Το τηλέφωνο χτύπησε μεσημέρι Τετάρτης.
«Έλα Βούλα, ο Βασίλης ο Μαρουλάς είμαι, τι κάνεις;»
Κι ενόσω προσπαθώ να υπολογίσω πόσα χρόνια πέρασαν από την τελευταία φορά που τον συνάντησα, συμπληρώνει:
«Πέρασα από την εφημερίδα αλλά δε σε βρήκα. Μόλις κυκλοφόρησε η τέταρτη ποιητική μου συλλογή και θέλω να συναντηθούμε για να σου τη χαρίσω». Χαράς ευαγγέλια, διότι τα ποιήματα του Βασίλη μ’ αρέσουν. Κάποιες φορές μάλιστα μ’ αρέσουν πάρα πολύ. Συναντηθήκαμε το ίδιο βράδυ και μου έδωσε το νέο του βιβλίο. Το ημίφως που επικρατούσε στο σημείο της συνάντησης δε μου επέτρεψε να διαβάσω τον τίτλο, μόλις όμως φωτίστηκε το περιβάλλον μου ανέγνωσα «Μπλάνες και κουμούλια»… Τι είναι αυτό, αναρωτήθηκα. Τι θέλει να πει ο ποιητής; Κοίτα να δεις που θα μ’ αναγκάσει να γκουγκλάρω τις λέξεις για να τις καταλάβω. Και το έκανα. Διάβασα λοιπόν ότι «Μπλάνες» και «κουμούλια» ονομάζονται τα μεγάλα κομμάτια «σφιχτού» χώματος που τα σπάνε με την τσάπα για να καλλιεργήσουν τη γη.
Ύστερα διάβασα το ιδιόρρυθμο βιογραφικό που αναγράφεται στην εσωτερική πλευρά των εξωφύλλων: «Καθημερινώς και αξημέρωτα ζητώ την άδεια από την αγελάδα της έμπνευσης ν’ αρμέξω λέξεις.Μου το επιτρέπει σπάνια και μόνο εφόσον έχει αφεθεί νωρίτερα να βοσκήσει στα λιβάδια των εμπειριών.Κατόπιν παίρνω προσεκτικά την καρδάρα πριν την κλοτσήσει το ζωντανό και χυθούν οι λέξεις μπερδεμένες στις σελίδες.Δεν θα το άντεχα με τίποτα να με χρεώσουν στους σουρεαλιστές ενώ ανήκω στους λυρικούς της κοινωνικής ποίησης και, πιο συγκεκριμένα, στους ποιητές της ήττας.Στη συνέχεια μουντζώνομαι διπάλαμα εκφράζοντας το «ώρσε, σαρδανάπαλε, που θες ν’ ασχοληθείς και με την ποίηση», κι αφού παίρνω την τσάπα μου, ξεκινώ να σπάζω μπλάνες και κουμούλια καβγαδίζοντας δυνατά με χώματα και χόρτα.Κάθε λίγο και λιγάκι ανοίγω λάκκους βαθιούς και θάβω ελπίδες, προσδοκίες και λοιπά δολώματα επίτευξης ανούσιων επιτυχιών.Βάζω και πέτρες από πάνω μην τυχόν και δω την άνοιξη να φυτρώνουν τίποτα ιδέες και στόχοι, καλέσματα παλιών παθών.Εδώ στη γούβα του βουνού θα μείνω προσπαθώντας να καταλάβω γιατί είναι οι σφήκες μονίμως θυμωμένες.Αυτά, merci και ένα au revoir αφήνω εκτεθειμένο στο κρύο του χειμώνα. Αν επιβιώσει, έχει καλώς».
ΣΚΟΤΑΔΙ – ΦΩΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΡΧΗ…
Πόσο μα πόσο «μαρουλάδικο», σκέφτηκα… Μόνο ο Βασίλης θα μπορούσε να γράψει τέτοιο κείμενο. Κι αν κάποιος δεν τον γνωρίζει θ’ αρχίσει ν’ αναρωτιέται μήπως τα ψυχοφάρμακά του έχουν λήξει εδώ και καιρό. Για εμάς τους υπόλοιπους ωστόσο, που και τον Βασίλη γνωρίζουμε και τη γραφή του απολαμβάνουμε, τίποτε προερχόμενο από εκείνον δεν μπορεί να μας εκπλήξει. Τέταρτη ποιητική συλλογή λοιπόν από την «Κάπα Εκδοτική» ακριβώς στην εκπνοή του 2022, ύστερα από το «Εκεί…» του 2008, το «Έρωτες και μάχες αυτοτελείς» του 2010, το «Καθ’ οίκον περιορισμός» του 2020. Μια συλλογή με 42 φρέσκα, για το αναγνωστικό κοινό, πονήματα που για τους μυημένους στην ποίηση του Βασίλη, ακολουθούν την γνωστή διαδικασία σκοτάδι – φως, σκοτάδι – φως και πάλι απ’ την αρχή.
