Έχουν περάσει ήδη πενήντα χρόνια από τότε που η Internationale Situationniste [1957/1972], η Καταστασιακή Διεθνής αποφάσισε να διακόψει την περιπέτειά της, αφού ο στόχος να παρουσιαστεί «ως μια καλλιτεχνική πρωτοπορία, ως μια πειραματική αναζήτηση για μια ελεύθερη κατασκευή της καθημερινής ζωής και τελικά, ως μια συμβολή στη θεωρητική και πρακτική διάρθρωση μιας νέας επαναστατικής αμφισβήτησης» 1, φαινόταν πλέον να ξεπερνιέται από μια πραγματικότητα που ήξερε πως να μπορέσει να καλωσορίσει και να διατηρήσει ως κάτι πολύτιμο, ώστε να εκμεταλλευτεί την κατάλληλη στιγμή, τη ριζοσπαστική κριτική που εξέφραζαν οι καταστασιακοί.
Πράγματι, το καταναλωτικό μοντέλο ζωής που διαφημιζόταν από την «κοινωνία του θεάματος» -τόσο στη «διαδεδομένη» εκδοχή των καπιταλιστικών καθεστώτων όσο και στη «συγκεντρωτική» εκδοχή των κομμουνιστικών καθεστώτων- είχε αρχίσει να ανακτά την έλξη της νεωτερικότητας απέναντι στην οποία η νεανική διαμαρτυρία του δεύτερου μισού της δεκαετίας του ’60 του περασμένου αιώνα είχε εναντιωθεί βαθιά, αναζητώντας εναλλακτικές, και σε πολλές περιπτώσεις επαναστατικές λύσεις στην τεχνολογική ανάπτυξη που επιτεύχθηκε (από την κατάκτηση του διαστήματος μέχρι την κούρσα των πυρηνικών εξοπλισμών) και στην οικονομική και κοινωνική πρόοδο που κατακτήθηκε από το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού των βιομηχανικά προηγμένων Χωρών.
Γράφει ο Gianfranco Marelli πως αυτός είναι Ένας «θησαυρός» που πολλοί έχουν καταλήξει να μοιράζονται με όλους τους δυνατούς τρόπους, έχοντας στόχο να αυξήσουν τη δική τους επαναστατική αξία, καθώς και την ικανότητά τους να κυβερνούν τον κοινωνικό μετασχηματισμό που βρίσκεται σε εξέλιξη, με την αμοιβαία πρόθεση να κερδίσουν αναγνώριση, οφέλη και πλεονεκτήματα θέσης. Και ακριβώς επειδή δεν ήθελε να εμπιστευτεί τον «θησαυρό» της Κ.Δ. σε κάτι τέτοιους κληρονόμους, ο Debord αποφάσισε, πριν από πενήντα χρόνια, να διαλύσει την οργάνωση, καταγγέλλοντας «την εικόνα των εξτρεμιστών ηρώων σε μια θριαμβευτική κοινότητα» που οι υποτιθέμενοι επίγονοι του -οι πολύ περιφρονημένοι pro-situs- είχαν καταλήξει να πιστωθούν με σκοπό να καυχηθούν γι’ αυτό, έτσι ώστε να την καταντήσουν «σε μια επαναστατική οργάνωση χρησιμοποιήσιμη γι’ αυτούς, δίχως να ασχολούνται καθόλου για την πρόοδο της επανάστασης παρά μόνο στο βαθμό που αυτή θα ασχολούνταν με αυτούς τους ίδιους» 2 .
