Ο συμπολίτης συγγραφέας κ. Διαμαντής Αξιώτης στο παρελθόν έγραψε το διήγημα που ακολουθεί, το οποίο σχετίζεται με πρόσφατο κείμενο του Θόδωρου Θεοδωρίδη για την επιστροφή της εορτής των Θεοφανίων στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη. Αρχικά το κείμενο περιλαμβάνονταν σε ανθολογία των εκδόσεων Μεταίχμιο.
Οι χαμηλές θερμοκρασίες συντηρούν αναλλοίωτα τα συναισθήματα
ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΗΤΑΝ ΠΑΛΙΟ και βρόμικο στους δρόμους, στις αυλές των σπιτιών και κάτω στο λιμάνι την ημέρα των Θεοφανίων. Tο τσουχτερό κρύο, παρά τον ήλιο που είχε βγει, κατέβαζε μύτες .
– Ψοφόκρυο, μέρα που είναι, είπε η θεία Βαΐτσα, καθώς τύλιγε την φρεσκοπλυμένη πετσέτα που θα έπαιρνε μαζί του ο ανιψιός της.Ο Γιώργος τους θα κατέβαινε στο λιμάνι να βουτήξει στα νερά για τον Σταυρό. Το αποφάσισε ο παππούς του ο Ντελή-Γιώργης, παραμονή Πρωτοχρονιάς, με το που γύρισε από το καφενείο ποτισμένος στη ρακή. Το είπε, δεν ακούστηκε άλλη κουβέντα -από ποιον να ακουγόταν, άλλωστε;- και έβαλε να μηνύσουν στον φαντάρο, να κατεβεί από το Νευροκόπι όπου υπηρετούσε τη θητεία του. Είχε τους λόγους του ο γέροντας: Θυσία και ξόρκι έναντι των δεινών που είχαν πέσει τα τελευταία χρόνια στο σπιτικό τους: πείνες, κατατρεγμοί και θανατικά. Επιπλέον, δοκιμασία του ντελικάτου εγγονιού του, που ευελπιστούσε να τον δει να παλεύει, να νικάει και να μεστώνει μέσα από την εορταστική κατάδυση. Να γίνει άντρας-ντελής, να πάρει όλες τις χάρες του. . Παρόλο τον κακό καιρό, κυρίως την ανέχεια του κοσμάκη, η γιορτή είχε τη μεγαλοπρέπεια που της έπρεπε: λειτουργίες, πομπές, επίδειξη των καινούργιων ρούχων που είχαν βγει από τα κουτιά της UNRRA και τα αμερικάνικα δέματα που κατέφθαναν ύστερα από υπαγορευμένη και καλοπληρωμένη αλληλογραφία. Είχε μπει ο τέταρτος χρόνος που έφυγαν οι τρισκατάρατοι του Βορρά από τη γη της Μακεδονίας κι ακόμα δεν είχαν ηρεμήσει τα χώματα και οι φόβοι των ματιών. Έτρεχε, ωστόσο, ο κόσμος στις γιορτές και τα πανηγύρια, να δει και να χορτάσει όλα όσα θεωρούσε τότε αγύριστα και χαμένα, κάτω από το δυσβάσταχτο βάρος του κατακτητή.