Λένε πως είμαι μονόχνοτος και περίεργος,
ότι αποφεύγω τις παλιές παρέες,
μα κανείς δεν έρχεται να τυλιχτούμε στα βάτα
και να παίξουμε με τα τριβόλια.
Όπως αυτοί φοβούνται τα άγδαρτα χωράφια, φοβούμαι εγώ τις πόλεις τους.
Κι όμως δεν έκρινα κανέναν.
Κάθε φορά που παίρνω στα χέρια μου νέα δικά του ποιήματα στο νου μου έρχεται μια παράδοξη εικόνα… Ο Βασίλης στο ημίφως μιας σοφίτας, κάθεται στο γραφείο που φωτίζεται από 2 – 3 κεριά, ακούει σιγανά κάποιες μελωδίες, πίνει Single Malt ουίσκι, στα πόδια του είναι ξαπλωμένα τα σκυλιά του, κοιτάζει έξω από το παράθυρο τη σκοτεινή νύχτα που φωτίζεται από αστραπές, ενόσω η βροχή μαστιγώνει το τζάμι… Είμαι σίγουρη ότι καμία σχέση δε θα έχει η συγκεκριμένη εικόνα με τα ισχύοντα κι όμως εγώ έτσι τον φαντάζομαι να γράφει:
Μόνο μια ξεραμένη συκιά στο βάθος
χτυπημένη από τρεις κεραυνούς
φύτρωσε πάνω στον τάφο της ελευθερίας
πρόχειρα όπως την έχωσαν στο χώμα κάποια νύχτα οι φονιάδες της.
Από μακριά την κοιτάς,
πώς να πας ως εκεί;…
ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΟΥΓΙΑ ΝΑ ΓΡΑΦΕΙ Β.Μ.
Ο Βασίλης Μαρουλάς είναι μια ολόκληρη κατηγορία μόνος του. Ομοίως μια ξεχωριστή κατηγορία είναι και η γραφή του, είτε πρόκειται για πεζό είτε για ποιητικό λόγο. Τα κείμενα του Βασίλη ποτέ δε θα τα μπερδέψει ο/η αναγνώστης με κάποιου άλλου. Αυτή η ευφυέστατη – σαρκαστική – ειρωνική χροιά τους αποτελεί το δικό του μοναδικό «δαχτυλικό αποτύπωμα». Κάτι ανάλογο ισχύει και για τα ποιήματά του.
Ονειρευτείτε!
Ονειρευτείτε πριν να ‘ν’ αργά.
Ονειρευτείτε πριν κηρυχθούν παράνομα τα όνειρα,
πριν συλληφθούν,
πριν εκτελεστούν
προς παραδειγματισμό των άλλων ονείρων.
Ονειρευτείτε!
Οι μπόγιες των ονείρων βγήκαν ήδη παγανιά…
Γραμμένα από ένα άτομο που λατρεύει τη φύση, ορισμένα από αυτά σου γεννούν στο μυαλό πίνακες ζωγραφικής εξαιρετικών τοπίων, σου φέρνουν στη μύτη μυρωδιές κι ευωδιές της γης, στέλνουν στ’ αυτιά σου ήχους που μόνο σ’ ένα φυσικό τοπίο μπορείς ν’ ακούσεις.
Βγάλε, ψυχούλα μου, φτερά,
πέτ’ απ’ το στόμα σου φωτιά όλα να τα κάψουμε,
μακριά τους να πετάξουμε.
Βγάλε, θάλασσα, μποφόρια,
στων κυμάτων τις κορφές ρίξε χιόνια,
ρούφηξέ με στα βαθιά,
κράτησέ τους στη στεριά.
Νύχτα, διώξε το φεγγάρι,
τύλιξέ με στο σκοτάδι,
τους φοβάμαι όλους πια,
σβήσ’ τους σαν κακιά σκιά.
Τα μπουκάλια όλα στεγνά,
πίνω απ’ τις φλέβες μου
σπασμένα γυαλιά.
Τα όνειρά μου ελεύθερα αφήνω,
στο σχοινί μονάχος μου θα μείνω,
απ’ της ζωής τα καψόνια,
καλή λευτεριά.