Εξάλλου, η ιστορική εμπειρία των καταστασιακών, της οργάνωσής τους, του διαβήματός τους, ήταν πάντα κατάσπαρτη με επαναλαμβανόμενες και αλλεπάλληλες προσπάθειες να την συμπεριλάβουν μέσα στο αυλάκι των μονοπατιών που χάραξαν προηγούμενες καλλιτεχνικές, πολιτιστικές, πολιτικές πρωτοπορίες, έτσι ώστε να προκύψει ένα τεράστιο κέρδος εικόνας για άλλους. Δεν είναι τυχαίο, μάλιστα, ότι αφού αρχικά αγνοήθηκε, της αντιτάχθηκαν και υποτιμήθηκε, η Καταστασιακή Διεθνής είδε τη φήμη της να μεγαλώνει στον Όλυμπο των πρωτοποριών του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, σε σημείο που σήμερα η καταστασιακή θεωρία θεωρείται πλέον ο πρόδρομος όλων των πιο ριζοσπαστικών αναλύσεων της infoσφαίρας, ξεκινώντας από την κριτική στα κοινωνικά μέσα, μέσα από την έννοια του «ενσωματωμένου θεαματικού». ερμηνεία, αυτή, που παρερμήνευσε σε μεγάλο βαθμό ποιος ήταν ο κρυμμένος «θησαυρός» της Κ.Δ., ειδικά από εκείνους που -με τον χρόνο πλέον ληγμένο- πίστεψαν ότι τον είχαν εντοπίσει, επιτέλους, ψαχουλεύοντας μέσα από ένα σωρό σκουπίδια, καλό σίγουρα για τους εμπόρους τέχνης και τους επαγγελματίες επαναστάτες, αλλά εντελώς άχρηστο για όσους δεν θέλουν «να εργαστούν στο θέαμα του τέλους ενός κόσμου, αλλά στο τέλος του κόσμου του θεάματος» 3.
Φυσικά, δεν ήταν ένα απλό εγχείρημα που πέτυχε η Internationale Situationniste για να απομακρυνθεί και να διαφοροποιηθεί από μια περιορισμένη και oριοθετημένη σκέψη μέσα στον μοντερνισμό, ως ορίζοντα εμπειρίας και αντίληψης της πραγματικότητας που καθιερώθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου η επινόηση του νέου και η διαίσθηση του νεωτερισμού χαρακτήριζαν τη δράση και τη δέσμευση των πρωτοποριών, ωστόσο σταθερά συνδεδεμένων με τις οικονομικο-παραγωγικές ανάγκες μιας ανάπτυξης της κοινωνίας βασισμένης στην καταναλωτιστική αξία του εμπορεύματος. Κάθε αισθητική παρέμβαση, κάθε έργο τέχνης, στην πραγματικότητα, επιλέχθηκε από τις ανάγκες του αρχιτεκτονικού και αστικού λειτουργισμού, με σκοπό να εξωραΐσει την άμετρη ανάπτυξη της μετα-πολεμικής ανοικοδόμησης σε μεγάλες μητροπόλεις, που έχουν καταστεί το προσκήνιο του κοινωνικού θεάματος στο οποίο στους καλλιτέχνες (ως ειδικούς σε ένα επάγγελμα) εμπιστεύτηκαν τον ρόλο του «φύλακα της παθητικότητας» των ατόμων, μπροστά σε μια πραγματικότητα που ενθάρρυνε τον μετασχηματισμό, τη ριζική αλλαγή της καθημερινής ζωής, ήδη δυνατή χάρη στην ίδια την ανάπτυξη της κοινωνίας μέσω της ικανοποίησης των νέων αναγκών, νέων επιθυμιών, που δεν προκαλούνται πλέον από τον καταναλωτισμό.
