Η έννοια της γεωοικονομίας εισήχθη στην ανάλυση των διεθνών σχέσεων στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Περιεχόμενα
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο Edward Luttwak υποστήριξε πως η ενίσχυση «τεχνολογικά προηγμένων εταιρειών ή ολόκληρων βιομηχανιών αποτελεί εργαλείο κρατικής ισχύος». Στην άποψη αυτή οδηγήθηκε λόγω της ανάπτυξης ιαπωνικών επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας και λόγω της αύξησης του παγκόσμιου μεριδίου αγοράς της ευρωπαϊκής αεροπορικής βιομηχανίας AIRBUS, μέσω κρατικού παρεμβατισμού και επιδοτήσεων. Υποστήριξε, επίσης, πως η κατάκτηση εδαφών έχει αντικατασταθεί από την «κατάκτηση» βιομηχανιών η οποία επιδοτείται από τους φορολογουμένους, κάτι το οποίο συνιστά την «συνέχιση του αρχέγονου ανταγωνισμού των κρατών με νέα βιομηχανικά μέσα»[1]. Αυτή η νέα μορφή του ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών ορίστηκε από τον ίδιο ως γεωοικονομία, στην οποία το «επενδυόμενο βιομηχανικό κεφάλαιο το οποίο παρέχεται ή κατευθύνεται από το κράτος είναι το αντίστοιχο της δύναμης πυρός, η ανάπτυξη προϊόντων που επιδοτείται από το κράτος είναι το ισοδύναμο οπλικών καινοτομιών, ενώ η κρατικά υποστηριζόμενη διείσδυση σε αγορές αντικαθιστά τις στρατιωτικές βάσεις και τις φρουρές σε ξένο έδαφος καθώς και την διπλωματική επιρροή»[2].
Αντίστοιχα, o Huntington το 1993, στο άρθρο του «Why International Primacy Matters», διαπιστώνει πως «σε έναν κόσμο στον οποίο η στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ μεγάλων κρατών είναι απίθανη, η οικονομική ισχύς θα είναι όλο και πιο σημαντική για τον καθορισμό της υπεροχής ή της υποτέλειας των κρατών»[3].
——— Εργαζόμενος σε κατασκευαστική βιομηχανία. Pexels
Η έννοια της γεωοικονομίας εξελίχθηκε σταδιακά, λόγω και της ίδρυσης του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου το 1995, της εισόδου της Κίνας σε αυτόν (2001), της παγκοσμιοποίησης και της οικονομικής αλληλεξάρτησης μεταξύ κρατών και επιχειρήσεων, ενώ λόγω της οικονομικής κρίσης του 2008 η γεωοικονομία απέκτησε νέα δυναμική προκειμένου να περιγράψει τις στρατηγικές των κρατών στο διεθνές σύστημα.
Η 2η περίοδος της γεωοικονομίας συνδέθηκε με την οικονομική κρίση του 2008, ενώ κύρια ζητήματα που αναλύονται στην σχετική επιστημονική βιβλιογραφία αφορούν τις αναδυόμενες οικονομίες, την στρατηγική της Κίνας «Belt and Road Initiative», την διεθνοποίηση νομισμάτων, «τα κρατικά επενδυτικά ταμεία και τις νέες αναπτυξιακές τράπεζες, την χρήση των ενεργειακών πόρων της Ρωσίας για γεωστρατηγικούς σκοπούς, τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και την γεωοικονομική στρατηγική της Γερμανίας στην Ευρώπη»[4].
Έτσι, ο Baru όρισε την γεωοικονομία ως την «σχέση μεταξύ της οικονομικής πολιτικής και της γεωπολιτικής». Σημείωσε χαρακτηριστικά πως η Ιαπωνία, μολονότι αναδείχθηκε ως μεγάλη οικονομική δύναμη, δεν κατόρθωσε να εξελιχθεί σε γεωοικονομική δύναμη «αφού απέτυχε να μετατρέψει την οικονομική της επιρροή σε στρατιωτική και πολιτική δύναμη»[5].
Η οικονομική άνοδος της Κίνας, η άνοδος του κρατικού καπιταλισμού που χρησιμοποιεί κρατικές επιχειρήσεις σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας (ενέργεια, χρηματοπιστωτικός τομέας, πρώτες ύλες), η επίδραση και οι συνέπειες της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και η σπανιότητα πρώτων υλών και πόρων συνιστούν παράγοντες οδήγησαν στην αυξημένη σημασία της γεωοικονομίας «ως βασικής έννοιας στην ανάλυση πολιτικής»[6].