Ο Γιώργος συμμετείχε στην πομπή, εν είδη επισήμου, μαζί με τους παπάδες, εξαπτέρυγα, λάβαρα και τους ψάλτες της Αγίας Βαρβάρας. Οι αδελφές του ήταν πίσω, ανάμεσα στο εκκλησίασμα που ακολουθούσε. Γύριζε στις στροφές του δρόμου να τις κοιτάξει έτσι όπως ήταν μαζεμένες: τέσσερες αξεδιάλυτες φιγούρες στα μαύρα. Η μικρή, κάθε φορά που έπιανε το βλέμμα του, σήκωνε το χέρι να τον χαιρετήσει. Η πομπή βγήκε από τις Καμάρες και ενώθηκε με το εκκλησίασμα των άλλων συνοικιών στην προβλήτα του οικογενειακού κέντρου «Ο Βόσπορος». Η ακολουθία του Αγίου Ιωάννου ήταν η πιο λαμπρή διότι, κατά πρώτον ήταν επικεφαλής ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος, φανταχτερός και σεβάσμιος στη λευκότητα των χρόνων του, και κατά δεύτερον, αυτό που σχολίαζαν με έκδηλη ζήλια και κρυμμένο φθόνο οι υπόλοιποι κάτοικοι της πόλης, ότι αυτή η συνοικία ήταν η πλέον αριστοκρατική. Με τις πλούσιες οικογένειες των καπνεμπόρων, τα σπίτια με τα μάρμαρα στις σκάλες, τα περίτεχνα σκαλίσματα, τα αγάλματα στα άνδηρα και τις ξενόφερτες γκουβερνάντες για τα παιδιά.Ο Σταυρός που θα έπεφτε στη θάλασσα για να ανοίξουν οι ουρανοί και να αγιαστούν τα νερά ήταν του Αγίου Νικολάου. Θαλασσινός αυτός, διεκδικούσε δικαιωματικά τη διάκριση.Ο Γιώργος, ντυμένος τα βαριά φανταρίστικα που, σηματοδοτώντας τη θητεία, μύριζαν αφόρητα, πήγαινε και τον πήγαιναν. Παρόλα αυτά, σκοπίμως δεν έλεγε να αποχωριστεί το χακί, χάριν των ευεργετημάτων που υπολόγιζε να αποκομίσει από τη διάκριση, ιδιαιτέρως της επερχόμενης τιμητικής άδειας που υπολόγιζε να αδράξει. Με τις λασπωμένες αρβύλες, την ασήκωτη σαν μολύβι χλαίνη και τον μπερέ ταψί -μόνο παλάσκες και ξιφολόγχη που δεν φορτώθηκε, ο φαντασμένος, για την περίσταση- ακολουθούσε τον ευτραφή, με κατακόκκινο πρόσωπο, εκκλησιαστικό επίτροπο που τον τραβολογούσε να προλάβουν. Αυτός τον οδήγησε στο πίσω μέρος του «Βόσπορου», ανάμεσα από σκελετούς καθισμάτων και υπαίθρια χωλά τραπεζάκια που υψώνονταν σε ετοιμόρροπους σωρούς. Ο δύσβατος διάδρομος έβγαζε σε ένα στέγαστρο-αποθήκη από λαμαρίνες, που στην προκειμένη περίπτωση θα χρησίμευε για να ξεντυθεί και να μείνει με το μπανιερό. Εκεί είχαν τρυπώσει και τα παιδιά των άλλων συνοικιών για τον ίδιο, επιβεβλημένο, σκοπό. Ο επίτροπος, παρόλο που είχε τελειώσει η αποστολή του, δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Παρέμενε στον συνωστισμό με χείλη υγρά και μάτια που γυάλιζαν έτσι όπως τα περιέφερε λαίμαργα από παιδί σε παιδί.