Το νέο και η καινοτομία που εκφράζεται στο εικαστικό πεδίο δεν αντιπροσώπευαν, επομένως, παρά μόνο ένα εξωφρενικό και πολύχρωμο στολίδι του χώρου/χρόνου της καπιταλιστικής κοινωνίας, και ως εκ τούτου η σύγχρονη τέχνη ανέλαβε το καθήκον της δούλης της τεχνολογικής και επιστημονικής προόδου, εξαντλώντας την προωθητική και επαναστατική φόρτιση που προηγουμένως διέκρινε τις αισθητικές πρωτοπορίες. Έτσι έγινε προτεραιότητα – για μια οργάνωση που στρατοπέδευε στα σύνορα μεταξύ τέχνης και πολιτικής, όπως η Κ.Δ. – ένας αγώνας αποκλειστικών χτυπημάτων ενάντια στον μοντερνισμό, αποκαλύπτοντας όχι μόνο το κενό και την ευπιστία μιας τέχνης και μιας πολιτικής ανίκανης να αναγνωρίσει την αλλαγή που συντελείται στην κοινωνία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (πόσο μάλλον να την προκαταλάβει!), αλλά καταγγέλλοντας δημόσια την συνεννόηση, την συμπαιγνία με το κυρίαρχο σύστημα στην κατασκευή πολιτιστικών προϊόντων και πολιτικών ιδεολογιών με στόχο τη διακόσμηση της ασήμαντης ύπαρξης της καθημερινότητας.
Ιδού, λοιπόν, η πλήξη που υπέφεραν οι καταστασιακοί απέναντι στις πρωτοπορίες που προσπάθησαν να επαναπροταθούν ως οι νόμιμοι κληρονόμοι ενός ένδοξου παρελθόντος – μέσω της πρόχειρης χρήσης του «post» και του αντίστοιχου «neo» -, σε σημείο να κατανοήσουν πόσο ήταν απαραίτητο να επαναπροσδιοριστούν ξεκινώντας από την επείγουσα ανάγκη να αλλάξουν ζωή και να μεταμορφώσουν τον κόσμο με τον οποίο οι πρωτοπορίες των αρχών του 1900 είχαν επιχειρήσει να οδηγήσουν την επίθεση στον ουρανό ενάντια σε μια απάνθρωπη, αλλοτριωμένη και δυστυχισμένη κοινωνία. Αυτό το ερώτημα δεν επιλύθηκε σε καμία περίπτωση, αφού δεν ήταν απαραίτητο να επικριθεί απλώς η δράση ανάκαμψης που εφάρμοσε η εμπορική κοινωνία απέναντι σε εκείνους που είχαν αποκτήσει πικρά την πολυπόθητη καλλιτεχνική και πολιτική αναγνώριση – υφιστάμενοι την οικονομική επιταγή που μετατρέπει κάθε τέχνη σε εμπόρευμα και οποιοδήποτε έργο καθιστά ένα αριστούργημα τέχνης -, αντί να βρει τον κρυμμένο «θησαυρό» που είχαν καταφέρει να εντοπίσουν οι προηγούμενες πρωτοπορίες, χωρίς, δυστυχώς, να έχουν καταφέρει να τον παραδώσουν ως κληρονομιά.
Αυτή η πτυχή ήταν το κεντρικό θέμα που από το πρώτο οργανωτικό Συνέδριο – που πραγματοποιήθηκε στις 28 Ιουλίου 1957 στο Cosio d’Arroscia, έναν μικρό δήμο στην περιοχή της Σαβόνα – ξετυλίχθηκε και έδωσε ζωή στην Internationale Situationniste: μια συλλογική εμπειρία που, μεταξύ υψηλών και χαμηλών, συνεχίστηκε επί δεκαπέντε χρόνια, διανύοντας μια ιστορική στιγμή γεμάτη διεθνείς εντάσεις, που ξέσπασαν στον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Φτάνει απλώς να σκεφτείτε τη διαδικασία αποαποικιοποίησης στις πρώην αποικίες, το σιδερένιο παραπέτασμα μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων με την ύψωση του τείχους στο Βερολίνο, την πυραυλική κρίση στην Κούβα, τον ρόλο του Ιωάννη XXIII και τη σημασία της Β’ Συνόδου του Βατικανού, τον πόλεμο στο Βιετνάμ, την πολιτιστική επανάσταση στην Κίνα…. Αυτά και άλλα γεγονότα συντάραξαν βαθύτατα τις καταστάσεις σε εθνικά επίπεδα, προκαλώντας βαθιές πολιτικές κρίσεις τόσο στο εσωτερικό του σοβιετικού μπλοκ (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία) όσο και στη Δύση (Ελλάδα, Ιταλία, Γαλλία, Ηνωμένες Πολιτείες …), σε σημείο έξαρσης ενός κύματος γενικής διαμαρτυρίας ενάντια στο «σύστημα», καθώς δεν είναι πλέον σε θέση να εγγυηθεί την ειρήνη και την ευημερία, αλλά κυρίως να εξασφαλίσει ένα αστραφτερό και λαμπρό μέλλον στις νεότερες γενιές, αν και η επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη (ήταν τα χρόνια του αγώνα για την κατάκτηση του Διαστήματος) και η σχετική κοινωνικο-οικονομική πρόοδος υποσχόταν την επίτευξη ευημερίας, ηρεμίας και τελικά της εκ νέου ανακάλυψης της ευτυχίας.