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο ορισμός των Scholvin & Wigell, οι οποίοι αντιλαμβάνονται την γεωοικονομία τόσο ως «στρατηγική πρακτική» (πρακτική γεωοικονομία) όσο και ως πλαίσιο ανάλυσης, με το τελευταίο να βρίσκεται «στην παράδοση του ρεαλισμού των διεθνών σχέσεων, ο οποίος δίνει έμφαση στο πώς ο ανταγωνισμός για σχετική ισχύ οδηγεί την συμπεριφορά του κράτους». Η πρακτική γεωοικονομία αφορά την εφαρμογή μέσων οικονομικής ισχύος επί σκοπώ επίτευξης γεωστρατηγικών στόχων, ενώ δίδεται έμφαση στην γεω-διάσταση της γεωοικονομίας, δηλαδή συγκεκριμένα και καθορισμένα χαρακτηριστικά που αφορούν την γεωγραφική οριοθέτηση των στόχων της[7].
Γεωοικονομικές εξελίξεις και παγκόσμιο περιβάλλον
Στην σχετική βιβλιογραφία, τα εργαλεία της γεωοικονομίας (ή αλλιώς τα μέσα επίτευξης γεωοικονομικών στόχων) αφορούν την άσκηση εμπορικής, επενδυτικής, και νομισματικής πολιτικής, την επιβολή οικονομικών και χρηματοοικονομικών κυρώσεων, την εκπόνηση προγραμμάτων οικονομικής βοήθειας, την ενέργεια, τους φυσικούς πόρους, τα εμπορεύματα.
Ο Fjader σημειώνει ότι «σημαντικό μέρος των πολιτικών ισχύος πραγματοποιείται με οικονομικά μέσα», ενώ θεωρεί πως το οπλοστάσιο της γεωοικονομίας έχει εξελιχθεί ιδιαίτερα μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου και περιλαμβάνει εμπάργκο, οικονομικές κυρώσεις, απαγόρευση συναλλαγών και ταξιδιών, περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων, δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, εμπορικούς περιορισμούς, ενώ εντάσσει σε αυτά και την «χειραγώγηση των συριακών προσφυγικών ροών από την Τουρκία ως μοχλό πίεσης προς την ΕΕ». Σκοπός των πρακτικών αυτών αποτελεί ο εξαναγκασμός για αλλαγή πολιτικής σύμφωνα με τα συμφέροντα εκείνων που τις εφαρμόζουν[8].
Για την επίτευξη μακροπρόθεσμων πολιτικών στόχων, η Κίνα χρησιμοποιεί διακριτή γεωοικονομική πολιτική στον χρηματοοικονομικό και νομισματικό τομέα. Διαπιστώνονται τρεις διακριτές χρηματοοικονομικές πολιτικές οι οποίες χαρακτηρίζονται από τον Huotari ως «γεωοικονομική μηχανική»:
-η παροχή κεφαλαιακής ρευστότητας σε περιόδους χρηματοοικονομικής κρίσης, τόσο σε περιφερειακό επίπεδο όσο και μέσω των BRICS,
-η δημιουργία -από το έτος 2015- νέων μηχανισμών αναπτυξιακής χρηματοδότησης όπως η Asian Infrastructure Investment Bank (AIIB), με κεφάλαιο 100 δισ. δολαρίων και το Silk Road Fund με κεφ. 40 δισ. δολαρίων, και
-η διεθνοποίηση του νομίσματος της Κίνας που θα την οδηγήσει «να διαδραματίσει πιο ενεργό ρόλο στην διαδικασία περιφερειακής χρηματοοικονομικής και νομισματικής συνεργασίας στην Ανατολική Ασία»[9].
Παράλληλα, παρατηρείται η μεταβολή της κινεζικής διπλωματίας στην Αφρική, όπου η γεωπολιτική με επίκεντρο την ιδεολογία, έχει μετατραπεί σε άσκηση γεωοικονομίας με επίκεντρο τους φυσικούς πόρους, τις επενδύσεις, τα δάνεια σε ξένες κυβερνήσεις, και το εμπόριο[10]. Η περιορισμένη πρόσβαση στην ανοικτή θάλασσα καθώς και η διασφάλιση της ενεργειακής επάρκειας αποτελούν τα βασικά κίνητρα της Κίνας πίσω από την «Belt and Road Initiative», η οποία στοχεύει στην ανάπτυξη υποδομών μεταφορών που θα διευκολύνουν τη μεταφορά προϊόντων και πρώτων υλών και θα οδηγήσουν σε αύξηση της επιρροής της Κίνας σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο[11].
