Dark Mode Light Mode

Οι ήρωες του Ελληνοϊταλικού πολέμου (1940): Γράφει ο Παναγιώτης Φώτου

Ο Αχιλλέας Παταπάτας ήταν ένας γείτονάς μας που έμενε στη Δεληγιάννη 19. Το προσωνύμιο Παταπάτας το απέκτησε μετά την επιστροφή του από το Αλβανικό μέτωπο.

Τα κρυοπαγήματα και οι κακουχίες στο μέτωπο του έκαναν τη ζημιά στο δεξί πόδι ώστε να έχει αυτό το χαρακτηριστικό πάτημα στο περπάτημα του. Πατούσε με δύναμη στο δρόμο το τακούνι του δεξιού του παπουτσιού, ήταν ειδικά διαμορφωμένο παπούτσι και ακούγονταν το πρώτο «πατ», ακολουθούσε το χτύπημα της μπροστινής σόλας και αυτό δυνατό και ήταν το δεύτερο «πατ».

Κάλφας Τσαγκάρης ήταν και τα παπούτσια που φορούσε ήταν δικής του κατασκευής για να εξυπηρετεί την αναπηρία του και να φαίνεται το βάδισμά του φυσιολογικό. Αν δεν ήταν ο ήχος του «πατ» που ακολουθούσε το βήμα του, δε θα καταλάβαινε κανείς το πρόβλημα του.

Δεν ήταν από αυτούς που έλεγαν πολλά ο Αχιλλέας, ήσυχο ανθρωπάκι ήταν και κύρια φροντίδα και αγωνία του η οικογένεια και η δουλειά του. Τα βράδια, όπως όλοι οι μεροκαματιάρηδες της γειτονιάς κατέληγε και αυτός στο κουτούκι του μπάρμπα-Δήμου να πιεί το πενηνταράκι του.

Η επιλογή του Μπαρπαδήμου γίνονταν για τους εξαίσιους καραμανλήδικους μεζέδες και ιδιαίτερα το λάχανο τουρσί σπεσιαλιτέ του καταστήματος. Δεν συμμετείχε ο Αχιλλέας στις θυελλώδεις συζητήσεις των άλλων περιστασιακά συνδαιτυμόνων του, που είχαν σαν αντικείμενο οποιοδήποτε θέμα και δίνονταν λύσεις «Επί Παντός Επιστητού».

Άκουγε και απαντούσε αν ρωτιόνταν αλλιώς έπινε με την ησυχία του το πενηνταράκι του και βυθίζονταν για λίγο στις δικές του σκέψεις. Μετά σηκώνονταν ήρεμα και έφευγε, αφήνοντας τους άλλους στα κέφια τους.

Εμείς, ακούγοντας το ρυθμικό «πατ-πατ» ξέραμε ότι ο Αχιλλέας ο «Παταπατάς» γυρνούσε στο σπίτι. Τη βραδιά εκείνη ο Αχιλλέας παρασπόνδησε από τα συνηθισμένα. Αιτία το δεύτερο πενηνταράκι που κατανάλωσε και τον παρέσυρε σ’ αυτό η υπέροχη Πολίτικη παλαμίδα που σερβιρίστηκε σα μεζές και η κουβέντα των διπλανών που τον θύμωσε και τον ερέθισε.

Ιδιαίτερα οι διπλανοί κουβέντιαζαν για ηρωισμούς και παλικαριές και ο Σωτήρης ο Πετράς με τα γυμνασμένα μουσκουλά στα μπράτσα και στις πλάτες έλεγε ιστορίες για τους ηρωισμούς του σε πραγματικές ή  φανταστικές μάχες και οι άλλοι τον δόξαζαν.

Δεν άντεξε ο Αχιλλέας μ’ αυτά που άκουγε! Σηκώθηκε και πλησίασε τους άλλους και με επιθετικό ύφος τους είπε «Να σας πω εγώ ρε ποιοι είναι οι ήρωες! Εγώ τους έζησα, τους είδα από κοντά εκεί στα βουνά της Αλβανίας.

Θα σας μιλήσω για ένα δικό μας παλικάρι έναν πραγματικό  ήρωα. Θα σας μιλήσω για τον Σταύρο τον Σμυρνιό». Οι άλλοι πρώτα ξαφνιάστηκαν από τη ξαφνική επέμβαση στην κουβέντα τους και μετά μερικοί  αναρωτήθηκαν μεταξύ τους για ποιόν Σταύρο μιλάει ο άνθρωπος.

«Είδατε τον ξεχάσατε κιόλας τον Σταύρο τον Σμυρνιό! Ήταν εκείνος ο λεπτοκαμωμένος άνδρας που πουλούσε καφέδες και έμενε απέναντι από τη βρύση της Δήμητρας στη Δεληγιάννη. Εκείνο το αδύνατο νεαρό αγόρι με την πειραγμένη αδελφή στο μυαλό.

Για αυτόν μιλώ. Επιστρατευτήκαμε μαζί τον Σεπτέμβρη του σαράντα και πήγαμε στο Πράβι. Εκεί εκπαιδευτήκαμε στα καινούργια πολυβόλα Μπρεν που μας είχαν στείλει οι Άγγλοι. Τα πολυβόλα αυτά ήταν καινούργια και τα υπηρετούσαν δύο στρατιώτες.

Ο ένας ήταν ο πολυβολητής που κουβαλούσε το όπλο και ο άλλος μετέφερε τα πυρομαχικά και μια εφεδρική κάνει. Μέχρι τον Δεκέμβρη του 1940 δε μετακινηθήκαμε από το Πράβι και πιστέψαμε ότι δεν θα έχουμε συμμετοχή στον πόλεμο.