Κάποια στιγμή ο Γιώργος, ανάμεσα στα ημίγυμνα παιδιά, ξεχώρισε τον Σταύρο. Για να αποφύγει τη συνάντηση, ακόμα και του βλέμματος, χώθηκε πίσω από κάτι σκονισμένες νταμιτζάνες. Άλλωστε τρύπωνε ο καθένας όπου τον βόλευε: πίσω από κασόνια και άδεια κλουβιά. Έβγαζε τα ρούχα του και τα κρεμούσε σε καρφιά και τσιγκέλια. Μετά από αυτή τη διαδικασία του γδυσίματος, εμφανιζόταν ένας ένας με απλωμένες τις πετσέτες στους ώμους, μαυροκίτρινοι και μπιμπικιασμένοι από το κρύο. Χοροπηδούσαν, τρίβονταν και, προσποιούμενοι πως παλεύουν, χτυπιούνταν και αγκαλιάζονταν. Τα παιδιά ανέβηκαν σε βάρκες στρωμένες με πολύχρωμα κιλίμια, στολισμένες με θαλασσινές γαλανόλευκες που ανέμιζαν. Το ίδιο γιορταστικά ήταν και τα άλλα πλεούμενα, σαντάλες και μπιγιαντέδες που περίμεναν να πάρουν τους πιστούς που θα παρακολουθούσαν την τελετή, να ανοιχτούν στα βαθιά, σχηματίζοντας κύκλο. Παρέκει ανέμενε ένα πλήθος από μεγάλα πλοία σαν ογκόλιθοι που έκρυβαν τον ορίζοντα. Φορτωμένα όλα με λάδια, σαπούνια, αποξηραμένα δέρματα και καπνά. Στον αντικρινό μόλο μια μεγάλη μαύρη μαούνα. Δίπλα ένα καράβι με σουηδική σημαία. Κοιτάζοντας ο Γιώργος τα ψηλά κατάρτια σκέφτηκε πως θα ήταν ωραίο να μπάρκαρε σε ένα απ’ αυτά και να το έσκαγε. Για πού; ούτε που ήξερε. Προς στιγμή, στρατόπεδο, θάλαμος και σκοπιά ξεμάκρυναν από τη σκέψη του. Η επιρροή τους επάνω του φαινόταν ξεθωριασμένη. Αν έπαιρνε και την τιμητική…
Το «Λ/Κ ΚΥΡΙΑΚΗ», έτοιμο να σαλπάρει μόλις σηκωνόταν ο Σταυρός από τα αγιασμένα νερά και άνοιγαν οι δρόμοι της θάλασσας, ήταν τιγκαρισμένο με αγιορείτικη ξυλεία. Στην ψηλότερη στοίβα της ξυλείας ο Γιώργος είδε τον παππού του τον Ντελή, όρθιο, να κρατιέται από τις βαρδαβέλες, κόντρα στον ήλιο, με το ένα χέρι σηκωμένο. Ασυναίσθητα τον παρομοίασε με θεό χειμωνιάτικης θάλασσας, έτοιμο να δώσει την ευλογία του ή να εκστομίσει κατάρες και βρισιές, αναλόγως των εξελίξεων. Ένα κύμα ζεστασιάς τον τύλιξε, που όμως την ίδια στιγμή μετατράπηκε σε βαρύ ίσκιο που πάτησε το στήθος του. Του φάνηκε πως ίδρωσε και σκούπισε τα μάτια του με την πετσέτα. .
Ξαφνικά, σαν μέσα σε όνειρο, το σύμπαν σηκώθηκε να σαλπάρει. Άκουσε σφυρίγματα των πλοίων, ομοβροντίες της ξηράς, τις φωνές των παρευρισκόμενων. Τη στιγμή που ένα χρυσάφι σκαλιστό εκτοξευόταν και βούλιαζε στο νερό, παίρνοντας διαθλασμένα σχήματα. Ο Γιώργος επιχείρησε να κάνει τον σταυρό του, χωρίς ωστόσο να τα καταφέρει. Ήταν ήδη στον αέρα ανάστροφα, με το κεφάλι κάτω και τα πόδια ανοιγμένα ψηλά. Ο επίτροπος, επιβάτης κι αυτός της ίδιας βάρκας, τον έσπρωξε από πίσω με δύναμη, καθώς ξεκολλούσε την πετσέτα από πάνω του, σφυρίζοντας: .