Η οικονομική διπλωματία της Κίνας στην Λατινική Αμερική εξετάζεται από τους Wigell & Soliz Landivar, οι οποίοι αναφέρουν πως στόχοι της Κίνας είναι κατ’ αρχάς η εξασφάλιση πρώτων υλών προς υποστήριξη της εκβιομηχάνισής της, αλλά και η εξασφάλιση τροφίμων. Οικονομικά μέσα τα οποία χρησιμοποιεί η Κίνα είναι οι εξαγορές και συγχωνεύσεις εξορυκτικών εταιρειών που παράγουν πετρέλαιο-αέριο και μεταλλεύματα, ενώ τα 2/3 των κινεζικών επενδύσεων κατευθύνονται σε δημόσια έργα υποδομών που διευκολύνουν την πρόσβαση σε πρώτες ύλες. Πρόσθετοι στόχοι αποτελούν η αύξηση των εξαγωγών και ο περιορισμός της εξάρτησης από τις αγορές της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, η ενίσχυση του κινεζικού νομίσματος, η αύξηση της επιρροής της με σκοπό «την διπλωματική απομόνωση της Ταϊβάν» και η δημιουργία πολιτικών συμμαχιών ως αντίβαρο στην πολιτική των ΗΠΑ να περιορίσει την ισχύ της Κίνας στην περιοχή[12].
Περαιτέρω, έχει υποστηριχθεί πως τόσο ο γεωοικονομικός όσο και ο γεωστρατηγικός ανταγωνισμός μπορούν να συνυπάρξουν, με την Ε.Ε. να αποτελεί παραδοσιακά γεωοικονομικό δρώντα. Η προσπάθεια της Ε.Ε. το έτος 2009 για την υποστήριξη της «Ανατολικής Εταιρικής Σχέσης» (Eastern Partnesrhip) με χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, συνιστούσε άσκηση γεωοικονομίας με παράλληλο γεωστρατηγικό στόχο τη μείωση της επιρροής της Ρωσικής Ομοσπονδίας στις χώρες αυτές[13].
Αντίστοιχα, η Γερμανία χρησιμοποίησε την οικονομική της ισχύ κατά την κρίση του 2010 στην Ευρωζώνη προκειμένου «να επιβάλει τις προτιμήσεις της», που αφορούσαν «δημοσιονομικές προσαρμογές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε χώρες της Ευρωζώνης οι οποίες χρειάστηκαν οικονομική βοήθεια». Τόσο η Γερμανία όσο και οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν οικονομικά μέσα εκμεταλλευόμενες δυνάμεις της αγοράς (λχ. ύψος επιτοκίων δανεισμού), προκειμένου να υλοποιήσουν στρατηγικούς τους στόχους, κάτι που ορίζεται από τον Kundnani ως «φιλελεύθερη γεωοικονομία». O τελευταίος παραθέτει ως παράδειγμα «σκληρής γεωοικονομίας» την στάση της Γερμανίας στην έκτακτη σύνοδο κορυφής των Βρυξελών τον Ιούλιο του 2015, και την απειλή περί προσωρινής αποβολής της Ελλάδος από την Ευρωζώνη, με τον Βέλγο οικονομολόγο Paul de Grauwe να δηλώσει: «δημιουργήθηκε ένα νέο πρότυπο για την διακυβέρνηση της Ευρωζώνης: υποταγή στην γερμανική κυριαρχία ή αποχώρηση» [14].
Ιδιαίτερη σημασία έχει η εξέταση της γεωοικονομικής αντιπαράθεσης της Ε.Ε. και των Η.Π.Α. εναντίον της Ρωσίας εξ αφορμής της εισβολής της τελευταίας στην Ουκρανία. Η ρωσική εισβολή οδήγησε στις μεγαλύτερες κυρώσεις που έχουν επιβληθεί, στις οποίες περιλαμβάνεται και η άρνηση πρόσβασης των ρωσικών κρατικών τραπεζών στο διατραπεζικό σύστημα εκκαθάρισης συναλλαγών SWIFT. Όμως, οι οικονομικές κυρώσεις αξιολογούνται ως αναποτελεσματικές, ειδικά όταν έχουν ως στόχο την αλλαγή καθεστώτος ή την αλλαγή συμπεριφοράς[15], ενώ υπογραμμίζεται το τεράστιο ανθρωπιστικό κόστος που αυτές συνεπάγονται[16].
