«Εκείνο το πρωί πήγα κοντά του στη La Moneda για να του ζητήσω ένα όπλο, γιατί ένιωθα να απειλούμαι στην αστική γειτονιά capitolina όπου έμενα. μου απάντησε ότι δεν είχε και ότι ίσως θα ήταν καλύτερα να επιστρέψω να ζω σε αυτούς. Δεν τον είχα δει ποτέ έτσι: τεταμένο, αδυνατισμένο, τρομερά μόνο…».
συναισθηματικά φορτισμένη την περασμένη δευτέρα 11 σεπτεμβρίου, μας μιλά για την τελευταία φορά που είδε τον θείο της, Σαλβαδόρ Αλιέντε, τρεις μέρες πριν από το πραξικόπημα.
Περισσότερο από συνέντευξη, η δική μας είναι μια ανοιχτή συνομιλία με την αγαπημένη ανιψιά του χιλιανού προέδρου: «πενήντα χρόνια μετά – υπογραμμίζει – τη δολοφονία του». Γιατί από την πρώτη στιγμή η Inés δεν αμφέβαλλε ποτέ ότι είχε δολοφονηθεί.
«Ο στρατηγός Palacios, αρχηγός της επίθεσης στη La Moneda, είχε εμφανιστεί στην τηλεόραση με ένα δεμένο χέρι λέγοντας ότι το χρωστούσε σε αυτόν που δεν ήθελε να παραδοθεί. με τον γιο του που τις επόμενες μέρες καμάρωνε το ρολόι του θείου μου στον καρπό του. Αργότερα αποδείχθηκε ότι ο Αλιέντε είχε σκοτωθεί από δύο σφαίρες διαφορετικών όπλων».
Την συναντήσαμε στο Tzepotlán, όχι μακριά από την Πόλη του Μεξικού, όπου μετά τις πρώτες μέρες της στο Παρίσι, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της εξορίας της ως ανεξάρτητη δημοσιογράφος (καθώς και στη Ρώμη και τη Γενεύη), γράφει ο Gianni Beretta *.
Παρόλο που μετά το τέλος της στρατιωτικής/νεοφιλελεύθερης δικτατορίας του Augusto Pinochet δεν παρέλειψε ποτέ να περνά μερικούς μήνες με την οικογένειά της στη Χιλή κάθε χρόνο, αλλά αυτή τη φορά, για αυτήν την τραγική επέτειο, απλά δεν ένιωσε να πάει. Ακόμη περισσότερο μετά την απώλεια της αδελφής της Ana Maria τον περασμένο δεκέμβριο
«Ανάρρωνε από ένα καρκίνο όταν ήρθε η ήττα του δημοψηφίσματος για τη μεταρρύθμιση του Συντάγματος τον σεπτέμβριο. από εκείνη τη στιγμή, αυτή, που είχε αφοσιωθεί σε ετούτο το έργο από την πρώτη στιγμή, άφησε τον εαυτό της να φύγει».
Ένα τραύμα για ολόκληρο το έθνος που δεν μπόρεσε να αποτινάξει τη «magna carta», τον καταστατικό χάρτη του τυράννου στρατηγού, υποβιβάζοντας σήμερα τη χώρα σε μια «τοξική» κατάσταση, όπως την χαρακτήρισε πρόσφατα ο δύο φορές (σοσιαλιστής) πρόεδρος Michel Bachelet.
»Ο κατά τα άλλα πρόθυμος Γκάμπριελ Μπόριτς -συνεχίζει η Ινές- χωρίς κάποια πλειοψηφία στο κοινοβούλιο που θα μπορούσε να ολοκληρώσει τη φορολογική μεταρρύθμιση καθώς και τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και υγειονομικής περίθαλψης που ήταν πάντα σε χέρια ιδιωτών, υπήρξε αρκετά αφελής να τροφοδοτήσει την ιδέα ότι αυτή η ψηφοφορία ήταν δημοψήφισμα για την κυβέρνησή του.
Και η φασιστική δεξιά το εκμεταλλεύτηκε. ακόμη περισσότερο σε μια εποχή που οι τιμές έχουν εκτοξευθεί στ’ αστέρια λόγω του πληθωρισμού, ενώ με την αύξηση της εγκληματικότητας (τυχαία ή έχουσα προκληθεί;) οι άνθρωποι στη Χιλή αισθάνονται όλο και λιγότερο ασφαλείς».
