Γράφει ο Παναγιώτης Φώτου
Παρακάτω ένα κομμάτι της αφήγησης που κατέγραψα πριν από χρόνια από τη διήγηση της Θείας μου Σοφίας για τη συμμετοχή της σε μια «Πορεία Θανάτου» των Ποντίων. Η θεία μου τότε οκτώ χρονών παιδί, βρίσκονταν κάτω από τη φροντίδα μιας γειτονικής φιλικής οικογένειας τους.
Οι καλοί εκείνοι άνθρωποι ανέλαβαν τη φροντίδα της μετά τη λεηλάτηση της οικογενειακής της περιουσίας από τους Τούρκους και τον εμπρησμό της κατοικίας τους με τους γονείς της μέσα, να έχουν βρει φριχτό θάνατο από τη φωτιά. Αιτία της καταστροφής η ενεργός συμμετοχή της οικογένειας στο Αντάρτικο Κίνημα που γεννιόνταν τότε στον Πόντο.
Η διαδρομή αυτή είχε αφετηρία τις Δυο Μούσες (Dis Muses) της Οινόης του Πόντου και τέρμα το Χαλέπι της Συρίας. Η πορεία ξεκίνησε αφού μάζεψαν τους κατοίκους στην κεντρική πλατεία του χωριού με την παρακάτω ανακοίνωση: «Ακούσατε, ακούσατε, όλοι οι Χριστιανοί θα πρέπει σε μια ώρα από τη στιγμή που θα ακουστούν οι τρεις ντουφεκιές να μαζευτείτε στο δρόμο προς τα Κοτύωρα με ότι μπορείτε να μεταφέρεται μαζί σας.
Η κίνηση αυτή γίνεται για την καλύτερη ασφάλεια σας. Μαζί σας θα έχει ο καθένας ότι μπορεί να κουβαλήσει σε τρόφιμα και ρούχα. Όποιος δεν υπακούσει θα εκτελεστεί επί τόπου και το σπίτι του θα πυρποληθεί».
Πήραμε τον δρόμο για τα Κοτύωρα που έπαιρναν και τα καραβάνια που περνούσαν από το χωριό μας όταν πήγαιναν ανατολικά. Μετά από δυο ώρες αλλάξαμε πορεία και συναντήσαμε το δρόμο προς τη Νεοκαισάρεια, όπως είπε ο κύριος Κώστας.
Όταν ο ήλιος ήθελε δρόμο μίας βουκέντρας για να βουτήξει πίσω από το βουνό, που μας έκρυβε τη θάλασσα, γύρισα προς το χωριό μας και είδα τα τελευταία του σπίτια για τελευταία φορά. Κάτι μέσα μου σκίρτησε, ένα αίσθημα απώλειας, ότι κάτι χάνω, μια απώλεια απροσδιόριστη, ένα σφίξιμο που νιώθεις καμιά φορά και δε ξέρεις να το εκφράσεις με λόγια.
Ήταν Σεπτέμβρης του 1919, πέντε μέρες πριν από του Σταυρού το βράδυ αυτό. Ήμασταν στην κορυφή ενός βουνού και ήταν η πρώτη νύχτα της ζωής μου που θα την περνούσα έξω στην ύπαιθρο. Το ψιλοχάρηκα στην αρχή.
Έξω στην εξοχή με τον ουρανό γεμάτο αστέρια που από εκεί ψηλά που βρισκόμασταν δεν ήθελε πολύ να απλώσεις το χέρι και να τα πιάσεις. Η κυρία Ευτέρπη ήρθε και μας σκέπασε με τις κατσικίσιες κάπες που κουβαλούσε ο κυρ Κώστας.
Εμείς, η Τασία και εγώ ξαπλωμένες κοιτούσαμε τον ουρανό και διαλέγαμε ποιο θα είναι το αστέρι μας που θα μας συντροφεύει. Ήταν τόσα πολλά εκεί επάνω που χάναμε τον λογαριασμό. Σε μια στιγμή όταν ένοιωσα την έλλειψη της Μητέρας μου γιατί την τελευταία φροντίδα και το τελευταίο της φιλί, πριν τον σημερινό μου ύπνο, δεν μου την έκανε εκείνη αλλά μια άλλη γυναίκα, ασυναίσθητα σηκώθηκα και κρεμάστηκα στο λαιμό της κυρίας Ευτέρπης, την φίλησα και της είπα: —Σ’ αγαπώ πολύ και επειδή δεν μπορώ να σε λέω Μαμά, θα σας έχω θείους μου εσένα και τον θείο Κώστα.