Άλλωστε, οι ιστορικοί, ανασυνθέτοντας το υφάδι που χαρακτήρισε ολόκληρη την καταστασιακή πλοκή, δεν θα μπορούσαν να παραλείψουν να σημειώσουν εκείνη τη στιγμή μια σύγκλιση συμφερόντων μεταξύ των πειραματισμών ζωγράφων και αρχιτεκτόνων μεταξύ των πιο επιδραστικών της πρωτοπορίας του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα, – όπως των Jorn και Constant, επιγόνων του «Surréalisme Révolutionnaire, Επαναστατικού Σουρεαλισμού», μετέπειτα αρχιτεκτόνων της ομάδας CoBrA – με την παράτολμη ζωή και στα όρια της νομιμότητας που βίωσαν τα νεαρά μέλη της Internationale Lettriste (μεταξύ των οποίων οι Debord, Bernstein, Wolman) στο Παρίσι στις αρχές των ετών ’50. Μοιράζονταν την πρόθεση να συνδυάσουν την κριτική κατά του αρχιτεκτονικού λειτουργισμού και του βιομηχανικού σχεδιασμού – την εποχή που βρισκόταν στην κορυφή του μοντερνιστικού οράματος του αστικού χώρου και της καθημερινής ζωής που χαρακτηριζόταν από την εποχή της παραγωγής/κατανάλωσης του εμπορεύματος – με πρακτικές παρέμβασης, όπως το drift και η ψυχογεωγραφία, που θεωρούνται συγκεκριμένες εμπειρίες για να μην υποστούν παθητικά μια αστική βιοτή που εγκλωβίζει τη ζωή των κατοίκων, ώστε να θεωρητικοποιηθεί η επείγουσα ανάγκη να αντιταχθεί ριζικά στον άκαμπτο σχεδιασμό μιας ύπαρξης που περικλείεται στους στενούς κανόνες της οικογένειας, της μελέτης, της εργασίας, της ψυχαγωγίας/αναψυχής, που γονείς, δάσκαλοι, εργοδότες, θεωρούσαν ως πολυπόθητους στόχους για την επίτευξη «ευτυχίας», «ευημερίας», «επιτυχίας».
