Dark Mode Light Mode

Ο Τάσος Βιζικίδης γράφει για “Το χαμένο παπούτσι”

Έψαξε όλο το σπίτι, κάθε γωνιά ,κάθε πιθανό σημείο όπου θα μπορούσε να βρεί το αριστερό του παπούτσι . Ρώτησε την μητέρα του αν είχε δεί κάπου μέσα στο σπίτι το αριστερό του παπούτσι . Ήταν τα αγαπημένα του και το ήξερε η μητέρα του ,τα είχε αγοράσει ο Ράσες όταν είχαν πάει για πρώτη φορά διακοπές με την αρραβωνιαστικιά του πέρυσι το καλοκαίρι στις Πότες. Είδε πως στεναχωρήθηκε και του υποσχέθηκε πως θα ψάξει κι αυτή για το παπούτσι ,τον καθησύχασε λέγοντας του πως σίγουρα ο Μουσιφού ο σκύλος του κάπου το έκρυψε. Δεν μπορούσε να περιμένει ο Ράσες πότε θα βρεθεί το παπούτσι και κατέβηκε στον κήπο να ψάξει ,ίσως ο Μουσιφού να το είχε κρύψει πίσω από τις τριανταφυλλιές ήταν σκανδαλιάρης ο σκύλος του. Καθώς κατέβαινε το τελευταίο σκαλοπάτι παραπάτησε ,ένιωσε ένα δυνατό πόνο στο αριστερό του πόδι ένα σοβαρό διάστρεμμα στους αστραγάλους τον έριξε κάτω. Χρειάστηκε την βοήθεια των δικών του για να μπορέσει να μπεί στο σπίτι ,στηρίχτηκε στον πατέρα και τη μητέρα του και με την βοήθεια τους ξάπλωσε στο κρεβάτι σφαδάζοντας από τον πόνο. Η μια ατυχία μετά την άλλη, πρώτα το παπούτσι και τώρα ένα διάστρεμμα που θα τον έκλεινε σπίτι για αρκετό καιρό. Ευτυχώς το δωμάτιο του είχε θέα στην θάλασσα και δεν θα ένιωθε την κλεισούρα των τεσσάρων τοίχων. Αυτό που τον απασχολούσε τώρα ήταν ο πόνος που ένιωθε κάθε φορά που προσπαθούσε να πατήσει το πόδι του. Η μητέρα του ήταν ανήσυχη ,κάποιες φορές την είδε να σκουπίζει τα μάτια της καθώς έμπαινε στο δωμάτιο. Ο πατέρας του κρατούσε παρέα έπαιζαν τάβλι , έβλεπαν αθλητικές εκπομπές ,κάποιες ταινίες και περνούσαν κάπως ευχάριστα τα απογεύματα του. Είχε κάνει εντύπωση στον Ράσες το γεγονός πως ο πατέρας του δεν είχε πάει για ψάρεμα όσο αυτός ήταν στο δωμάτιο του και περίμενε εκεί δίπλα του καρτερικά να ξεπρηστεί το πόδι του. Είχε πάθος με το ψάρεμα , δεν θυμόταν άλλη φορά τον πατέρα του να έχει μείνει τόσες μέρες μακριά από την θάλασσα ,τους έλεγε μάλιστα πως αν κάποια στιγμή δεν θα μπορεί να πάει για ψάρεμα θα είναι η χειρότερη στιγμή της ζωής του . Ανησυχίες γονέων σκέφτηκε και δεν έδωσε σημασία.
Θυμήθηκε όμως το αριστερό παπούτσι που είχε χάσει και ρώτησε την μητέρα του αν τελικά το είχε βρεί , έγνεψε θετικά και του είπε πως μόλις ξεπρηστεί το πόδι θα του το φέρει. Ο πατέρας του που ήταν δίπλα της τον καθησύχασε λέγοντας , ένα παπούτσι είναι ,ακόμα κι αν το έχανες θα σου αγόραζα ένα άλλο ζευγάρι καλύτερο. Μα δεν μπορούσε να καταλάβει ο πατέρας του πόσο πολύ αγαπούσε αυτό το ζευγάρι παπούτσια ο Ράσες ;