Ο Csurgai υποστηρίζει ότι το «Δυτικό ηγεμονικό σύστημα» βρίσκεται σε καθεστώς μετάβασης σε ένα πολυπολικό σύστημα, καθώς και σε μια φάση παγκόσμιας μετατόπισης της ισχύος από την ευρωατλαντική ζώνη στην περιοχή της Ασίας. Αυτή η παγκόσμια αλλαγή ισχύος είναι οικονομική και οφείλεται τα τελευταία έτη κυρίως στην Κίνα, και δευτερευόντως στην οικονομική άνοδο της Ινδίας και γενικότερα των χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτέλεσμα της μεταβολής αυτής είναι «η ζώνη της Ασίας-Ειρηνικού να συνιστά το κέντρο βάρους της παγκόσμιας γεωπολιτικής και γεωοικονομίας»[17]. Αντίστοιχα, οι Babic et al. ισχυρίζονται ότι η παγκόσμια οικονομική τάξη βρίσκεται σε διαδικασία μεταβολής μετά από δεκαετίες νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, ενώ η επίτευξη κυριαρχίας και ηγεμονίας είναι ζήτημα κυρίως γεωοικονομικό παρά γεωπολιτικό. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, η αντιμετώπιση της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 με την επιλογή γεωοικονομικών μέσων (οικονομικές κυρώσεις, εμπάργκο κατά της Ρωσίας), ενισχύει το επιχείρημα ότι ο διεθνής ανταγωνισμός είναι περισσότερο γεωοικονομικός[18].
Η αυξημένη στρατηγική σημασία της Αρκτικής αναγνωρίζεται από τους Gaens et al., την οποία αποδίδουν στην παγκόσμια υπερθέρμανση του πλανήτη και στις οικονομικές επιπτώσεις που συνεπάγεται στην Αρκτική. Οι οικονομικές επιπτώσεις συνδέονται με την εκμετάλλευση των πόρων της περιοχής και τις θαλάσσιες οδούς μεταφορών ενώ θα οδηγήσουν και στην αύξηση του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα) στην περιοχή[19].
Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εργασία των Gertz & Evers, οι οποίοι εξετάζουν τη συνεργασία μεταξύ κρατών και επιχειρήσεων για την επιδίωξη γεωπολιτικών στόχων, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους το κρατικό καπιταλιστικό μοντέλο της Κίνας «που συνδυάζει στοιχεία μιας οικονομίας της αγοράς με ουσιαστική κρατική παρέμβαση σε βασικούς τομείς». Η στενότερη σχέση μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου τομέα οδηγεί σε περισσότερες πιθανότητες επίτευξης γεωπολιτικών στόχων. Θεωρούν πως η ευθυγράμμιση των επιχειρήσεων με τους στόχους του κράτους μπορεί να οδηγήσει σε οφέλη για τις επιχειρήσεις όπως φθηνότερη χρηματοδότηση και γενικότερη υποστήριξη σε ζητήματα γνώσης και πληροφοριών. Θεωρούν πως η σχέση μεταξύ κυβέρνησης και επιχειρήσεων και η αλληλεξάρτηση μεταξύ τους, διευκολύνει την προβολή της οικονομικής ισχύος μιας χώρας στο εξωτερικό και αυξάνει το γεωοικονομικό πλεονέκτημά της στον διεθνή ανταγωνισμό[20].
Βιομηχανική πολιτική – Επιστροφή στο παρελθόν ή μελλοντικός μονόδρομος;
Οι διαπιστώσεις των συγγραφέων που παρατέθηκαν, διατυπώθηκαν στο πλαίσιο ενός διεθνούς συστήματος το οποίο τελεί σε καθεστώς παγκοσμιοποίησης (έστω και φθίνουσας ή με σημάδια κόπωσης) και της οικονομικής και εμπορικής αλληλεξάρτησης που αυτό συνεπάγεται.
