Κάποιος διανοούμενος της εποχής μας, ο Σαββόπουλος θαρρώ, αποκάλεσε “παππού” τον Αριστοφάνη. Από τότε σχεδόν όλοι χρησιμοποιούν τον ίδιο χαρακτηρισμό. Τον φαντάζομαι σε προχωρημένη ηλικία να τα τσούζει σ’ ένα καπηλειό, πίνοντας ρετσίνα και τρώγοντας γαρδούμπες, να πετάει καλαμπούρια στην παρέα του, να τα βάζει με τους διάφορους φιλόσοφους της εποχής και να αναπολεί το κοντινό αλλά απλησίαστο πια ένδοξο παρελθόν της πόλης του.
Η κωμωδία, όπως και η τραγωδία, αποτελούσαν λαϊκό θέαμα στην αρχαία Αθήνα. Οι θεατές έρχονταν στο θέατρο για να αναγνωρίσουν οικεία θέματα, γνωστά πρόσωπα, πάθη και περιπέτειες. Στην κωμωδία έδιναν τα ρέστα τους. Στον Αριστοφάνη τους άρεσε ότι αποκαθήλωνε τα σπουδαία πρόσωπα της εποχής, ανακάτευε τους θεούς με τις ανθρώπινες υποθέσεις, αναδείκνυε τον λαϊκό παράγοντα και τον έβαζε να συμμετέχει στη δράση. Χάρη στο άγριο πνεύμα του ποιητή οι Αθηναίοι τον συγχωρούσαν για την αντιπολεμική του στάση και διασκέδαζαν με τον φιλειρηνισμό του, αν και οι ίδιοι τάσσονταν με τους πολεμοκάπηλους δημαγωγούς και απέρριπταν με περιφρόνηση τις συμβιβαστικές προτάσεις των αριστοκρατών, των συντηρητικών της εποχής εκείνης.
Η Αθήνα είχε αναπτυχθεί και μεγαλώσει μετά τους Περσικούς πολέμους, είχε γίνει πρωτεύουσα μιας αυτοκρατορίας. Το “νέο χρήμα” κυκλοφορούσε στους δρόμους της αλλοιώνοντας τις παραδοσιακές πρακτικές και πεποιθήσεις. Καινά δαιμόνια είχαν εκπορθήσει την πόλη και τους κατοίκους της, που με αποκοτιά και τυχοδιωκτισμό επεδίωκαν τον πλουτισμό και την ηγεμονία. Περιουσίες άλλαζαν χέρια, επαγγέλματα έχαναν τη λάμψη και την ισχύ τους δίνοντας τη θέση τους σε άλλα, νέοι έφευγαν για να πλουτίσουν σε μακρινά μέρη και άλλοι μετανάστευαν στο άστυ για να βρουν δουλειά, να μορφωθούν, να μάθουν φιλοσοφία και διαλεκτική, να γίνουν πολίτες του θαυμαστού καινούργιου κόσμου.
Όταν συμβαίνουν ταχύτατα τέτοιες ριζικές αλλαγές, πολλοί άνθρωποι αισθάνονται (και είναι) απόβλητοι του συστήματος. Ποιος φταίει για τη σκληρή μοίρα τους; Οι Θεοί, είναι η απάντηση της τραγωδίας, ελάχιστα όμως πειστική ακόμη και στον δεισιδαίμονα αρχαίο Αθηναίο. Προφανώς όμως όχι εμείς οι ίδιοι που τα παίξαμε όλα στο χρηματιστήριο, ψηφίσαμε τον δημαγωγό που υποσχέθηκε θριάμβους σε μακρινούς τόπους και δουλειά στο παιδί μας, διαδηλώναμε για να μη γίνει το εργοστάσιο επεξεργασίας απορριμμάτων στην περιοχή μας.