Αν προσθέσετε σε αυτό μια τριτοβάθμια εκπαίδευση που πρέπει ακόμα να την πληρώνεις, το φαινόμενο της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης από τον βορρά και τη λίγη αδυσώπητη διαφθορά επειδή είσαι στην κυβέρνηση, «το αποτέλεσμα είναι ότι κανείς δεν πιστεύει πια στα κόμματα. πολύ λιγότερο στα αριστερά, που στην καλύτερη των περιπτώσεων χαρακτηρίζονται ως προοδευτικά, όταν δεν θάβονται τελείως, κάποιες φορές τιναγμένα στον αέρα από τις εσωτερικές τους διαιρέσεις». Σαν να λέμε (αλλά το ίδιο ισχύει για ολόκληρο το λεγόμενο «δημοκρατικό» δυτικό ημισφαίριο) πως δεν είναι αλήθεια ότι αριστερά και δεξιά δεν υπάρχουν πια. Γιατί τουλάχιστον η δεξιά είναι πάντα δεξιά! «Τόσο πολύ που αυτή των πινοσετιστών se ha embalentonado» (έχει πάρει τα πάνω της για τα καλά), όπως λένε εκεί κάτω.
η Maria Inés ερμηνεύει κατ’ αυτό τον τρόπο τη βαθιά αίσθηση απογοήτευσης σε σχέση με τις προσδοκίες που δημιούργησαν οι λαϊκές κινητοποιήσεις του οκτωβρίου 2019. «Είναι ότι ο Μπόριτς έχει αποδυναμωθεί πολύ μαζί με τους δικούς του θεσμούς. με μια ολοένα και πιο αυθάδικη δεξιά που ελέγχει τα μέσα ενημέρωσης και που, για να εγγυηθεί τα δικά της οικονομικά και χρηματιστικά συμφέροντα, ετοιμάζεται για μια συνταγματική αναθεώρηση κατ’ εικόνα και ομοίωση». Αλλά αυτό που είναι ακόμα πιο σοβαρό είναι ότι «κάποιοι από το περιβάλλον του Μπόριτς, με την ψευδαίσθηση ότι προωθούν ένα είδος εθνικής συμφιλίωσης, βιάστηκαν να διαστρεβλώσουν την ιστορική αλήθεια του πραξικοπήματος, καθώς και να ξασπρίσουν την εικόνα κάποιων προσωπικοτήτων του σήμερα νοσταλγών των γεγονότων εκείνης της εποχής».
ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ 11 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1973, οι τρεις κόρες του Αλιέντε και η σύζυγός του Hortensia Bussi εκτοπίστηκαν. Ενώ εκείνη, η 26χρονη Maria Inés, θυμάται: «Σώθηκα γιατί μόλις έγινε γνωστό ότι το ναυτικό είχε ξεσηκωθεί στο Βαλπαραΐσο, πήγα την κόρη μου στους γονείς μου ενώ δύο φίλες με έκρυψαν στο σπίτι τους. Εκείνα τα χρόνια εργαζόμουν στο λατινοαμερικανικό Κέντρο Δημογραφίας του Οηε στο Σαντιάγο, όπου, μετά το σπίτι μου, ήρθε αμέσως ο στρατός να με αναζητήσει. αλλά ο υπεύθυνος μου είχε βρει ήδη καταφύγιο στη γαλλική πρεσβεία. όπου έμεινα κάνα δυο μήνες και μετά κατέφυγα σε ένα χιονισμένο Παρίσι. Το πρόβλημα είναι ότι εκτός από ανιψιά του Προέδρου, ο σύντροφός μου Dagoberto ήταν εκ των διοικητών του Mir (Επαναστατικό Αριστερό Κίνημα) με το οποίο συνεργαζόμουν κι εγώ. τόσο που μερικές φορές λειτουργούσα ως οδηγός του αρχηγού του Μιγκέλ Ενρίκεζ, Miguel Enríquez, γιατί (ξανθιά, με γαλανά μάτια και αστική εμφάνιση) δεν κινούσα υποψίες στους δρόμους της πρωτεύουσας.
Σε αυτό το σημείο η Maria Inès αρχίζει να μας μιλάει για αυτόν, για τον Chicho (Cicio), όπως αποκαλούσαν τον Αλιέντε από παιδί, επειδή ο ίδιος δεν μπορούσε να προφέρει το δικό του υποκοριστικό Salvadorchito.