– Όρμα, βλαμμένο, γαμώ τα καντήλια σου, γαμώ. Μέσα στο άπατο νερό και κάτω από τον κύκλο που σχημάτιζαν οι γάστρες και τα βρεχάμενα των πλεούμενων, τα σώματα των αγοριών έγιναν ένα κουβάρι που έσμιγε και άνοιγε, για να ξανασμίξει σε ένα αξεδιάλυτο σύμπλεγμα μιας άγριας ορμής. Τα ευκίνητα χέρια και πόδια τους, καθόριζαν την πορεία των σωμάτων, επιδιώκοντας ν’ αγγίξουν την ευλογία και την νίκη στο μάλαμα του Σταυρού. Τινάζονταν και δίπλωναν τα ισχνά μέλη των εφήβων, εισχωρούσαν σε ξένες εσοχές, άγγιζαν απόκρυφα σημεία έτσι όπως χαλούσαν τον κάτω κόσμο με αναβρασμούς της διεκδίκησης. Πατούσαν οι δυνατοί πάνω στους ώμους και τα κεφάλια των άλλων, τα κατέβαζαν με δύναμη και τα βούλιαζαν να πάνε κάτω, να χαθούν και ας μην έβγαιναν ποτέ στον επάνω κόσμο. Χωρίς να συναισθάνονται πως έτσι περνούσαν σε άλλου είδους αναμετρήσεις και καμώματα. Πως έχαναν προς στιγμή κι αυτόν ακόμα τον άγιο σκοπό της κατάδυσης, που δεν ήταν άλλος από την ανεύρεση και ανάδυση στο άκτιστο φως των Θεοφανίων, του μεγάλου Σταυρού. Μέσα στη λύσσα της άτακτης συμπλοκής, λίγοι πρόλαβαν να δουν, κι ακόμα λιγότερη σημασία έδωσαν σε έναν μικρόσωμο ξερακιανό που, πανικόβλητος εγκατέλειπε το σύστρεμμα των σωμάτων γιατί πάνω στις συσπάσεις και τις διαστολές τής πάλης γλίστρησε και βγήκε από τα πόδια του το ξεχειλωμένο μπανιερό που φορούσε, αφήνοντάς τον τσίτσιδο. Εύκολη λεία στη χλεύη των αλανιάρηδων του σιναφιού. Πώς να γυρέψει το ρούχο του ο έρμος και πού να το βρει; Τα μούντζωσε όλα και βιάστηκε να κρυφτεί πίσω από ένα σύμπλεγμα από μικρά σκάφη. Ο Γιώργος, με τα μάτια κόκκινα από το αίμα και το αλάτι, είδε τον Σταύρο να αποκολλάται από το σμάρι των παιδιών και να υψώνεται προς τα πάνω, αφήνοντας πίσω του άσπρους αφρούς και χοντρές φυσαλίδες αέρα που τον ακολουθούσαν. Τεθλασμένες ακτίνες του ήλιου φώτισαν το πολύτιμο εύρημα που κρατούσε. Του φάνηκε πως γύρισε και τον κοίταξε με θρίαμβο στα διασταλμένα μάτια του και πλατύ χαμόγελο. .
Ο Γιώργος που εξακολουθούσε να παλεύει με το νερό, κίνησε κι αυτός για πάνω, ξεπνοημένος. Πρόλαβε να βγει στην επιφάνεια την ώρα που σωνόταν ο αέρας στα πνευμόνια του και κόβονταν οι αντοχές του. Φύσηξε δυνατά να βγάλει από μέσα του το αλμυρό νερό, ρουφώντας άπληστα τον επάνω κόσμο. Ο Σταύρος είχε ήδη σηκωμένο το δεξί του χέρι έξω από το νερό, φιλώντας το εύρημα με κομμένες ανάσες και άγριες ιαχές. Ήταν σίγουρα ο νικητής της ημέρας κι, αλίμονο, ολόκληρης της χρονιάς. Μερικοί νεαροί συνέχιζαν μπαϊλντισμένοι τη συμπλοκή και στην επιφάνεια του νερού, αναβάλλοντας την αποδοχή της ήττας τους. Όταν όλοι απόκαμαν, πέρασαν να φιλήσουν τον Σταυρό που, μέσα στη γροθιά του τροπαιούχου, έλαμπε έτσι όπως στραφτάλιζαν οι αλμυρές σταγόνες στον μεσημβρινό ήλιο. Μόνο εκείνος ο καψερός που έμεινε γυμνός κατά την συμπλοκή δεν τολμούσε να πλησιάσει για προσκύνημα. Είχε κρεμαστεί από την κουπαστή μιας βάρκας, με μόνο το κεφάλι έξω, για τον αέρα. Μέσα στον χαλασμό από ρουκέτες, κόρνες, ελευθερωμένα περιστέρια και ευχές, κανένας χριστιανός δε νοιάστηκε για ‘κείνον. Τόσο που θα μπορούσε να παραμείνει μέσα στο, αγιασμένο πλέον, παγωμένο ωστόσο νερό μέχρι την Δευτέρα Παρουσία. . Όταν ο Γιώργος, ξεπνοημένος, σήκωσε το βλέμμα στην κορυφή της ξυλείας του «Λ/Κ ΚΥΡΙΑΚΗ», αντίκρισε έναν σκληρό ήλιο που του φάνηκε άδικος και τιμωρός. Ο παππούς του ήταν άφαντος. Κι ο φαντάρος του Νευροκοπίου είδε έντρομος στη θέση του Ντελή οργή και περίσσια χλεύη.
