Για την περιπέτειά μας με τον Καραγκιόζη στάθηκαν υπαίτια τα χωνιά και οι ντουντούκες που τον διαφήμιζαν. Τα χωνιά ήταν τα μεγάφωνα της αρχής του 1950 με τα όποια γίνονταν οι ανακοινώσεις πάντως είδους στο κοινό.
Μεγάλη χρήση αυτού του μέσου ενημέρωσης έγινε στην αμφίβολου κατοχής της εξουσίας εποχή, λίγο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, μεταξύ του ΕΛΑΣ και της Δεξιάς παράταξης.
Αυτοί με το χωνί, στη δική μας περίπτωση, εμφανίστηκαν από το ύψος της Κολοκοτρώνη που βλέπει τη Δεληγιάννη και διαφήμιζαν μια παράσταση Καραγκιόζη. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ακούγαμε τέτοιες διαφημίσεις για ένα σωρό πράγματα και στην αρχή οι περισσότεροι από εμάς δε δώσαμε σημασία.
Ο Λάκης όμως ακούγοντας τα λόγια που έρχονταν από το χωνί, πετάχτηκε απάνω και είπε με ενθουσιασμό «Αμάν παιδιά δε ξέρετε τι πλάκα έχει! Χτες το βράδυ ήμασταν με τους γονείς μου στην πλατεία και παρακολουθήσαμε την παράσταση του Καραγκιόζη, το γέλιο που έπεσε δεν μπορείτε να το φανταστείτε!
Να πάμε ρε να την παρακολουθήσου, έχει μεγάλη πλάκα!». Μας κίνησε το ενδιαφέρον και τρέξαμε από τη Νοταρά, γιατί το χωνί θα επαναλάμβανε και από εκεί προς τη δική μας γειτονιά για δεύτερη φορά τη διαφήμιση του.
Έτσι και έγινε και ακούσαμε με μεγάλη προσοχή: «Ακούσατε, ακούσατε! Αύριο Παρασκευή στο Εξοχικό Κέντρο ΕΡΓΑΤΗΣ στον Άγιο Αθανάσιο, οκτώ η ώρα το βράδυ, θα παίξουμε Καραγκιόζη.
Ο γνωστός Αθηναίος Καραγκιοζοπαίχτης Βαγγέλης Ταραμπούκος ήρθε στην πόλη μας και θα παρουσιάσει το καταπληκτικό έργο =Ο Καραγκιόζης Γιατρός=. Σας εγγυόμαστε δύο ώρες πηγαίο γέλιο.
Περιμένουν όλους τους πικραμένους για να τους γλυκάνουμε τη ζωή!». Δε ξέρω οι άλλοι αλλά εμείς οι πέντε μπόμπιρες της Δεληγιάννη ακούσαμε με προσοχή και αποφασίσαμε να είμαστε εκεί.
Έτσι Παρασκευή απόγευμα μετά τις έξι ξεκινήσαμε για τον «ΕΡΓΑΤΗ». Χρήματα για εισιτήρια δεν είχαμε και θέλαμε να είμαστε εκεί πριν την έναρξη της παράστασης για να δούμε πώς θα βολευτούμε.
Πλησιάζοντας στην οδό Αγίου Αθανασίου μας έπιασε η μεθυστική μυρωδιά από το κοκορέτσι που έψηνε ο γείτονάς μας με το προσωνύμιο «Ντολματζής». Ο «Ντολματζής» έμενε στη δεύτερη πόρτα κατεβαίνοντας τη Νοταρά προς τη Δεληγιάννη, στη Δυτική προσφυγική πολυκατοικία.
Τα μαγκάλια με τα ψητά τα είχε στήσει δίπλα στον τοίχο της «ΜΑΥΡΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ» του γνωστού καφενείου που συγκέντρωνε τους πρόσφυγες της περιοχής και όχι μόνο. Ο Άγγελος σε μια στιγμή ξεπετιέται από την παρέα και περνά δίπλα από τα μαγκάλια που ανέδυαν τις μεθυστικές οσμές, παίρνει μια βαθειά εισπνοή και έρχεται κοντά μας κρατώντας την αναπνοή του.