Θα με αφήσετε να σας φωνάζω έτσι. Έτσι δεν είναι; Η καλή γυναίκα με αγκάλιασε και αυτή και με έσφιξε στον κόρφο της λέγοντας μου — Για μας Σοφία μου θα είσαι το παιδί μας και θα σ’ αγαπάμε, εσύ να μας φωνάζεις όπως θέλεις.
Ένα δάκρυ που ήρθε στο ακρόματο μου και ένα σφίξιμο στο λαιμό δεν τα άφησα, τα έπνιξα μέσα μου. Μετά από αυτό αγκαλιαστήκαμε με την Τασία και κοιμηθήκαμε αμέσως γιατί η κούραση δε μας άφησε πολλά περιθώρια για κουβέντα.
Την άλλη μέρα, πριν ακόμη βγει ο ήλιος άρχισαν οι καβαλάρηδες να ξυπνούν τον κόσμο. Η κούραση της χθεσινής πολύωρης πορείας έκανε τον κόσμο να είναι νωχελικός και να μην υπακούει ευχάριστα στις εντολές των Τζανταρμάδων.
Τότε είδαμε το άλλο πρόσωπο αυτών των ανθρώπων. Μπήκαν μέσα στο πλήθος και άρχισαν να χρησιμοποιούν τα μαστίγια που είχαν για τα άλογα τους και τους υποκόπανους από τα όπλα τους ενάντια στο απροστάτευτο πλήθος.
Οι καμουτσικιές έπεφταν όπου εύρισκαν σε κορμιά, πρόσωπα, πλάτες. Δεν έκαναν καμιά επιλογή, το καμουτσίκι σφύριζε πρώτα στον αέρα και μετά έπεφτε σε γέρους, παιδιά, γυναίκες και άνδρες και άφηνε μια χαρακτηριστική γραμμή στο δέρμα που αιμορραγούσε.
Όταν χτυπήθηκε ένας ηλικιωμένος ανάμεσα στα φρύδια με τον υποκόπανο ενός όπλου και τον πήραν τα αίματα, ο γιος του που ήταν μαζί αντέδρασε και έπιασε το όπλο του βασανιστή. Τράβηξε γρήγορα το όπλο ο Τζανταρμάς, σημάδεψε και πυροβόλησε τον άνδρα κατευθείαν στο κεφάλι.
Αυτός, λες και κεραυνοβολήθηκε έπεσε κοιτάζοντας τον ουρανό με τα χέρια απλωμένα στο πλάι και με τα μάτια ανοιχτά. Στο μέτωπο του έγινε ένα μικρό σημαδάκι, σαν ελιά. Νομίσαμε ότι ζαλίστηκε και έπεσε αλλά όταν είδαμε εκεί που είχε ακουμπήσει το κεφάλι του στο χώμα να είχε γεμίσει από μια λίμνη αίμα, ο Θείος Κώστας είπε ότι τελείωσε.
Τρομοκρατημένοι, άπλυτοι και νηστικοί ξεκινήσαμε την καινούργια πορεία προς το άγνωστο με την ελπίδα ότι ο δρόμος μας θα μας φέρει σ’ ένα ήρεμο και φιλόξενο τόπο. Όταν φτάσαμε στην κορυφή του βουνού κοίταξα πίσω για να δω τη θάλασσα. Αυτό που είδα ήταν μια σειρά από κορυφές βουνών.
Το μάτι μου έπεσε στην ανοιχτοσιά που χθες περάσαμε το βράδυ. Είδα σημάδια που έμοιαζαν με ανθρώπους ξαπλωμένους. Τα έδειξα στον θείο Κώστα και του είπα κοίταξε Θείο πόσους ξέχασαν να ξυπνήσουν!
Αυτός γύρισε στη γυναίκα του και αγκαλιάζοντας την από τον ώμο, της είπε —-Ευτέρπη κάθε πρωί θα γινόμαστε και λιγότεροι και νομίζω ότι ο δρόμος μας δεν έχει προορισμό αλλά ούτε και επιστροφή.