Αυτή της «ευτυχίας μιας ολόκληρης ζωής, που ξοδεύτηκε στην καταναγκαστική «επιθυμία» να καταναλώνεις «αγαθά» για να νιώθεις σημαντικός και σεβαστός για την κοινωνία, μπορούσε ποτέ να αντικαταστήσει τις αυθεντικές επιθυμίες με τεχνητές ανάγκες, που εκλαμβάνονται ως ανάγκες χωρίς ποτέ να έχουν υπάρξει επιθυμίες; Ή, δεν είχε έρθει επιτέλους η στιγμή να διεκδικήσουμε την πραγματοποίηση της αληθινής ζωής, στην οποία δεν θα έλειπε πλέον ο χρόνος για να ζούμε, χάρη στην κατασκευή καταστάσεων, «δηλαδή τη συγκεκριμένη κατασκευή προσωρινών περιβαλλόντων ζωής, και τη μεταμόρφωσή τους σε μια ανώτερη παθιασμένη ποιότητα» 4; Και ποιος, αν όχι οι καταστασιακοί, μπορούσαν αγέρωχα να ισχυριστούν ότι γνωρίζουν τους κύριους κανόνες ικανούς να ανατρέψουν τις εμπορευματοποιημένες σχέσεις μεταξύ του περιβάλλοντος και των κατοίκων του μέσα από την κριτική της καθημερινής ζωής, αδιαχώριστη από την κατασκευή ενός γενικού περιβάλλοντος, την ενιαία πολεοδομία, «απαραίτητη βάση για την κατασκευή καταστάσεων στο παιχνίδι και στη σοβαρότητα μιας πιο ελεύθερης κοινωνίας»; 5
Σχεδόν πάντα, ωστόσο, αυτές οι ιστορικές ανακατασκευές κατέληγαν να υποστηρίξουν την υπόθεση ότι η Κ.Δ., αν και προέκυψε από περιπτώσεις και προβληματικές που υπήρχαν στις καλλιτεχνικές πρωτοπορίες του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα, σύντομα απαλλάχθηκε από μια παρόμοια επιβάρυνση για να φτάσει σε μια πιο ξεκάθαρη και κριτική πολιτική θεωρία της κοινωνίας. ιδιαίτερα με τον Raul Vaneigem – που προσέγγισε την I.S. στις αρχές της δεκαετίας του ’60 – ο οποίος καταπιάστηκε με αυτό το σημείο καμπής, σημειώνοντας ότι, όπως με τον πολεοδομικό σχεδιασμό και την πληροφόρηση, και οι πολιτικές ιδεολογίες και οι λεγόμενοι επαγγελματίες επαναστάτες ήταν συμπληρωματικοί στις καπιταλιστικές και «αντικαπιταλιστικές» κοινωνίες, καθώς οργανώνουν τη σιωπή για να διατηρήσουν το status quo και να θερίσουν γενναιόδωρες ανταμοιβές.
Αλλά μπορούμε πραγματικά να είμαστε ικανοποιημένοι με μια τέτοια ερμηνεία, η οποία, με αυτόν τον τρόπο, επιβεβαιώνει την αίσθηση της δράσης των καταστασιακών σε μια προοδευτική, ώριμη, αναπόφευκτη πορεία προς την επαναστατική πρακτική μέσω του σχεδιασμού μιας πολιτικής θεωρίας που – έχοντας εγκαταλείψει κάθε καλλιτεχνικό αξίωμα που αποσκοπούσε στην πραγματοποίηση/υπέρβασή του στην καθημερινή ζωή – ανακάλυπτε ξανά την απαραίτητη επιβεβαίωση της δύναμης, την επικράτηση της εξουσίας (ακόμη και αυτής των συμβουλίων) ως ορίζοντα για να ορίσει μια νέα ιδέα της ευτυχίας και μαζί της μια νέα κοινωνία;
Σίγουρα η φήμη και η διασημότητα των καταστασιακών πρέπει να αποδοθεί στα γεγονότα που χαρακτήρισαν τον γαλλικό Μάη, καθώς μπόρεσαν να τον προκαταλάβουν για λίγα χρόνια (το γνωστό «Σκάνδαλο του Στρασβούργου» του Νοεμβρίου 1966) και μπόρεσαν να τον προϊδεάσουν μέσα από μια κριτική ανάλυση της σύγχρονης κοινωνίας: αυτή χαρακτηριζόταν από την αποξένωση, την αλλοτρίωση που παρήγαγε ένα εμπορευματοποιημένο αστικό περιβάλλον, τέτοιο ώστε να στερεί από τους ανθρώπους τα ζωντανά τους συναισθήματα για να τους οργανώσει μια επιβίωση θολωμένη από τον θεαματικό καταναλωτισμό. Ωστόσο, τα δώδεκα τεύχη του περιοδικού «καταστασιακή διεθνής» [1958/1969], οι εκθέσεις, οι ταινίες και οι πολιτικές πρωτοβουλίες, οι δεκάδες μπροσούρες και τα βιβλία που σημάδεψαν την ωρίμανση της καταστασιακής σκέψης, μαρτυρούν ότι ο απώτερος στόχος αυτής της οργάνωσης ήταν – από πάντα – η πραγμάτωση της τέχνης ως φαντασιακού αυτού που λείπει, δηλαδή ως ανάγκης άμεσης μεταμόρφωσης της παρούσας πραγματικότητας. Άλλωστε, όπως έγραψε ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές της Κ.Δ., αν «τα χρήματα είναι ένα έργο τέχνης που μεταμορφώνεται σε τζίφρα, ο πραγματοποιημένος κομμουνισμός είναι ένα έργο τέχνης που μεταμορφώνεται σε συνολικότητα της καθημερινής ζωής» 6.
