Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Το σεντόνι κολλημένο στο γυμνό μου σώμα. Βαραίνει η ανάσα μου. Το: “Φόβος Κανένας”, γλιστρά από το χέρι μου. Ζέστη. Ζέστη πολύ. Ανυπόφορτο το κάμα, καθηλωτικό. Γυμνός και νιώθω το ιδρωμένο σώμα μου αδύναμο. Κοιτώ ολόγυρα, νυσταγμένα. Απέναντί μου στον τοίχο σε κάδρο παλιό σαρακοφαγωμένο, ο πατέρας με τη μάνα. Νυφική φωτογραφία. Δροσεροί κι οι δυο μέσα σε τούτη την κάψα. Κοιτώ το τζάκι. Σκέφτομαι, και νιώθω κιόλας την θαλπωρή τής ζεστασιάς του τις κρύες του χειμώνα ημέρες. Βλέπω τις φλόγες να στήνουν χορό. Τσιγγάνες με αιμάτινα και χρυσοκίτρινα φουστάνια και στολίδια. Ακούω θορύβους παλιούς. Των αναμνήσεων απομεινάρια. Και ομιλίες ακούω… σιγανές. Γλυκαίνομαι. Γλυκαίνομαι και καίγομαι. Παραισθήσεις. Γυρίζω στο πλευρό… κάπως συνέρχομαι… διπλώνω το αριστερό μου χέρι…. το κάνω προσκέφαλο και ακουμπώ το μάγουλό μου στη παλάμη μου. Σταγόνες αρμυρές κυλούν από το μέτωπό μου. Τις γεύομαι.
Τα μάτια μου χαμήλωσαν….
Μπαίνω στις σκέψεις μου.
Εδώ γεννήθηκα. Εδώ τα είχα όλα και εδώ μου έλειπαν τα πάντα. Είχα… . και… δεν είχα. Είχα ελάχιστα και συνάμα είχα τόσα πολλά. Όλα τα είχα. Και τα έχασα. Και απέκτησα άλλα. Πολλά. Και τώρα, τώρα νιώθω σαν να μην έχω τίποτα. Τίποτα; Λάθος. Ξέρω πως αυτό είναι λάθος. Είναι της στιγμής. Φταίει η ζέστη.
Δεν έχασα τίποτα, όλα είναι εδώ. Κι εκείνα και αυτά. Και εκείνοι κι όλοι τώρα εδώ γύρω τριγύρω μου είναι, κι ας λείπουν. Περίεργα πράγματα. Είπαμε, της ζέστης καμώματα.
Ο ήλιος έπεσε. Εδώ στον τόπο μου, ο ήλιος πέφτει νωρίς. Χάνεται πίσω από το βουνό. Βγήκε αεράκι. Τα παντζούρια κλειστά, τα παράθυρα ανοιχτά, οι κουρτίνες ανεμίζουν. Δρόσισε. Η ανάσα μου βάρυνε και χάνομαι σε ένα ύπνο λυτρωτικό.
Η καμπάνα χτύπησε μία φορά, ώρα μισή.
Επτά και τριάντα.
Γυρνώ μονάχα το μπλε πόμολο της μπαταρίας του ντους, το κρύο νερό σβήνει το πυρωμένο σώμα μου. Φτιάχνω ένα παγωμένο φραπέ και βγαίνω στη ταράτσα. Και…..και….
Όλα είναι εδώ. Τα βουνά κι ο κάμπος και το κάστρο. Τα δέντρα και τα σπίτια του χωριού μου με τα κεραμίδια. Στο βάθος τα χωριά του κάμπου, οι αρχαίοι Φίλιπποι με το κάστρο τους. Πιο κει διακρίνεται το Δοξάτο και η Δράμα με το βουνό της, το Φαλακρό. Δεν άλλαξε τίποτα. Και οι άνθρωποι είναι εδώ. Όλοι. Ολοι εδώ είναι… .
Πίνω μια γουλιά καφέ και τα μάτια μου στέκονται απέναντι στο βραχώδες μέρος του βουνού που στην κορυφή του δέσποζε κάποτε το Παλαιόκαστρο με τα αρματωμένα φυλάκια και τους ανθρώπους του. Σωροί από βράχια και πέτρες, τώρα. Οι “φύλακες” όμως είναι ακόμα εκεί, κι εδώ που κάθομαι τώρα φυσάει ένα αεράκι, δροσερό, μυρωδάτο….
Στο δρόμο ακούγονται βήματα αργά, βαριά… Καλησπέρα Τάσο….
*
Το χωριό μου