Στα μέσα του Δεκέμβρη της χρονιάς εκείνης πήραμε εντολή να προσκολληθούμε στον Λόχο Βαρέων Όπλων ενός Συντάγματος της Μεραρχίας των Σερρών. Μετακινηθήκαμε στο μέτωπο σαν εφεδρεία της Μεραρχίας της Καρδίτσας.

Εκεί μείναμε πραγματικά σε συνθήκες πολέμου και κάτω από δυσμενείς καιρικές συνθήκες με χιονοπτώσεις και βροχές. Στις 11 του Μάρτη κινηθήκαν με νυχτερινή πορεία, προχωρήσαμε προς τον τόπο των συγκρούσεων ύψωμα 731 μας είπαν, και στις πέντε η ώρα το πρωί πήραμε τις θέσεις των Τρικαλινών που υποχώρησαν για ξεκούραση.

Με το πρώτο χάραγμα άρχισε το κανονίδι των Ιταλών». Σ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησής του ο Αχιλλέας ήταν σε φοβερή ένταση. Είχε αλλάξει το χρώμα του, τα μάτια του άγρια είχαν πεταχτεί έξω, οι κινήσεις του νευρικές και βίαιες και ο λόγος του οξύς και με ασυνήθιστη ένταση για το χαρακτήρα του.

«Είχαμε τρυπώσει στα χαρακώματα που βρήκαμε από τους άλλους. Φωτιά και σίδερο παντού τα θραύσματα των οβίδων σφύριζαν δαιμονισμένα, περνώντας πάνω από το κεφάλι μας και σκόρπιζαν το θάνατο  όποιον συναντούσαν σπάζοντας κόκκαλα και διαπερνώντας σάρκες.

Είχε φτάσει το τέλος του κόσμου. Σ’ αυτόν το χαλασμό βλέπουμε τον Σταύρο να σηκώνεται επάνω με το πολυβόλο στα χέρια. Με τη βία τον καθηλώσαμε γρήγορα κάτω, ήταν εκτός εαυτού. Δίπλα του κείτονταν το ζευγάρι του ο Κώστας από την Ραβίκα της Δράμας με ανοιγμένο το κρανίο και τα μυαλά του χυμένα επάνω στο χώμα, ένα θραύσμα οβίδας τον βρήκε καίρια και τον τελείωσε.

Η συντέλεια αυτή του κόσμου κράτησε για τρείς ώρες, μετά σιωπή… Η εντολή που πήραμε, απόλυτη ακινησία, θα έρθουν τους περιμένουμε. Πράγματι τους είδαμε να έρχονται στην αρχή πολύ προσεκτικά και με δισταγμό.

Είδαν ότι δεν τους χτυπήσαμε και πήραν θάρρος. Άρχισαν να έρχονται πιο ελεύθερα σα να κάνουν παρέλαση. Η εντολή ήταν δραστικά πυρά μετά από το σήμα του λοχαγού. Έφτασαν σε απόσταση βολής χειροβομβίδας και άρχισε από εμάς το γλέντι.

Τους θερίζαμε σαν τα ώριμα στάχια. Ο Σταύρος ο Σμυρνιός βγήκε έξω από την αμυντική γραμμή και θέριζε -δε φοβόνταν τον θάνατο-, αντίθετα τον προκαλούσε, τα χυμένα μυαλά του Δραμινού τον αφήνιασαν. Η εντολή του επικεφαλής για να γυρίσει πίσω τον βρήκε όταν μια ιταλική χειροβομβίδα έπεσε μέσα στο λάκκο που ήμασταν δέκα στρατιώτες και θα μας σκότωνε όλους.

Όρμησε και την καπάκωσε με το σώμα του και μας έσωσε. Αυτός ήταν ο ήρωας και ήταν ο Σταύρος ο Σμυρνιός που δεν είχε μπράτσα και πλάτες δυνατές αλλά είχε ατσάλινη ψυχή λιονταριού, ψυχή, δηλαδή Ελληνική!».

Σταμάτησε ο Αχιλλέας εξουθενωμένος και φοβερά αναστατωμένος! Έζησε πάλι εκείνες τις στιγμές που είχαν χαραχθεί τόσο έντονα στη ψυχή του, έσκυψε το κεφάλι κάτω και είπε με σβησμένη φωνή τέτοιοι ήταν οι ήρωες εκεί επάνω και πολλοί από αυτούς έμειναν σε εκείνα τα βουνά.

Γύρισε αργά στη θέση του κατέβασε το τελευταίο του ποτηράκι, είπε την καληνύχτα του και ξεκίνησε για το σπίτι. Οι άλλοι έβλεπαν όλες τις κινήσεις του δίχως να μιλούν και μόνο όταν χάθηκε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας ήπιαν σκυθρωποί τώρα για τη μνήμη του Σταύρου του Σμυρνιού. Τη βραδιά εκείνη ο «παταπατά» βηματισμός του Αχιλλέα ήταν διαφορετικός, πιο μουσικός πιθανόν από το μνημόσυνο που έκανε στον σωτήρα του.

Παναγιώτης Φώτου

Προηγούμενο άρθρο

Καβάλα: Μυστήριο με το θάνατο 41χρονου στα λατομεία του Ακροβουνίου...

Επόμενο άρθρο

Γάζα Αγαπημένη – Κατανοώντας την γενοκτονία στην Παλαιστίνη, β' μέρος