ΟΣΑ ΑΓΑΠΑ ΚΑΙ ΟΣΑ ΜΙΣΕΙ
Ο Βασίλης απεχθάνεται την πολιτική και τους πολιτικούς, όπως αυτά ισχύουν σήμερα και μάλλον δεν είναι πλέον ο μόνος, αφού και πολλοί ακόμη τα ίδια αισθήματα μοιράζονται. Κι απ’ την άλλη ο Βασίλης λατρεύει την ψυχή, την αγάπη, την ελευθερία, την ευτυχία. Γι’ αυτό και «ντύνει» τις έννοιες αυτές με τις ομορφότερες λέξεις του…
Την ευτυχία κυνήγησα παλιά
κι εκείνη όλο γελούσε.
«Νερό είμαι», μου φώναζε,
«δεν στέκομαι, κυλάω».
Μα εγώ τυφλός από έρωτα
πάλευα να τη φτάσω.
Κι εκείνη τρέχοντας
μου φώναζε από μακριά:
«Δεν ανήκω σε κανέναν».
Ώσπου μια αδιάφορη στιγμή,
όταν σταμάτησα πια να τη ζητάω,
ήρθε και ξάπλωσε δίπλα μου.
Με χάιδεψε στο μάγουλο
και είπε: «Σε λίγο φεύγω».
Πού να βρω;
Οι εναλλαγές των συναισθημάτων από τη μία σελίδα στην επόμενη, οι εναλλαγές των εικόνων του από το φως στο σκοτάδι, οι εναλλαγές της διάθεσης που προκαλούν τα ποιήματά του ενδεχομένως να είναι ένα δυνατό προτέρημα. Αλίμονο αν όλα ήταν μαύρα και δυσοίωνα κι αλίμονο αν όλα ήταν ροζέ ιδανικά. Κάπως σαν τη ζωή μας δηλαδή και τα σκαμπανεβάσματά της, που μια μας ανεβάζει στον ουρανό και μια μας ρίχνει στα τάρταρα…
Όταν σε κάνω να γελάς
με το κεφάλι ριγμένο πίσω,
νιώθω να θυμιατίζω τον Θεό
με τριαντάφυλλο και άνθη από ιβίσκο.
Όταν μου λες πως μ’ αγαπάς,
χίλιες ωδές μου τραγουδάς,
που υμνούν τη θάλασσα, τον ουρανό,
κι ό,τι είναι σκοτεινό το καίει ο ήλιος.
Όταν μ’ αγγίζεις σκύβω και κοκκινίζω.
Τι έκανα για να τ’ αξίζω.
Δεν θα μπορούσα ούτε να ονειρευτώ
μια στιγμή από αυτά που ζω μαζί σου.
Ιδιόχειρη αφιέρωση δεν έχει το βιβλίο που μου χάρισε ο Βασίλης Μαρουλάς. Μου την είπε όμως προσωπικά. Κι εγώ του εξήγησα ότι είναι κρίμα να απεχθάνεται φριχτά τη νοσταλγία, γιατί δεν είναι θλίψη η αναπόληση του χθες. Αντίθετα, είναι η γιορτή των ξέγνοιαστων αναμνήσεών μας, χωρίς ζήλεια για το χθες, χωρίς ανεκπλήρωτα απωθημένα, μιας και ακόμη αντέχουμε το δειλινό της σάρκας μας… Κι αυτό του το υπογράφει μια φανατική «καφαδόπληκτη»!
Την αγάπη όπου τη βρεις
σκύψε και μάζεψέ την με το χέρι
απαλά.
Σαν βότανο μαγικό και σπάνιο,
που έχει όλα τα καλά
και τα πάντα γιατρεύει.
Την αγάπη όπου τη βρεις
μην την περιφρονήσεις.
Κάποιοι δεν βρήκαν ποτέ
ούτε ένα κλωνάρι της
κι έμειναν δυστυχισμένοι.
Την αγάπη όπου τη βρεις
μην ξεμακραίνεις και χαθείς,
κοντά εκεί να μείνεις.
Την αγάπη όπου τη βρεις
το χρέος στους ανθρώπους να θυμηθείς.
Πάρε τους σπόρους της,
πέτα τους ψηλά
και προσευχήσου στον αέρα
να τους πάει μακριά,
απ’ άκρη σ’ άκρη σ’ όλη τη γη,
γιατί είναι της αγάπης η αγκαλιά
αυτή που αντέχει να μας σώσει.
ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