Κάποια φώναξε το όνομά του από μακριά, την ώρα που έσπρωχνε άνδρες με τριζάτες καμπαρτίνες και κυρίες με γούνες και καπελίνα. Άνοιγε δρόμο ανάμεσα από εορταστές για να περάσει απέναντι, στην αποθήκη του κέντρου. Έσταζε νερά, κρύωνε όπως ήταν γυμνός, ντρεπόταν και έβραζε από θυμό και μίσος. Μισούσε τους πάντες και τα πάντα. Γι’ αυτό δεν κοντοστάθηκε να δει ποια ήταν εκείνη που τον φώναξε. «Γνωστή φωνή» σκέφτηκε. «Της μικρής μας θα είναι», συμπέρανε και βιάστηκε να χωθεί στη σαβούρα της αποθήκης. Κρυμμένος εκεί, να γλύψει τις πληγές της ντροπής του. Οι σερβιτόροι του «Βόσπορου», λευκοντυμένοι και ατσαλάκωτοι ακόμα, έτρεχαν μέσα έξω φορτωμένοι δίσκους, δίνοντας παράλληλα προσταγές όλοι σε όλους. Παντού επικρατούσε φασαρία: γέλια και θόρυβος από μαχαίρια και πιρούνια, από φελλούς μπουκαλιών που εκτοξεύονταν, από μπαράζ νέων διαταγών. Ήταν φανερό πως δεξιώνονταν ρασοφόροι, γαλονάδες, τιτλούχοι και άρχοντες της πόλης.
– Δεν πάνε στο διάβολο, τους διαολόστειλε. Αϊ σιχτίρ, τα καθίκια… Για τον τοίχο είναι όλοι τους. Νόμισε πως θα πνιγόταν και πάλι, από άλλου είδους ασφυξία αυτή τη φορά, έτσι όπως χόρευε άτσαλα το καρύδι στον λαιμό του. Αισθάνθηκε το μίσος που είχε φωλιάσει, χρόνια τώρα, στο στήθος του να απλώνεται σε όλο του το κορμί, ενισχύοντας την ανατριχίλα του ψύχους. Η συσσώρευση τόσων συναισθημάτων διεκδικούσε διέξοδο μέσα από μία θεαματική πράξη. Τρεις νεαροί, άλλης συνοικίας, διεκδικητές του σταυρού κι αυτοί, έβγαιναν ξένοιαστοι πίσω από το στέγαστρο, ντυμένοι και σενιαρισμένοι με το μαλλί τίγκα στην μπριγιαντίνη. Πειράζονταν μεταξύ τους με μικρές σπρωξιές, αδιαφορώντας για την παρουσία του.
