηκε μάζα από μοιρολόγια. Γίνηκε ξάφνου η ζωή μια σκοτοδίνη. «Τα καράβια εφράξανε τη θάλασσα», όπως λέει ο ποιητής. Ασήκωτο το βάρος των παθών. Η μάνα, ίδια η πενθηφόρα Παναγιά της Σταύρωσης, οι θρήνοι της να ραγίζουν και τις πέτρες και να συνταράζουν τους θνητούς.
Έγειραν οι ώμοι του πατέρα απ’ του πόνου το βάρος, σβήστηκε η θωριά του, στα μάτια του βούλιαξε η γης ολάκερη. Τι να πεις, όταν τυλίγουν οι Ερινύες με σίδερα πυρακτωμένα έναν γονιό; Στ’ αντίκρυσμά του εσείστηκε η πλάση. Η αδελφή να έχει κουβαριαστεί απ’ τον πόνο, ζώσα τραγωδία. Η Σερραία σύζυγος αμίλητη, με βουβό κλάμα περιβλήθηκε τα βαριά δεσμά της χηρείας.
Και ο ουρανός έβρεχε δάκρυα για το Δημήτρη και για τα χαρίσματά του, που θα γίνουν δίδαγμα σ’ όσους τον γνώριζαν. Ο Δημήτρης ήταν ευγενικός, ίδιος ευπατρίδης. Δεν ήξερε να μιλά με θράσος, ο καλός ο τρόπος πήγαζε από τα εσώψυχά του, ποτάμι η αρχοντιά της έκφρασης κι ο ενάρετος λόγος του. Καλόγνωμος, ατόφιος Νέστορας.
Φιλειρηνικός, έσταζε ειρήνη το χαμόγελό του, αιφνιδίαζε ο ώριμος λόγος του. Γεφυροποιός στις ρήξεις των άλλων. Των φίλων του λατρεμένος. Καμάρι περήφανο των γονιών, συνετός γνώριμος των συνανθρώπων. Ήταν έξυπνος, σπαθί κοφτερό ο νους του.
Η γνώση βαριά στην πραμάτεια του.Ήταν δουλευτάρης, του μόχθου συνώνυμος. Η γη και ο φυσικός της πλούτος τον έθελγαν σαν γύρη που τραβά τις μέλισσες.Όσα βρήκε τα αυγάτισε. Τα λίγα τα μετάπλασε σε πολλά, τα πολλά σε περισσότερα.
Ακούραστος ακόμη και με τον καρκίνο. Κάθιδρος φόρτωνε και ξεφόρτωνε τόνους τελάρα, άλλοτε με προϊόντα του οπωροπωλείου κι άλλοτε με σταφύλια. Κρατούσε τα ρέτενα της αγροτοεπιχείρησής του με επιτυχία. Φιλάνθρωπος.
Οι επαίτες και οι ζητιάνοι δεν έφευγαν από το σπίτι του με άδεια χέρια. «Θείο θα δώσομε αίμα για σένα». Και μου έστειλε δύο φιάλες μέσω του πεθερού του από τον Πανσερραϊκό, όταν κι εγώ ήμουν χτυπημένος από καρκίνο.
Όλοι καυχιώνταν πως τον είχαν φίλο. Όλοι τον ονομάτιζαν με παινέματα. Ήταν τρέντος. Είχε ανδρισμό μέσα του. Ο Ανδρισμός αγαπητοί μου είναι ιδεολογία, δεν είναι μυϊκή δύναμη να δέρνεις τη γυναίκα σου. Είναι να τη σέβεσαι όπως και τα παιδιά σου.
Όπως το λέει η θρησκεία μας «Ψυχών αρμονία και πίστις αιωνία». Θεόμορφος. Τώρα κοιμάται στον κήπο της Γεσθημανής. Ταξιδεύει στους αιθέρες της αιωνιότητας. Κι ο κάμπος κλαίει με φωνή τον προσκαλεσμένο της ατσαλόψυχης της Γαίας. Βιάζονται οι Ώρες οι τρισκατάρατες να μας τον κλέψουν.
Η μάνα πάντα θα τον καρτερεί στο παραθύρι, ο πατέρας του θα τον αναζητά στα χωράφια και στην πλατεία. Η γυναίκα θα τον καρτερεί στο σπιτικό τους. Ο γιος θα αναρωτιέται τι απέγινε. Και πως να εξηγήσεις τα ανεξήγητα σ’ ένα ανυποψίαστο αγνό παιδί. Δημήτρη μας, βράδιασε. Κι εμείς θα σου ανάβομε πάντα το καντήλι, για να φωτίζεις τον κόσμο με τις πανανθρώπινες πράξεις σου.
Στα δώματα του άλλου κόσμου θα συναντήσεις τον παππού σου Δημητρό, την αγαπητή γιαγιά σου Άννα και την παντζανάκισσά μου, την αγνή θεία σου Ανθούλα. Να τους πεις πως η μνήμη τους είναι άσβηστη και πως φύτεψες και εσύ ένα δέντρο, για να μη σβήσει το γενεαλογικό σας δέντρο.
Θα σε αποχαιρετήσω με τον Πέρση σοφό Ομάρ Καιάμ «Θεέ μου, εσύ ξέρεις ότι προσπάθησα να σε καταλάβω, όσο μου ήταν δυνατό. Συγχώρεσέ με αν η γνώση μου για Σένα ήταν ο μόνος δρόμος μου προς εσένα». Καλό κατευόδιο αγόρι μας λατρευτό.
Γιάννης Αλεξ. Ρωμανίδης