Dark Mode Light Mode

Ο Θοδωρής Γκόνης μιλάει στην «Καθημερινή» για το «Το μαύρο φόρεμα του κόρακα»

Συνέντευξη στη Μάρω Βασιλειάδου και την «Καθημερινή»


Μιλάει δημιουργώντας μεταφορικές εικόνες. Για παράδειγμα, απαντώντας σε μια ερώτηση για τις συγγραφικές επιρροές του, λέει: «Πες μου από ποιον κλέβεις να σου πω ποιος είσαι. Αν συλληφθώ από την Ασφάλεια και όπως οι κλέφτες αναγκαστώ να αδειάσω τις τσέπες μου σε ένα τραπέζι –έτσι όπως το δείχνουν οι φωτογραφίες του αστυνομικού ρεπορτάζ–, θα εμφανιστούν ο Ερωτόκριτος, ο Ομηρος, ο Σεφέρης, ο Γκάτσος, τα δημοτικά τραγούδια, ο Τέλος Αγρας, ο Κοσμάς Πολίτης, ο Γιώργος Ιωάννου.

Είναι πολλά τα κλοπιμαία που θα βγουν στο τραπέζι. Αισθάνομαι κοντά στους μεγάλους ποιητές. Έχει σημασία ποιους από αυτούς υποδέχεσαι στο γραφείο σου, στη βόλτα, στο περπάτημά σου».

Ο Θοδωρής Γκόνης εργάζεται στο θέατρο. Γράφει διηγήματα, ποιήματα και στίχους για τραγούδια. Φέτος συμπληρώνει 14 χρόνια ως καλλιτεχνικός διευθυντής στο Φεστιβάλ Φιλίππων και με το τέλος του έτους ολοκληρώνει τη θητεία του ευγνώμων για την εμπειρία, τους ανθρώπους, τις συναντήσεις, το έργο που επιτελέσθηκε.

Το τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Το μαύρο φόρεμα του κόρακα», εκδόθηκε πρόσφατα, ενώ σύντομα θα κυκλοφορήσουν δύο νέα CDs με δικούς του στίχους, τα «Δύο λάθη» σε μουσική του Φώτη Σιώτα και το «Ανάποδο το θαύμα» σε μουσική του Χρήστου Θεοδώρου. Με όλα ετούτα κάποιος άλλος θα χανόταν, θα σκόνταφτε. Εκείνος έχει τον δικό του τρόπο να κρατάει τον ρυθμό: περπατάει. «Γράφω περπατώντας», λέει εξηγώντας πώς συνθέτει αυτή τη φωνητική γραφή που είναι τόσο χαρακτηριστική στη δουλειά του. «Ουσιαστικά μόνον έτσι μπορώ να δημιουργήσω τα τραγούδια και τα κείμενα: τα λέω στον δρόμο. Έχω ταλέντο στο παραμιλητό. Αν μου πάρεις τα πόδια, κάηκα».

 

Το ποτάμι

Αν συλληφθώ από την Ασφάλεια και όπως οι κλέφτες αναγκαστώ να αδειάσω τις τσέπες μου σε ένα τραπέζι, θα εμφανιστούν ο Ερωτόκριτος, ο Ομηρος, ο Σεφέρης, ο Γκάτσος, τα δημοτικά τραγούδια… Η συνέντευξή μας γίνεται με αφορμή «Το μαύρο φόρεμα του κόρακα». Οι στίχοι βεβαίως δεν μένουν έξω από τη συζήτηση, ούτε από τη ζωή του – «Και να ήθελα να αφήσω τα τραγούδια, δεν θα με άφηναν αυτά», λέει ο δημιουργός τους.

Όμως, ενώ «ο στίχος, λόγω της ομοιοκαταληξίας, είναι ένα τρελό αυτοκίνητο που δεν υπακούει και σε πηγαίνει όπου θέλει αυτό», το συγκεκριμένο βιβλίο είναι ένα ποτάμι που οδηγεί τον συγγραφέα του στις πηγές: στους τόπους όπου κατοικεί η παιδική και εφηβική του ηλικία. Γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό, την Γκάτζια, μεταξύ Ναυπλίου και Επιδαύρου, και σύντομα η οικογένεια μετακινήθηκε στο Ναύπλιο.