Στην αποθήκη που μπήκε δεν ήταν κανείς. Ανάσανε με ανακούφιση. «Καλύτερα έτσι», σκέφθηκε και τρύπωσε πίσω από τα ψάθινα κοφίνια. Άρχισε να ντύνεται με φούρια, όταν είδε με πανικό να μπαίνει ο Σταύρος. Άνετος, επηρμένος και όπως πάντα σκοτεινός. Με μια παρόρμηση που δεν πρόλαβε να ελέγξει, δίπλωσε το σώμα σαν πτυσσόμενο έλασμα. Είπε, «Θεέ μου, ας σταματήσει η καρδιά μου». και έγινε. Παράτησε κάθε κίνηση στη μέση, με αποτέλεσμα να μείνει το αριστερό μπατζάκι τού παντελονιού του απλωμένο στο πατημένο χώμα της αποθήκης, άδειο. Ούτε να σηκωθεί ήταν, ούτε να γονατίσει. Και δεν του έμενε τίποτα άλλο από του να μαρμαρώσει στο δίπλωμα του ποδιού και το καμπούριασμα του σώματος. Κοκάλωσε διπλωμένος, κρατώντας ακόμα και την ανάσα του. Περίμενε, χωρίς να ξέρει τι. Ούτε μπρος τον κινούσε η βεβιασμένη απόφαση, ούτε πίσω. Ο Σταύρος του έριχνε τρία χρόνια και, σχεδόν, δέκα πόντους στο μπόι. Ο νικητής της ημέρας επέλεξε ένα άνοιγμα, πέταξε από πάνω του το βρεγμένο ρούχο και στάθηκε όρθιος με τα πόδια ανοιχτά. Άρχισε να σκουπίζεται παντού, χωρίς βιάση, επιμένοντας επιδεικτικά σε ένα σημείο.
Ανοιχτοί λογαριασμοί που ακόμα αιμορραγούσαν, χώριζαν τις δύο οικογένειες των παλικαριών. Παλιές ιστορίες της κατοχής που αφορούσαν καταδόσεις, επιτάξεις σπιτιών, ξυλοδαρμούς και φυλακίσεις δεν είχαν βρει την αντιπληρωμή τους. Ο πατέρας του Σταύρου ήταν βουλγαρογραμμένος και μεταξύ των “πατριωτικών” του καθηκόντων είχε συμπεριλάβει τότε και τον αφανισμό του πατέρα του Γιώργου. Με ανεξακρίβωτες πληροφορίες τον είχε στείλει, μαζί με άλλους τρεις, στο απόσπασμα της Δράμας. Η μάνα του δεν άντεξε τον καημό και έφυγε κι εκείνη την επόμενη χρονιά. Από τότε οι κατάρες όλων των μαυροντυμένων θηλυκών του σπιτιού τους έπεφταν ασταμάτητα όχι μόνο στο κεφάλι του γυρισμένου προδότη αλλά και στα υπόλοιπα μέλη της οικογενείας του. Μη εξαιρουμένου και του μικρού Σταύρου.
Αυτόν τον Σταύρο, γιο του δωσίλογου, νικητή σήμερα των νερών, κοίταζε ο Γιώργος με μάτια ξαναμμένα και ακούνητα. Αισθανόταν την καρδιά του να τινάζεται, τα κάτω άκρα του να λιώνουν σαν εγκλωβισμένα σε πυρακτωμένη πανοπλία. Το μίσος του είχε μετατραπεί σε εγερτήριο για όλο το αίμα του που κόχλαζε. Φαινομενικά ανυποψίαστος για την κρυμμένη παρουσία, ο Σταύρος στεκόταν ανάμεσα στα εκατοντάδες άχρηστα αντικείμενα, στεγνώνοντας την αλμύρα από την μελαψή του επιδερμίδα με αργές, σταθερές κινήσεις. Αφού τελείωσε την ιεροτελεστία της ένδυσης, έσκυψε να ξεμπερδεύει με το δέσιμο των κορδονιών των παπουτσιών του. Μάγκωσε τη ζώνη του σφιχτά και τράβηξε ψηλά τον καβάλο. Προς μεγάλη ανακούφιση του τρεμάμενου Γιώργου, έστριψε να φύγει. Έκανε δύο βήματα προς την έξοδο και κοντοστάθηκε μετανιωμένος. Γύρισε το κεφάλι με την υπεροψία που προσδίδει το σήκωμα του ενός φρυδιού, παράλληλα με το τράβηγμα των χειλιών. Και, σαν να ήταν η συνέχεια μιας φιλικής κουβέντας που είχε με τον έντρομο Γιώργο, είπε: – Σε καλώ, ρε τσόγλανε, στο γλέντι μου το βράδυ. Θα είναι εκεί όλα τα καλά παιδιά. Θα ‘ρθεις, έτσι; – Ναι, βιάστηκε να βγάλει μια αιφνιδιασμένη, στριγκή φωνή ο κρυμμένος. Σηκώθηκε όρθιος με φανερή προσπάθεια αφού, εκτός του ότι αισθανόταν πως τον είχαν πιάσει στα πράσα, είχε μυρμηγκιάσει το διπλωμένο πόδι κι η ραχοκοκαλιά του ολόκληρη στο κάθισμα της κότας και δεν όριζε το σώμα του.- Εντάξει, ρε φίλε, έδεσε την υπόσχεση ο Σταύρος. Μήπως εμείς θα ξοδευτούμε; κάγχασε. Τα έξοδα θα πληρωθούν από τον δίσκο. Η εκκλησία να ‘ναι καλά, εγώ κερνάω όποιον γουστάρω.
