Ήταν η δεύτερη και τελευταία προσπάθειά μου να παρακολουθήσω αριστοφανική παράσταση με το Γιώργο Κιμούλη. Υπόσχομαι ότι δε θα το επιχειρήσω ξανά στο μέλλον, γιατί και το βράδυ της Παρασκευής μετά το τέλος του «Πλούτου» αποχώρησα απογοητευμένη, όπως ακριβώς το είχα πάθει και το 2014 με τις «Θεσμοφοριάζουσες». Έχοντας αποκρυσταλλώσει την άποψή μου, θερμά παρακαλώ, όχι άλλο Αριστοφάνη κ. Κιμούλη μας!
Εξαρχής είχα απορήσει, τότε που είχα πρωτοδιαβάσει την είδηση για το ανέβασμα της συγκεκριμένης παράστασης. Αναρωτήθηκα, πώς θα ήταν δυνατό να συνυπάρξουν στην ίδια σκηνή ένας θεατράνθρωπος μεγάλου βεληνεκούς με δύο τηλεοπτικές κονσερβαρισμένες και στιλιζαρισμένες περσόνες. Παρακολουθώντας το έργο συμπέρανα ποιες θα ήταν περίπου οι εντολές που πρέπει να έλαβε ο σκηνοθέτης. «Ετοίμασε μια πιασάρικη παράσταση, με ονόματα – κράχτες που θα φέρουν φράγκα στο ταμείο για να τα πάρεις κι εσύ, κράτα γερά τις ισορροπίες, πρόσφερε στο λαουτζίκο το υβρεολόγιο που κατά κανόνα προτιμά, μπέρδεψε και λίγες σύγχρονες αναφορές προκειμένου να εκβιαστεί το γέλιο και φύγαμε για περιοδεία».
Αν μη τι άλλο, ο Γιώργος Κιμούλης εφάρμοσε πιστά όσα του είπαν, αφήνοντας όμως σε μία άκρη τη ψυχή του και το μέγιστο θεατρικό του εκτόπισμα. Από ένα βαθιά καλλιεργημένο στο αρχαίο θέατρο άτομο, που έχει παρουσιάσει καθηλωτικές και συγκλονιστικές τραγικές ερμηνείες, σίγουρα μερίδα του κοινού θα περίμενε κάτι περισσότερο. Δεν το εισέπραξε και η μόνη δικαιολογία που του αναγνωρίζεται είναι οι βιοποριστικοί λόγοι. Αρκεί όμως αυτό για την απενοχοποίησή του; Εξαρτάται, θα απαντήσω, από το πόσο διάστημα θα χρειαστεί έως ότου ανακάμψει κι επιστρέψει στα δικά του γνωστά στάνταρ.
Η πρόθεση του σκηνοθέτη – Κιμούλη μπορεί αρχικά να ήταν καλή. Κάτι όμως στην πορεία στράβωσε. Λες και πήρε στα χέρια του τον «Πλούτο», τον καλοκοίταξε από όλες τις πλευρές, προσπάθησε να το διαχειριστεί μεταφέροντάς τον στα σύγχρονα νεοελληνικά δεδομένα, ωστόσο η συνταγή δε του έβγαινε και τελικά απέμεινε να τον ατενίζει με αμηχανία αναρωτώμενος: «Τώρα εγώ αυτό πώς να το καταφέρω;» Τον τρόπο φυσικά και τον βρήκε, έστω κι αν εμένα με χάλασε.