Ένα όνειρο; Μια ουτοπία; Ή μάλλον ο «θησαυρός» που η Internationale Situationniste μπόρεσε να ξεθάψει από το σωρό των ερειπίων των προηγούμενων επαναστάσεων και που, παρά τους πολυάριθμους διεκδικητές της κληρονομιάς, δεν έχει βρει ακόμη τους νόμιμους εκτελεστές της διαθήκης; Το βέβαιο είναι ότι οι καταστασιακοί, και λίγοι άλλοι, ήταν ένα βήμα μακριά από το να τον αναγνωρίσουν και να προσπαθήσουν να τον χρησιμοποιήσουν κάνοντας ό,τι μπορούσε τότε να γίνει για να εμπλουτίσουν την επανάσταση, όπως συνέβη κατά τη διάρκεια της Παρισινής Κομμούνας το 1871, στη Κρονστάνδη το ‘ 21, Βαρκελώνη το ’36, Βουδαπέστη το ’56, στον Γλυκό Μάη ’68, nel Joli Mai ‘68… . Αυτό που συνέβη στη συνέχεια, δυστυχώς, είναι μπροστά στα μάτια μας: πολλοί πλούτισαν, σε σημείο που η επανάσταση επέστρεψε να είναι «πράγμα για τα φτωχαδάκια». Αλλά ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ είναι ακόμα εκεί: χωρίς αφεντικά, ούτε υπηρέτες!
- Guy Debord, Les situationnistes et les nouvelles formes d’action dans la politique ou l’art, in «Destruktion af rsg-6», catalogo trilingue (danese, francese, inglese), Galerie exi, Odense (Danimarca), giugno 1963
- Guy Debord, La véritable scission dans l’Internationale. Circulaire publique de l’Internationale Situationniste, Champ Libre, Paris 1972. Il testo – scritto interamente da Debord, ma cofirmato da Gianfranco Sanguinetti in «quanto membro dell’I.S. espulso dalla Francia per conto del ministero degli Interni il 27 luglio ’71, al fine di dare a questo studio storico un piacevole tocco d’attualità» – volle sostanzialmente giustificare i motivi che avevano portato allo scioglimento dell’Internationale Situationniste, precisandone il contesto storico e sociale, sottolineando la portata rivoluzionaria del movimento proletario internazionale, ma guardandosi bene dall’evidenziare la debolezza organizzativa e l’incapacità teorico-progettuale che caratterizzarono gli ultimi anni dell’esperienza situazionista.
- “Il senso del deperimento dell’arte”, internationale situationniste, n.3, dicembre 1958.
- Guy Debord, “Rapport sur la construction des situations …”, Parigi, Giugno 1957.
- Debord-Constant, “Dichiarazione di Amsterdam”, internationale situationniste, n. 2, Dicembre 1958.
- Asger Jorn, “Critica della politica economica”, Rapporti presentati all’I.S., Bruxelles, maggio 1960.
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος carmilla online