Γέλασε πρόστυχα. Σήκωσε το δεξί χέρι σε στρατιωτικό, δήθεν, χαιρετισμό και βγήκε. Ο Γιώργος αισθάνθηκε να τον μισεί ακόμα περισσότερο, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει την ακριβή πηγή τού μίσους του.
Το ίδιο βράδυ, τα πηχτά στρώματα της ομίχλης που θα κατεβαίνουν από τα βουνά της Μακεδονίας δεν θα επιτρέπουν σε κανέναν βιαστικό που θα περνάει από το κακόφημο ρέμα του Αγίου Γεωργίου, το αποκαλούμενο «Γύφτικα» -με τις παράγκες, τους τεκέδες και τις κάθε λογής ευωδιαστές αναθυμιάσεις- να διακρίνει τη σκοτεινή σκιά του φαντάρου. Που διπλωμένος στα δύο από το ψύχος και τις προφυλάξεις, παρακολουθεί πίσω από τα θαμπά τζάμια του κωλομάγαζου, με υπομονή αράχνης, τα κεράσματα, τα όργανα και τους ξέφρενους χορούς των γλεντοκόπων. Όλα τα καλά παιδιά είναι εκεί. Έχουν βγαλμένα τα σακάκια, τα πουκάμισα ξεκούμπωτα. Τρώνε, σηκώνουν ψηλά τα ποτήρια και πίνουν στην υγειά του ήρωα. Χορεύουν ζεϊμπέκικα, απτάλικα και τρίζουν τα σαθρά υλικά του κερχαναριού. Μια δυο φορές ανοίγει η πόρτα, νεαροί μπαίνουν βγαίνουν, κάποιος τραβιέται πίσω προς νερού του. Οι ετοιμόρροπες αιωρούμενες λάμπες ανάβουν και σβήνουν όπως εισχωρεί με βιάσει ο αέρας. Η παραζάλη δεν αφήνει κανέναν να ακούσει απ’ έξω τον ξερό ήχο που κάνουν οι αλλεπάλληλες προσπάθειες του νέου με τα στρατιωτικά να ανάψει ένα έστω σπίρτο. Το πετρέλαιο από το μπιτόνι έχει ήδη αδειάσει στις ρίζες των ξεφτισμένων ντουβαριών.
Και την άλλη μέρα, την ώρα που οι άντρες της πυροσβεστικής θα τραβούν τα απανθρακωμένα κορμιά των αγοριών από τους σωρούς των μαυρισμένων δοκαριών και των λιωμένων πισσόχαρτων του γλεντζέδικου, οι επιβάτες του υπεραστικού λεωφορείου δεν θα διαβάσουν καμιά σκιά στα επιστεφή μάτια του φαντάρου, έτσι όπως θα τον παρατηρούν τυλιγμένο στη βαριά χλαίνη να ταξιδεύει την ανηφόρα του Νευροκοπίου. Εκεί όπου οι χαμηλές θερμοκρασίες συντηρούν αναλλοίωτα τα συναισθήματα.