Έφτασε ο καιρός και το πόδι ξεπρήστηκε ,ήθελε να σηκωθεί από το κρεβάτι βαρέθηκε ,ήθελε να βγεί να δεί τους φίλους του. Φώναξε την μάνα του και της ζήτησε να του φέρει τα αγαπημένα του παπούτσια, ήρθε και ο πατέρας του μαζί της ,ακούμπησαν τα παπούτσια δίπλα στο κρεβάτι και με τα μάτια να δακρύζουν περίμεναν τον Ράσες να τα φορέσει. Απέναντι από το κρεβάτι είχε έναν μεγάλο καθρέφτη μπροστά σ αυτόν τον καθρέφτη ετοιμαζόταν για τις βραδινές εξόδους του. Σηκώθηκε με δυσκολία και γύρισε προς τον καθρέφτη ,τότε είδε πως ήταν καλυμμένος με ένα μαύρο σεντόνι. Είπε στους γονείς του να κατεβάσουν το σεντόνι από τον καθρέφτη ,αυτοί όμως αρνήθηκαν και με λυγμούς έφυγαν από το δωμάτιο. Είχε όμως τον Μουσιφού , έδειξε το σεντόνι στον σκύλο και τον πρόσταξε να του το φέρει , η αλήθεια αποκαλύφθηκε , δεν χρειαζόταν πιά το αριστερό του παπούτσι …τότε κατάλαβε την παράξενη συμπεριφορά των δικών του ανθρώπων. Ήταν μεγάλο το πλήγμα γι αυτούς, ο γιός τους δεν θα ήταν πια ποτέ ο ίδιος, στεναχωριόταν που το παιδί τους θα ήταν διαφορετικό από τα υπόλοιπα παιδιά , έτρεμαν στην σκέψη πως ήταν πολύ πιθανό να γίνει ο Ράσες ο δακτυλοδεικτούμενος παράξενος της γειτονιάς. Κατάλαβε τότε και την αγάπη που του είχαν ,ο πατέρας του παράτησε το ψάρεμα για να βρίσκεται δίπλα του για να μην νιώθει μόνος ,η μητέρα του γέρασε μέσα σε ένα λίγο καιρό από τον καημό της και προσπαθούσε να φερθεί σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα , μα μόλις έβγαινε από το δωμάτιο λύγιζε και ξεσπούσε σε λυγμούς για να μην ακούσει το παιδί τό κλάμα της και ανησυχήσει. Προσπαθούσαν μόνοι τους χωρίς κάποια βοήθεια για να καταφέρουν να σταθούν ψυχολογικά ,δεν ήξεραν πως να πουν στο παιδί τους πως δεν θα ξαναφορέσει το αριστερό του παπούτσι. Είχαν ζητήσει βέβαια την βοήθεια από τον μεγάλο αδελφό της μάνας του όμως αυτός αδιαφόρησε τελείως ,ούτε καν τον κόπο δεν έκανε να τους τηλεφωνήσει να ρωτήσει πως πάνε πάνε τα πράγματα ,αν χρειάζονται κάτι ,να στείλει στο σπίτι τους κάποιους από τους υπαλλήλους του για να στηρίξουν την οικογένεια. Είχε αρκετά χρήματα ο μεγάλος αδελφός και για να βγεί από την υποχρέωση, να μην πολυσκοτίζεται, υποσχέθηκε πως θα τους βοηθήσει δίνοντας ένα χρηματικό ποσό κάθε μήνα για τα έξοδα του ανιψιού ,έτσι νόμιζε πως ήταν εντάξει απέναντι τους. Ο Ράσες όταν κατάλαβε τι του είχε συμβεί έπεσε σε κατάθλιψη ,κλειδώθηκε στο δωμάτιο του και δεν ήθελε να δεί κανέναν. Έκλεισε τα παραθυρόφυλλα τράβηξε και τις κουρτίνες για να μην βλέπει την θάλασσα , να ξεχάσει ήθελε πως υπάρχει κόσμος έξω από την πόρτα του. Ο θείος του, ο μεγάλος αδελφός της μάνας του έμαθε το τι περνάει ο Ράσες και αντί να τους επισκεφτεί αυτός στο σπίτι , έκανε ακριβώς το αντίθετο και εκβίαζε τον ανιψιό να