ΑΥΤΗ ΗΤΑΝ Η ΣΥΓΝΩΜΗ;
Από την πρώτη κιόλας σκηνή, το εύρημα να ενσωματώσει τα νεαρά παιδιά του χορού στο κοινό και να τους αναθέσει την αμφισβήτηση για την επιλογή του έργου, προφανώς ήταν η εσωτερική σιωπηλή «κραυγή» ή ακόμη και η παράκληση συγνώμης. «Ναι, επιλέξαμε να παρουσιάσουμε ένα πολυπαιγμένο έργο με διαχρονικά νοήματα, πιστεύοντας ότι πέραν των προσθηκών και των ευρημάτων θα σας κάνουμε να γελάσετε βασιζόμενοι στην πεπατημένη. Ήτοι, θα σας ταράξουμε στις χυδαίες ύβρεις, στα λαϊκίστικα αστειάκια, στα μοναχικά σόλο των πρωταγωνιστών, αλλά θα σας διδάξουμε κιόλας ότι πλούτος δεν είναι το χρήμα παρά τα υψηλά ιδανικά και η κοινωνική συνοχή». Έτσι είναι, αν έτσι πιστεύετε κ. Κιμούλη.
Είναι όμως το λιγότερο παράδοξο, όπως επεσήμανε και ο Παύλος, να δεχόμαστε από σκηνής διδαχές για τη χρηματική ματαιότητα του Πλούτου και την ίδια στιγμή το κανονικό εισιτήριο της παράστασης να κοστίζει 20 ευρώπουλα. Εάν όμως δεν κοστολογούνταν τόσο, δύσκολα θα έβγαιναν τα μεροκάματα για τις φίρμες. Πάντως, με 1.800 κομμένα εισιτήρια μόνο το βράδυ της Παρασκευής έστω και υπό την απειλή ξεσπάσματος καταιγίδας, κατά πάσα πιθανότητα ο θίασος θα πήγε χαρούμενος για ύπνο.
Αφού έτσι επιβάλλεται λοιπόν, ας αναλύσουμε και τις επιμέρους λεπτομέρειες μιας παράστασης που μπορεί να ενθουσίασε το κλαπατζίδικο (εκ του κλαπ-κλαπ = χειροκρότημα) κοινό, δυστυχώς όμως τρομοκράτησε τους οπαδούς του Γιώργου Κιμούλη. Πόση άραγε από τη μετάφραση της «βιομηχανίας παραγωγής» (λέγε με και Κ.Χ. Μύρη) έφτασε τελικά στ’ αυτιά μας; Δύσκολο να αποφανθούμε γιατί θα πρέπει να σκαλίσουμε βαθιά κάτω από την επιθεωρησιακή και μιουζικαλίστικη προσέγγιση του έργου, το οποίο ξεχείλωσε χρονικά και ξεπέρασε σε διάρκεια τις δύο ώρες.
Ανούσιο το σκηνικό του Γιώργου Πάτσα που περνούσε αδιάφορο προκειμένου τίποτε να μην αποσπά την προσοχή από τους βασικούς πρωταγωνιστές. Έξυπνα έως και κιτσάτα τα κοστούμια της Σοφίας Νικολαϊδη, όπως ακριβώς χρειαζόταν αφού προσέδωσαν κωμική νότα όσο μπόρεσαν. Η μουσική του Γιώργου Ανδρέου ακούγονταν τουλάχιστον στα δικά μου αυτιά τόσο εκκωφαντική ώστε έχασα αρκετούς από τους στίχους του Ισαάκ Σούση.
ΕΞΑΦΑΝΙΣΕ ΕΠΙΤΗΔΕΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ;
Ερμηνευτικά, ο σκλαβωμένος στον Αριστοφάνη Γιώργος Κιμούλης υποβάθμισε φοβερά το επίπεδό του, συγκράτησε αφάνταστα τον εαυτό του, μέχρι και τον «μπαμπαϊα» υποδύθηκε με σκοπό να μην κλέψει σταγόνα από τη δόξα των συμπρωταγωνιστών του. Ο δικός του ρόλος ως θεού Πλούτου και ως Πενία, ήταν του ισορροπιστή κι εκεί αποκλειστικά παρέμεινε. Με φωτεινή εξαίρεση τη στιγμή της διδαχής των νέων, έστω αν κι εκεί θεώρησε πως δίδονταν μια ευκαιρία για το πέρασμα πολιτικών μηνυμάτων.