Αρκετοί θεωρούν ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται, έστω με μικρές διαφοροποιήσεις και προφανώς διαφορετικούς πρωταγωνιστές. Έτσι, η πρόσφατη επιστροφή της βιομηχανικής πολιτικής στην ατζέντα των ΗΠΑ και των άλλων μεγάλων Δυτικών δυνάμεων μπορεί να εκληφθεί και ως μια επιστροφή στην αρχική θεωρητική προσέγγιση της έννοιας της γεωοικονομίας από τον Edward Luttwak, δηλαδή αποδοχή της σημασίας της κρατικής υποστήριξης της βιομηχανικής πολιτικής ως εργαλείο κρατικής ισχύος.
Ενώ, λοιπόν, η βιομηχανική πολιτική ήταν κοινός τόπος κατά το παρελθόν, τόσο από Δυτικο-ευρωπαϊκές κυβερνήσεις όσο και από χώρες όπως η Ιαπωνία, παρά ταύτα και κατά την δεκαετία του 1990, λόγω των ιδιωτικοποιήσεων και της δημιουργίας του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (WTO), κατέστη ιδιαίτερα δύσκολο για τις κυβερνήσεις να προστατέψουν επιχειρήσεις «εθνικού ενδιαφέροντος». Στον αντίποδα, η κινεζική πολιτική διατήρησε την παροχή επιδοτήσεων, πιστώσεων, φορολογικών διευκολύνσεων, ενώ διατηρήθηκε ο κρατικός έλεγχος σε πολλές επιχειρήσεις στρατηγικού ενδιαφέροντος.
Σήμερα, παρακολουθείται μια εκ νέου στροφή από τις Δυτικές κυβερνήσεις στην προστασία βιομηχανιών με στρατηγικό ενδιαφέρον. Σχετικά ο Ip, σε άρθρο του τον Ιούλιο του 2021 στην Wall Street Journal, μιλά για την επιστροφή της βιομηχανικής πολιτικής, λόγω της ψήφισης από την Γερουσία τον Ιούνιο του 2021, άμεσων βιομηχανικών επιδοτήσεων 52 δισ. δολαρίων για την κατασκευή στις ΗΠΑ εργοστασίων κατασκευής ημιαγωγών, ενώ σε αντίστοιχες πολιτικές προσανατολίζονται η Ε.Ε., η Ιαπωνία, και η Νότιος Κορέα. Οι λόγοι σύμφωνα με τον Ip φέρεται να είναι οι διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα λόγω της πανδημίας και η άνοδος της Κίνας[21].
Tον Αύγουστο το 2022, ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε τον νόμο CHIPS and Science Act, ο οποίος αποτελεί την εφαρμογή μιας νέας βιομηχανικής στρατηγικής με στόχο «την αναζωογόνηση της εγχώριας παραγωγής, την δημιουργία καλοπληρωμένων αμερικανικών θέσεων εργασίας, την ενίσχυση των αμερικανικών αλυσίδων εφοδιασμού και την επιτάχυνση των βιομηχανιών του μέλλοντος». O νόμος στοχεύει κυρίως στην ενίσχυση της βιομηχανίας ημιαγωγών, στην έρευνα και τεχνολογία και στην παραγωγή η οποία θα κατανεμηθεί σε διάφορες περιοχές ων ΗΠΑ[22].
Σχετικά, οι Siripurapu & Berman θεωρούν πως η βιομηχανική πολιτική «αναφέρεται σε προσπάθειες προώθησης συγκεκριμένων βιομηχανιών που η κυβέρνηση έχει προσδιορίσει ως κρίσιμες για την εθνική ασφάλεια ή την οικονομική ανταγωνιστικότητα». Σχολιάζουν πως η συζήτηση για την βιομηχανική πολιτική οδηγεί και σε σύγκρουση ανάμεσα στον ρόλο της ελεύθερης αγοράς και του ρόλου της κυβέρνησης στην οικονομία[23], ενώ ο Wigglesworth τον Ιανουάριο του 2023, σε άρθρο του στους Financial Times, υποστηρίζει πως η βιομηχανική πολιτική θα είναι αποτελεσματική σε χώρες με μεγάλο οικονομικό μέγεθος, που έχουν την δυνατότητα άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής και διαθέτουν αποτελεσματική διακυβέρνηση[24].