Μια θεωρία για τους φταίχτες μας δίνει ο ίδιος ο Αριστοφάνης. Βαθύτατα συντηρητικός εξυμνούσε τις αρετές και την ασφάλεια των παλαιοτέρων, τις αιώνιες και απαρασάλευτες αξίες ενός εξιδανικευμένου παρελθόντος. Χάσαμε τον εαυτό μας, την ψυχή μας, τα έκλεψαν οι ρήτορες κι οι λωποδύτες. Η κοινωνία μας είναι γεμάτη όφεις που μας ξεγελούν. Μας δίνουν το μήλο και μας παίρνουν τον παράδεισο. Οι σοφιστές και οι φιλόσοφοι όπως ο Σωκράτης, οι καινοτόμοι τραγωδοί όπως ο Ευριπίδης, οι μεταρρυθμιστές πολιτικοί όπως ο Περικλής, όσοι επιμένουν να θέτουν ενοχλητικά ερωτήματα για το τι πραγματικά συνέβη, πού πάμε, γιατί έτσι κι όχι αλλιώς. Όλοι αυτοί μπήκαν στο στόχαστρο του Αριστοφάνη και χτυπήθηκαν αλύπητα από το σκωπτικό του ύφος και το καταλυτικό του πνεύμα. Ποιος είπε πως ένας λαϊκιστής δεν έχει χιούμορ;
Η παράσταση του Γιώργου Κιμούλη ήταν απόλυτα πιστή στο πνεύμα του αρχαίου κωμωδιογράφου. Ούτε σε ένα σημείο δεν επεδίωξε την ανατροπή, τον προβληματισμό για τα βαθύτερα αίτια όσων αντιμετωπίζουμε ως λαός τα τελευταία χρόνια. Η δημαγωγική αντιμετώπιση του κοινού (του λαού), ο προσεταιρισμός του με τα τηλεοπτικά κόλπα των (πολύ καλών και αγαπημένων μου) ηθοποιών, το χάδι με τη νοσταλγία μιας προνεωτερικής εποχής όπου όλα τα θέματα ήταν λυμένα χάρη σε απαράβατους κανόνες και σε προαιώνιες αξίες, θα έβρισκαν την απόλυτη συμπαράσταση του “παππού”.
Βεβαίως όλα τα έργα του Αριστοφάνη προσφέρονται για αναχρονισμούς και επικαιροποιήσεις, κάτι απολύτως θεμιτό για να μπορέσει το σημερινό κοινό να κατανοήσει την παράσταση. Όμως η επιφανειακή πολιτικοποίηση, όσο χαριτωμένη κι αν είναι χάρη στην επιδεξιότητα του σκηνοθέτη, δεν παύει να είναι αντιδραστική και αντίθετη με όσα ευαγγελίζεται. Ο προοδευτικός καλλιτέχνης, θα μας έλεγε ο ίδιος ο Κιμούλης, βοηθά τον θεατή να βρει τη λύση στα προβλήματά του. Του ανοίγει δρόμους πέρα από τις εδραιωμένες αντιλήψεις του. Δεν του υπαγορεύει έτοιμες λύσεις, δεν του δίνει μασημένη τροφή, δεν του υπόσχεται επιστροφή στον απολεσθέντα παράδεισο του πλούσιου κράτους, τα ταμεία του οποίου γεμίζει αφειδώλευτα ο θεός Πλούτος (τίνος διασκευαστή ιδέα ήταν αυτή;).
Σ’ εμάς ας μείνει η κουβέντα του ίδιου του ποιητή, που την εκφέρει ο Πλούτος: δεν αρμόζει στον ποιητή να ρίχνει στους θεατές σύκα και καλούδια και μ’ αυτά να τους αναγκάζει να γελάνε.
Κωστής Σιμιτσής
(Με αφορμή την έξοχη κριτική της Βούλας Θασίτου για τον «Πλούτο», «Πρωινή» 16.8.2016 – είδαμε την παράσταση στο αρχαίο θέατρο των Φιλίππων στις 12.8.2016).