Ο Σμήναρχος Κάκαλος-Ζάχος Δόγκανος-Αλέξανδρος Θεοτοκάτος- Διονύσης Μαυροτσούκαλος- Μάρκος Στάικος- Αρχοντής Παξινός… και Χρεμύλος Γιάννης Μπέζος επιδόθηκε στην αγαπημένη του απασχόληση. Τραγούδησε και μάλιστα αρκετά. Ναι, είναι καλλίφωνος και του το αναγνωρίζουμε, ναι είναι έξοχος κωμικός αλλά μόνο όταν θέλει, ναι γίνεται απλά διεκπεραιωτικός όταν βαριέται κι όμως αυτή τη φορά ήταν πολύ καλύτερος από αρκετές περιπτώσεις του παρελθόντος. Έχοντας μάλιστα ως μέτρο σύγκρισης τον «Κατά φαντασίαν ασθενή» του 2009, μέχρι και για ρεσιτάλ αριστοφανικής ερμηνείας θα μπορούσαμε να μιλήσουμε.
Ο Χάι Ροκ-Πέτρος και τα κορίτσια του-Πενήντα Πενήντα-Γλυκούλης Λάκης… και Καρίωνας Πέτρος Φιλιππίδης σε καμία στιγμή δεν αποχωρίστηκε τη μανιέρα του. Στερεότυπες κινήσεις του σώματος, στερεότυπες εκφράσεις και μουτσούνες του προσώπου, στερεότυπες φωνασκίες προκειμένου να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού στο σόλο του, τραγούδησε και χόρεψε επιζητώντας τη μερίδα του λέοντος στο χειροκρότημα.
Σούπερ η εμφάνιση του Τάσου Γιαννόπουλου, που μάλιστα λέγεται πως είναι ο εγγονός του αείμνηστου συνονόματου κωμικού, ήταν η μοναδική πραγματικά απολαυστική παρουσία της βραδιάς. Κρατώντας του ρόλους του Βλεψίδημου, του λομπίστα, του διεφθαρμένου δημοσιογράφου, της γριάς συκοφάντη και του Ερμή πρόσφερε γέλιο χωρίς χυδαίες ακρότητες, απλά και μόνο βασισμένος στο ορθά δοσμένο χιούμορ. Ο Αλμπέρτο Φάις από την άλλη, ειδικά στη σκηνή με τον ιερέα, προσωπικά με εξόργισε και όχι για θρησκοληπτικούς λόγους αλλά εξαιτίας της ακατάσχετης βωμολοχίας.
ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΜΕ ΕΠΑΝΑΚΑΜΨΕΤΕ!
Όχι άλλο Αριστοφάνη λοιπόν κ. Κιμούλη μας! Όχι άλλο εκβιασμό γέλιου από το τηλεοπτικό κοινό! Όχι άλλο χυδαίο χιούμορ στιλ Δελφινάριου και παρά φύση χρήση της λέξεως με τα τρία άλφα, το μ, το λ, και το κ! Όχι άλλες στερεότυπες μανιέρες και κακής ποιότητας απομιμήσεις προηγούμενων εφευρημάτων! Όχι άλλες επίκαιρες αλλά μαζοχιστικές αναφορές σε Καστελόριζα, μνημόνεια, capital controls, Λαγκαρντούδες! Όχι άλλα μπερδεμένα στοιχεία, από στίχους του Αναγνωστάκη έως τους στίχους της Μικρής Πατρίδας του Παρασκευά Καρασούλου! Όχι άλλη προσωπική υποβάθμιση κ. Κιμούλη μας προς χάρη του βιοπορισμού!
Εμείς σας αγαπήσαμε επειδή κι εσείς αγαπούσατε και τιμούσατε την τέχνη σας! Έτσι θέλουμε να σας ξαναδούμε, εκεί θέλουμε να επανακάμψετε, μόνο με αυτό τον τρόπο θα απαλύνεται τις δυσάρεστες εντυπώσεις μας! Α, και κάτι τελευταίο… πολλά διάσημα καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη δύσκολα κρατιούνται, ειδικά όταν καθένα εξ αυτών θεωρεί ότι είναι το κορυφαίο του θεατρικού τελάρου!
ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