Γεωοικονομικές προοπτικές της Ελλάδος
Επιχειρώντας μια σύντομη ανάλυση της θέσεως της Ελλάδος και κυρίως την αναζήτηση των γεωοικονομικών δυνατοτήτων της χώρας, παρατηρούμε τα εξής, πάντα σε συνάφεια με τα όσα εκτέθηκαν ανωτέρω:
-Η Ελλάδα, ως χώρα μέλος της ευρωζώνης, δεν μπορεί αυτοτελώς να ασκήσει εμπορική, χρηματοοικονομική και νομισματική πολιτική. Οι οικονομικές δυνατότητές της δεν καθιστούν ιδιαίτερα πιθανή, επί του παρόντος, την παροχή σημαντικής οικονομικής βοήθειας σε τρίτες χώρες με γεωοικονομικό ενδιαφέρον, προκειμένου η Ελλάδα να αυξήσει μέσω του τρόπου αυτού την επιρροή της στο περιφερειακό και διεθνές σύστημα. Η άσκηση αποτελεσματικής επενδυτικής πολιτικής μέσω κρατικής υποβοήθησης και επιδοτήσεων ελληνικών κρατικών ή ιδιωτικών επιχειρήσεων, αντιμετωπίζει τους περιορισμούς που θέτει η Επιτροπή Ανταγωνισμού της Ε.Ε.
-Τα ανωτέρω φυσικά επηρεάζουν και την δυνατότητα της χώρας να ασκήσει μια αποτελεσματική βιομηχανική πολιτική, επενδύοντας σε προϊόντα και τεχνολογίες αιχμής με προστιθέμενη αξία, σχήμα οξύμωρο εάν κάποιος αναλογιστεί το ποσοστό των Ελλήνων επιστημόνων με υψηλή εξειδίκευση. Φυσικά, υπάρχουν σήμερα ελληνικές επιχειρήσεις με σαφή τεχνολογικό και καινοτόμο εξαγωγικό προσανατολισμό, οι οποίες θα μπορούσαν να υποβοηθηθούν μέσω της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής (φορολογία, σύνδεση πανεπιστημιακής έρευνας με επιχειρήσεις, κ.α.). Κυρίως, όμως, θα μπορούσαν να υποστηριχθούν μέσω της δημιουργίας ενός πλαισίου διευκόλυνσης της επιχειρηματικότητας, το οποίο θα στηρίζεται στην ανεξάρτητη λειτουργία των κρατικών θεσμών, την εξορθολογισμό των κρατικών υπηρεσιών, την ανάπτυξη ενός σύγχρονου δικτύου μεταφορών, αλλά και την υποχώρηση του κομματικού κράτους. Οι ανωτέρω περιορισμοί, καθιστούν αμφίβολη την κατάρτιση και κυρίως την εφαρμογή ενός μακρόπνοου, βιώσιμου και διακομματικά αποδεκτού σχεδίου ανάπτυξης, το οποίο σταδιακά και στοχευμένα θα μπορούσε να υποστηρίξει μια συγκεκριμένη βιομηχανική πολιτική για την παραγωγή καινοτόμων προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, αξιοποιώντας ταυτόχρονα το επιστημονικό και τεχνικό δυναμικό της χώρας.
-Όσον αφορά την ενέργεια, η χώρα μπορεί να επιχειρήσει την μετατροπή της σε διαμετακομιστικό κόμβο, τόσο με ηλεκτρικές διασυνδέσεις με την Αφρική και την Ασία, όσο και με τους σταθμούς FSRU[25] οι οποίοι θα εισάγουν στο ενεργειακό δίκτυο το επαναεριοποιημένο LNG[26] που θα χρειαστεί η Ευρώπη ως καύσιμο μετάβασης μέχρι την απανθρακοποίηση του ενεργειακού συστήματος. Σημαντικό ρόλο θα μπορούσε να επιτελέσει και η ανάπτυξη ενός δικτύου ΑΠΕ[27], με σκοπό την κατά το δυνατό ταχύτερη ενεργειακή απεξάρτηση της χώρας από τις εισαγωγές.
-Σε ό,τι αφορά τους φυσικούς πόρους, ομοίως θα μπορούσε να αξιολογηθεί και αξιοποιηθεί τόσο η κοιτασματική δυναμική του φυσικού αερίου, όσο και να διερευνηθεί συστηματικά η τυχόν ύπαρξη σπάνιων γαιών της ελληνικής επικράτειας.