»Ζούσα με τους γονείς μου στη νότια Χιλή όταν κέρδισα μια υποτροφία ενός έτους σε ένα ινστιτούτο στο Ντένβερ του Κολοράντο. Ήμουν η μόνη που επέλεξα να είμαι φιλοξενούμενη μιας μαύρης οικογένειας, τόσο που με εκφοβίζουν αρκετές φορές στοιχεία της τοπικής Κου Κλουξ Κλαν».
«Ο θείος μου ήταν περήφανος για αυτό – συνεχίζει – και όταν επέστρεψα, καθώς ήθελα να γραφτώ στην κοινωνιολογία στο Σαντιάγο, μου πρότεινε να πάω και να μείνω στο σπίτι του. Μοιραζόμουν το δωμάτιο με την κόρη του Beatriz, Tati (που πέθανε, αυτοκτόνησε στην Αβάνα το 1977, στμ.)
Και όταν αργά το βράδυ, ως γερουσιαστής, γύριζε σπίτι και κάθονταν στο τραπέζι ανάμεσα στις δυο μας που σπουδάζαμε, δήλωνε ότι η μεγαλύτερη τραγωδία για έναν γονιό είναι να κάνει παιδιά που δεν θέλουν να σπουδάσουν! Μετά, όταν παντρεύτηκαν τα ξαδέρφια μου, μου είπε ότι ήμουν πλέον η μοναχοκόρη του.
Τρυφερός όσο και αυστηρός, δεν τον είδα ποτέ να θυμώνει. Με πήγαινε συχνά στον κινηματογράφο. ήταν λάτρης του Τζέιμς Μποντ. Τόσο που όταν του είπα κάποτε ότι είχα δει να ξεφορτώνουν όπλα από αεροπλάνα που έρχονταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες (δούλεψα για ένα μικρό διάστημα ως δίγλωσσος βοηθός σε μια εισαγωγική εταιρεία) δεν με πίστεψε και με διέψευσε λέγοντας μου πως με είχε πάει να δω πάρα πολλές ταινίες του Μποντ. Δεν το πήρε καλά όταν έφυγα για να παντρευτώ πριν αποφοιτήσω».
η Maria Inès Bussi, στην εξορία τον μάρτιο του 1987 χάρη στη συμπερίληψή της σε μια λίστα με εκατό πρόσφυγες προς επαναπατρισμό, που παρουσίασε το Βατικανό την παραμονή της επίσκεψης του Ιωάννη Παύλου Β’ επιστρέφει στη Χιλή. Εκείνη της περίφημης φωτογραφίας/παγίδας που διέταξε ο στρατηγός Πινοσέτ η οποία την δείχνει δίπλα στον Πάπα Wojtyla στο μπαλκόνι της La Moneda.
«Είχαν περάσει δεκατρία χρόνια, τρεις μήνες και δεκαοκτώ ημέρες: μια ατελείωτη μορφή βασανιστηρίων. περπατούσα στους δρόμους του Σαντιάγο και ένιωθα ότι δεν είχα δέρμα, παγωμένη από αυτόν τον άνεμο που έμπαινε μέσα μου οδυνηρά μέχρι τα σπλάχνα μου. Κανένας από εκείνους του Mir δεν είχε επιζήσει, συμπεριλαμβανομένου του συντρόφου μου, που τραυματίστηκε σε μια ανταλλαγή πυροβολισμών στις 15 οκτωβρίου 1975. κάποιοι λένε ότι μετά τον πέταξαν από ένα ελικόπτερο.
Έμεινα μόνο τρεις μήνες και μετά επέστρεψα στο Μεξικό. Εκεί όπου, ήδη ένα χρόνο μετά που ο Chicho είχε θυσιαστεί, είχα γνωρίσει τον Gabriel Garcia Marquez. Στον οποίο, παρά την ευγενική του επιμονή, δεν κατάφερα ποτέ να ψελλίσω ούτε μια λέξη της ιστορίας μου.
η Maria Inés, που θα ήθελε να γιορτάσει αυτή την επέτειο σε ένα διαφορετικό κλίμα, συνεχίζει να παρακολουθεί κάθε γεγονός στη βασανισμένη Χιλή της σε πραγματικό χρόνο. Μα »τώρα προτιμώ να ζω σε μια αρχέγονη διάσταση της καθημερινότητας μου, στον κήπο μου, με τις πάπιες και τις κότες μου…».
* από το il manifesto
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος contropiano.org