περνάει τακτικά από το γραφείο του να τον βλέπει ειδάλλως θα του έκοβε το χαρτζιλίκι. Είχε τον δικό του τρόπο έλεγε για να ξυπνήσει στον ανιψιό του το ενδιαφέρον για την ζωή. Ταλαιπωρήθηκε αρκετό καιρό ο Ράσες από τον θείο του , ταλαιπωρούσε όμως και αυτός τους δικούς του ανθρώπους. Είχε γίνει οξύθυμος, απότομος, απόμακρος , κάποιες φορές η μάνα του τον άκουγε να κλαίει . Ήθελε να τον βοηθήσει όμως δεν ήξερε τον τρόπο ,είχε να παλέψει και με τους δικούς της εφιάλτες. Η μόνη της ελπίδα ήταν να ενδιαφερθεί ο μεγάλος της αδελφός, αυτός είχε και τον τρόπο και τις γνώσεις, τώρα όμως ήξερε πως η ελπίδα είχε χαθεί μαζί με το παπούτσι…
Άφαντος ο μεγάλος αδελφός.
Όλα άλλαξαν για τον Ράσες όταν δέχτηκε ένα μήνυμα από κάποιον άγνωστο που του έγραφε, έμαθα πως δεν θα ξαναφορέσεις το αριστερό σου παπούτσι ,μην στεναχωριέσαι εγώ δεν θα ξαναφορέσω το δεξί . Μπορούμε όμως να γίνουμε ο ένας το συμπλήρωμα του άλλου, δεν χρειαζόμαστε παπούτσια για να ονειρευτούμε ,για να πετάξεις χρειάζεσαι μόνο την ψυχή σου, για να παραμείνεις άνθρωπος χρειάζεσαι μόνο την καρδιά σου. Μην περιμένεις από τον μεγάλο αδελφό της μάνας σου βοήθεια ,είναι πολύ σκληρός άνθρωπος και εγώ του ζήτησα κάποτε βοήθεια και μου είπε πως κάθε μήνα θα έχω το χαρτζιλίκι μου αλλά δεν θέλει να με ξαναδεί στο γραφείο του, εδώ δεν κάνουμε φιλανθρωπίες, εδώ κάνουμε μπίζνες . Αν θέλεις μπορώ να περάσω από το σπίτι σου για μια βόλτα.
Συμφώνησε ο Ράσες και το απόγευμα βγήκανε βόλτα με τον νέο του φίλο. Τον πήγε στο μέρος όπου μάζευαν τα χαμένα παπούτσια ,εκεί είδε ανθρώπους πολλούς να κλαίνε γύρω από έναν λάκκο με κάθε λογής παπούτσια μέσα ,μικρά, μεγάλα,ακριβά ,τρύπια ,θλίψη και απόγνωση τον κυρίευσαν. Ζήτησε από τον νέο φίλο του να φύγουν όσο πιο μακριά μπορούν από την μιζέρια. Έφυγαν και ο επόμενος σταθμός ήταν σε μια πολυσύχναστη παραλία δεν τον ένοιαξε που μερικοί τον κοιτούσαν με περιέργεια είχε καταλάβει πως την ζωή του δεν γίνεται να την..ζήσει άλλος ,είναι μοναδικός ,είναι ανθρώπινη ύπαρξη και έχει κι αυτός δικαίωμα στην ζωή κι αν κάποτε βρεθούν όλοι μαζί αυτοί που έχουν χάσει το παπούτσι τους τότε και ο μεγάλος αδελφός της μάνας του θα άλλαζε συμπεριφορά απέναντι του.
Ο νέος του φίλος είχε το ίδιο όνομα… με τον Ράσες ,ταιριάξανε απόλυτα κάνουν πολύ παρέα πια και αποφάσισαν να πάρουν τις ζωές τους στα χέρια τους . Στηρίζεται ο ένας στον ώμο του άλλου, μπορεί ο βηματισμός τους να είναι δύσκολος ,ασυνήθιστος όμως δεν τα παρατάνε και προχωράνε μαζί μπροστά για να ξαναβρούν την ελπίδα και το όνειρο….

Προηγούμενο άρθρο

Η Συμπαράταξη Πολιτών για την εργατική Πρωτομαγιά

Επόμενο άρθρο

Το Σωματείο Εργαζομένων του Νοσοκομείου ευχαριστεί