Απαραίτητη προϋπόθεση για τα παραπάνω, είναι η λήψη αποφάσεων στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο και πιθανώς η εκπόνηση και εφαρμογή ενός σχεδίου που θα αφορά την γεωοικονομική στρατηγική της χώρας. Η γεωοικονομία αφορά την χρήση οικονομικών μέσων, επί σκοπώ αυξήσεως της κρατικής ισχύος και επίτευξης στόχων εξωτερικής πολιτικής. Το εάν θα το αποδεχθούν αυτό οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, μένει να αποδειχθεί στο άμεσο μέλλον.
Αντί Επιλόγου
Το 1946 ο Γεώργιος Αλεξιάδης στην δεύτερη έκδοση της μελέτης του με τίτλο «Γεωοικονομία και Γεωπολιτική των Ελληνικών Χωρών», σημειώνει την σημασία της Μεσογείου για το παγκόσμιο διαμετακομιστικό εμπόριο. Διερευνώντας την πιθανότητα οικονομικής ένωσης μεταξύ των χωρών της βαλκανικής χερσονήσου, διαπιστώνει την απουσία οικονομικής ενότητας και την απουσία οικονομικού «διαφορισμού» μεταξύ των βαλκανικών κρατών (ήτοι την απουσία διαφοροποίησης των παραγόμενων προϊόντων) προκειμένου οι οικονομίες να αλληλοσυμπληρώνονται. Αν και στη μελέτη του δεν περιέχονται ορισμοί, ο Αλεξιάδης θεωρεί πως για μια σύγχρονη και αποδοτική ελληνική εξωτερική πολιτική απαιτούνται «μονιμώτερες και θετικώτερες βάσεις», τις οποίες καθορίζουν πρωτίστως οι παράγοντες της γεωγραφίας και της οικονομίας[28].
[1] Luttwak, E., 1993. The Endangered American Dream. New York: Simon & Schuster Inc, σ.σ. 34-36.
[2] Πρώτη αναφορά στο άρθρο του ιδίου: Luttwak, E., 1990. From Geopolitics to Geo-Economics: Logic of Conflict, Grammar of Commerce. The National Interest (20), σ.σ. 17-23.
[3] Αναφέρεται στους: Scholvin, S. & Wigell, M., 2018. Power politics by economic means: Geoeconomics as an analytical approach and foreign policy practice. Comparative Strategy, 37(1), σ.σ. 74-75.
[4] Baracuhy, B., 2019. Geo-economics as a dimension of grand strategy. In: M. Wigell, S. Scholvin & M. Aaltola, eds. Geo-Economics and Power Politics in the 21st Century. The Revival of Economic Statecraft. London and New York: Routledge, σ. 23.
[5] Baru, S., 2012. Geo-economics and Strategy. Survival: Global Politics and Strategy, 54(3), σ. 47.
[6] Vihma, A., 2018. Geoeconomic Analysis and the Limits of Critical Geopolitics: A New Engagement with Edward Luttwak, Geopolitics, 23(1), σ.σ. 1-21.
[7] Scholvin, S. & Wigell, M., 2019. Geo-economic power politics: An Introduction. In: M. Wigell, S. Scholvin & M. Aaltola, eds. Geo-Economics and Power Politics in the 21st Century. The Revival of Economic Statecraft. London and New York: Routledge, σ.σ. 1-10.
[8] Fjader, C., 2019. Interdependence as dependence: Economic security in the age of global interconnectedness. In: M. Wigell, S. Scholvin & M. Aaltola, eds. Geo-Economics and Power Politics in the 21st Century. The Revival of Economic Statecraft. London and New York: Routledge, σ. 35.
[9] Huotari, M., 2019. Learning geo-economics: China’s experimental path towards financial and monetary leadershiσ. In: M. Wigell, S. Scholvin & M. Aaltola, eds. Geo-Economics and Power Politics in the 21st Century. The Revival of Economic Statecraft. London and New York: Routledge, σ.σ. 128-141.
[10] Aidoo, R., 2017. The changing geoeconomics of China’s diplomacy in Africa. In: J. M. Munoz, eds. Advances in Geoeconomics. New York: Routledge, σ.σ. 93-101.
[11] Kapyla, J. & Aaltola, M., 2019. Critical infrastructure in geostrategic competition: Comparing the US and Chinese Silk Road projects. In: M. Wigell, S. Scholvin & M. Aaltola, eds. Geo-Economics and Power Politics in the 21st Century. The Revival of Economic Statecraft. London and New York: Routledge, σ.σ.43-56.