Μέχρι τα 18 του χρόνια έζησε εκεί και μολονότι είναι περισσότερος πλέον ο καιρός που έχει περάσει στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στην Καβάλα, εκείνος επιστρέφει και πάλι στη γενέτειρα. «Αυτές οι ιστορίες δεν περνούν τον Ισθμό της Κορίνθου προς τα επάνω», σχολιάζει. Το Ναύπλιο, το Άργος, οι Μυκήνες, η Ζήρια, ο Χελμός, το Αρτεμίσιο είναι μέσα στις αφηγήσεις. Απλώς δεν κατονομάζονται, ούτε περιγράφονται αναλυτικά. Όμως οι έμπειροι ταξιδιώτες και οι ντόπιοι θα τα ανακαλύψουν και θα δουν τις πόλεις με τα φρούρια «να ανάβουν σαν πολυέλαιοι όταν πέφτει η νύχτα» – μία από τις πολλές εικόνες που σχεδιάζει μιλώντας ο κ. Γκόνης.

Άλλα μέτρα και σταθμά

«Πάντα έχεις οφειλές, πάντα επιστρέφεις στον χώρο της μνήμης», λέει. «Το σχολικό υποδεκάμετρο δεν ήταν αρκετό για να αντιληφθείς το μέγεθος των πραγμάτων που έζησες όταν ήσουν μικρός, για αυτό κάθε επιστροφή φέρνει κι ένα ξάφνιασμα. Επειδή πλέον επιστρέφεις με άλλα μέτρα και σταθμά», λέει ο συγγραφέας.

Από τα πρόσωπα που εμφανίζονται στις επτά ιστορίες της συλλογής κάποια τα συνάντησε και κάποια όχι. Ο βασικός ήρωας, ο ρακοσυλλέκτης, δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο. Η πόρνη που εμφανίζεται σε μια άλλη ιστορία υπήρξε πραγματικά, και κάποια από τα επεισόδια έχουν συμβεί όπως περίπου περιγράφονται, για παράδειγμα στο διήγημα «Η κόκκινη φλορέτα».

«Ήθελα να γράψω αυτές τις ιστορίες. Λίγο πολύ λανθάνουν στη μνήμη μου κάποια γεγονότα, αλλά αναρωτιέμαι κιόλας: “Θέλω να διηγηθώ αυτά που επινόησα ή αυτά που έζησα;” Κάθε πράξη ανάμνησης ήταν για μένα σαν μια γιορτή. Ξαφνιαζόμουν με αυτά που ανακάλυπτα.

Και δέχτηκα πείραμα: να υιοθετήσω μια γραφή διαφορετική από το ύφος των προηγούμενων διηγημάτων μου, η οποία δεν έχει σημεία στίξης. Το θέατρο μου έμαθε τη σημασία του λόγου που ρέει χωρίς διακοπή, κι ακόμη περισσότερο ο στίχος. Όλα είναι ρυθμός, όλα στο τέλος είναι μουσική. Ένιωθα πιο ελεύθερος κρατώντας το μέτρο που έχει μια ποιητική γραφή. Στο θέατρο το ξέρουμε αυτό, πρέπει να πάρεις μια μακριά αναπνοή για να πεις ένα μακροπερίοδο κείμενο. Πρέπει να είσαι κολυμβητής, να ξέρεις πότε θα βγάλεις το κεφάλι από το κύμα για να αναπνεύσεις, και να συνεχίσεις».

πηγή: kathimerini.gr

Προηγούμενο άρθρο

Όταν οι άλλοι νομοθετούσαν για την πάταξη του Χουλιγκανισμού εμείς αμολούσαμε καλούμπα !

Επόμενο άρθρο

Γιάννης Παναγιωτίδης: «Ο νέος αναπτυξιακός νόμος υποβαθμίζει Καβάλα - Δράμα»