Ο Νίκος Βατόπουλος γράφει στην «Καθημερινή» για την πρόσφατη επίσκεψη του στην Καβάλα:
Ιστορίες που πηγαίνουν πίσω, στα εμπορικά δίκτυα του 19ου αιώνα, και που τυλίγουν την Καβάλα με μια μοναδική ατμόσφαιρα, απελευθερώνονται από τις 54 καπναποθήκες που μετράει η πόλη.
Είναι όσες απέμειναν από την εποχή της οικονομικής άνθησης, της κινητικότητας και της αστικής ανάπτυξης με καύσιμο τα καπνά, την ιδιαίτερη ποικιλία της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, που για μισό τουλάχιστον αιώνα (1880-1930) γέννησε πλούτο, έδωσε δουλειές, οργάνωσε τις πόλεις.
Το δημαρχείο, κτισμένο από τον Ούγγρο καπνέμπορο Πιερ Χέρτζογκ. Από το 1937 ανήκει στον Δήμο Καβάλας.
Η Καβάλα (όπως και η Ξάνθη και η Δράμα στην ευρύτερη περιοχή, μαζί με τις μικρότερες πόλεις και χωριά) ήταν στο επίκεντρο επενδυτικού ρεύματος από την Αυστροουγγαρία στην τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία, όταν πριν από το 1912 δημιουργήθηκε η πρώτη γενιά των καπναποθηκών. Μετά το κραχ του 1929 ανασυντάχθηκε σταδιακά και εν μέρει η αγορά και ώς τη δεκαετία του 1950 κράτησε, ώς έναν βαθμό.
Είναι εξαιρετική εμπειρία να ακούς τους ανθρώπους που μελετούν αυτές τις ιστορίες και που, ο καθένας από τη δική του πλευρά, αγωνίζεται να καλλιεργηθεί μια κοινή αντίληψη υπέρ της διάσωσης των σπάνιων αυτών οικοδομημάτων.
Βρέθηκα στην Καβάλα πρόσφατα, προσκεκλημένος του 63ου Φεστιβάλ Φιλίππων και του καλλιτεχνικού διευθυντή του, σκηνοθέτη και συγγραφέα Θοδωρή Γκόνη, και είχα την ευκαιρία να αποκτήσω το βίωμα της αυτοψίας.
Η Καβάλα, τόσο δυναμική και ευχάριστη πόλη, με ωραία παλιά κτίρια και φυσική ενδοχώρα, έχει ανεκμετάλλευτο, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, τον κτιριακό πλούτο των καπναποθηκών, που βρίσκονται όλες εκτός των τειχών, δηλαδή στις επεκτάσεις μετά το 1864.
Σε κάθε αντικειμενικό παρατηρητή φαίνεται αυτονόητη η υπεραξία των κτιρίων αυτών αλλά και η σημαντική ώθηση που θα μπορούσαν να δώσουν στην Καβάλα, ενισχύοντας την ιστορική φυσιογνωμία της, την οικονομία και τον τουρισμό της. Ο Θοδωρής Γκόνης, που τα τελευταία χρόνια έχει γίνει κομμάτι της πόλης, λόγω του Φεστιβάλ (που το αναβάθμισε στη βασική φιλοσοφία του), διοργάνωσε αυτόν τον βιωματικό περίπατο σε συνεργασία με τον Σύλλογο Αρχιτεκτόνων Καβάλας και τον πρόεδρό του, Γιάννη Νεστορίδη, και η προσέλευση ήταν εντυπωσιακή.
Συμμετείχα ως ένας «ξένος» και αυτή η διάδραση ήταν απολύτως ευεργετική. Στην Καβάλα, η αρχιτεκτονική κληρονομιά της πρώτης γενιάς των καπναποθηκών σχετίζεται με τη δράση της εταιρείας M.L. Herzog et Cie, του βαρώνου Πέτερ Χέρτζογκ φον Τσέτε, με έδρα τη Βουδαπέστη.
Η εταιρεία εγκαταστάθηκε στην Καβάλα το 1889 και έχτισε ένα τεράστιο συγκρότημα 12 καπναποθηκών μεταξύ των οδών Κλείτου, Δαγκλή, Κασσάνδρου και Εθνάρχου Μακαρίου και Νίκης.
Αυτός ήταν ο βασικός πυρήνας του αρχιτεκτονικού περιπάτου (που ξεκίνησε από την πλατεία Καπνεργάτη και κατέληξε το σούρουπο στην πλατεία Μακέδου, με τα εξίσου εντυπωσιακά συγκροτήματα).
Οδηγός μας ήταν η αρχιτέκτων Σαπφώ Αγγελούδη – Ζαρκάδα, η οποία μελετά συστηματικά την Καβάλα και μας μύησε στην εποχή του αρχιτεκτονικού κοσμοπολιτισμού της περιόδου 1890-1910, από την οποία έχει κληροδοτηθεί η σειρά των εντυπωσιακών κτισμάτων, που περιλαμβάνουν και το δημαρχείο της πόλης (χτισμένο από την εταιρεία Herzog).
Όπως αναφέρουν τα στοιχεία του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Καβάλας, η εταιρεία «απορροφήθηκε το 1920 από τη Societé Anonyme de Tabacs d’ Orient et d’ Outre Mer, ενώ το 1938 περιήλθε στη Holtab. To 1975 αγοράστηκε από τη ΣΕΚΕ και το 2002 από την εταιρεία Νέστος, που εξαγοράστηκε από τη Θεμελιοδομή Α.Ε., της οποίας τα ακίνητα, βρισκόμενα σε καθεστώς εκκαθάρισης από την Alpha Bank, κινδυνεύουν να κατεδαφιστούν».
Ο δήμαρχος της Καβάλας, Θεόδωρος Μουριάδης, ένας άνθρωπος με προσωπικό πολιτισμό και απλότητα, έχει επιδείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ανάδειξη της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της πόλης.