[12] Wigell, M. & Soliz Landivar, A., 2019. China’s economic statecraft in Latin America: Geostrategic implications for the United States. In: M. Wigell, S. Scholvin & M. Aaltola, eds. Geo-Economics and Power Politics in the 21st Century. The Revival of Economic Statecraft. London and New York: Routledge, σ.σ. 169-172.
[13] Criekemans, D., 2017. Where geoeconomics and geostrategy meet: Τhe troubled relations between the European Union and the Russian Federation. In: J. M. Munoz, eds. Advances in Geoeconomics. New York: Routledge, σ.σ. 113-120.
[14] Kundnani, H., 2019. Germany’s liberal geo-economics: Using markets for strategic objectives. In: M. Wigell, S. Scholvin & M. Aaltola, eds. Geo-Economics and Power Politics in the 21st Century. The Revival of Economic Statecraft. London and New York: Routledge, σ.σ. 61-72.
[15] Ciuriak, D., 2022. Geo-economics in a Multipolar World: Rules of Engagement for the Small, Open Economy. Canadian Global Affairs Institute. Available at «https://www.cgai.ca/geo_economics_in_a_multipolar_world_rules_of_engagement_for_the_small_open_economy».
[16] Ο Ciuriak (2022) αναφέρει πως λόγω του οικονομικού εμπάργκο στην Υεμένη, «ο αριθμός θανάτων από την πείνα, την έλλειψη πρόσβασης σε ιατρική περίθαλψη και την εξάπλωσης ασθενειών» ανέρχεται σε 225.000.
[17] Csurgai, G., 2021. Geopolitics, Geostrategy and Geoeconomics: Reflections on the Changing Force Factors in the International System. In: A. Zoltai, L. Horváth & C. Molicz, eds. Recent geopolitical trends in Eurasia. Eurasia Center, σ.σ. 13-25.
[18] Babic, M., Dixon, A, & Liu, I., 2022. Geoeconomics in a Changing Global Order. In: M. Babic, A. Dixon & I. Liu, eds. The Political Economy of Geoeconomics: Europe in a Changing World. International Political Economy Series, Palgrave Macmillan, σ.σ. 1-27.
[19] Gaens, B., Juris, F. & Raik, K., 2021. Introduction and key findings. In: B. Gaens, F. Juris & K. Raik, eds.Nordic-Baltic Connectivity with Asia via the Arctic: Assessing Opportunities and Risks. Tallinn: International Centre for Defence and Security, σ.σ. 8-31.
[20] Gertz, G. & Evers, M., 2020. Geoeconomic Competition: Will State Capitalism Win?. The Washington Quarterly, 43(2), σ.σ. 117-136.
[21] Ip, G., 2021. ‘Industrial Policy’ Is Back: The West Dusts Off Old Idea to Counter China. The Wall Street Journal, 29-07-2021. Available at «https://www.wsj.com/articles/subsidies-chips-china-state-aid-biden-11627565906» (published on 29/07/2021 – retrieved on 23/4/2023).
[22] The White House, 2022. Fact sheet: Chips and Science Act Will Lower Costs, Create Jobs, Strengthen Supply Chains, and Counter China. Available at «https://www.whitehouse.gov/briefing-room/statements-releases/2022/08/09/fact-sheet-chips-and-science-act-will-lower-costs-create-jobs-strengthen-supply-chains-and-counter-china/».
[23] Siripurapu, Α., & Berman, Ν., 2022. Is Industrial Policy Making a Comeback? Council on Foreign Relations. Available at «https://www.cfr.org/backgrounder/industrial-policy-making-comeback».
[24] Wigglesworth, R., Industrial policy is so hot right now. Financial Times. Available at «https://www.ft.com/content/98ee1141-46e9-4212-83b8-24c8bc4151e2»
[25] Floating Storage and Regasification Unit – Πλωτή Μονάδα Αποθήκευσης και Επαναεριοποίησης
[26] Liquefied Natural Gas – Υγροποιημένο Φυσικό Αέριο
[27] Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας
[28] Αλεξιάδης Γ., 1946. Γεωοικονομία και Γεωπολιτική των Ελληνικών Χωρών. Β’ Έκδοση, Αθήνα: Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων.
——————————————————————
Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στο τεύχος Οκτωβρίου – Νοεμβρίου 2023 του Policy Journal.
πηγή: policyjournal.gr