Μας είδε με νόημα και έβγαλε τον αέρα που είχε μέσα του και είπε «Ααα! Παιδιά είναι το κάτι άλλο, χόρτασα από μυρωδιά». Περάσαμε ένας-ένας κοντά από τα μεθυστικά μαγκάλια και πήραμε την «τζούρα» μας και το απολαύσαμε και το χαρήκαμε.
Τελευταίος πέρασε ο Λάκης και είδαμε τον «Ντολματζή» να τον αρπάζει από το μπράτσο. Δεν το περιμέναμε! Μερικούς από εμάς μας γνώριζε, ήταν γείτονας μας. Πλησιάζουμε προς τον παγιδευμένο φίλο μας για να ζητήσουμε τον λόγο.
Τι στο καλό απαγορεύεται και να αναπνέουμε! Κάναμε λάθος όμως και το διαπιστώσαμε ακούγοντας τη στιχομυθία μεταξύ του «Ντολματζή» και του Λάκη. «Της κυρά Μαρίκας ο γιός δεν είσαι; στο θετικό νεύμα του Λάκη συνέχισε.
Πες τη μητέρα σου ότι τα τζιεράκια που παρήγγειλε θα τα έχει αύριο κατά το μεσημεράκι». Μας κοίταξε όλους έναν-έναν και συνέχισε «Πεντακοσιανά είστε έ!». Πήρε ένα λαδόχαρτο, έκοψε πέντε κομματάκια από κοκορέτσι και μας τα έδωσε.
Έτσι ολοκληρώθηκε η μυρωδική απόλαυση με τη γευστική γνώση του κοκορετσιού, έστω και στην ελάχιστη ποσότητα της προσφορά του καλού εκείνου γείτονα. Όταν φτάσαμε στον «ΕΡΓΑΤΗ» είδαμε πολύ κόσμο και ήταν ακόμη επτά η ώρα.
Στην πόρτα ήταν δύο που έλεγχαν τα εισιτήρια και έδιωξαν κάθε σκέψη μας για να τρυπώσουμε μέσα απαρατήρητοι. Κάναμε ένα γύρω από τον χώρο του «ΕΡΓΑΤΗ», είδαμε ότι περιβάλλονταν από ένα μαντρότοιχο από ξερολιθιά που το ύψος του ξεκινούσε από δύο μέτρα και έφτανε σε μερικά σημεία τα έξη.
Δεν είχαμε πρόβλημα να σκαρφαλώσουμε τον τοίχο, το εμπόδιο μας ήταν οι τέσσερεις φύλακες που είδαμε να υπάρχουν σε κάθε γωνιά και να εποπτεύουν το χώρο. Ο Κώστας Μαύρος μας υπέδειξε τη λύση στο πρόβλημα μας.
Δύο δέντρα, μια μεγάλη μουριά με πολύ φύλλωμα και ένα κυπαρίσσι βρίσκονταν σε επαφή με το δυτικό τοιχίο του «ΕΡΓΑΤΗ». Η μουριά ήταν το ιδανικό για μας κρησφύγετο από το οποίο θα παρακολουθούσαμε την παράσταση από προνομιακή μάλιστα θέση.
Τη δυσκολία που προέκυψε με τον Στέλιο που δυσκολεύονταν να σκαρφαλώσει στο δέντρο τη λύσαμε, τραβώντας τον, ένας από το χέρι, από πάνω και σπρώχνοντας τον, ο άλλος από τον κώλο από κάτω.
Ήμασταν πάνω από το πανί που θα παίζονταν ο Καραγκιόζης και μπροστά μας είχαμε όλους τους θεατές. Είχαμε το προνόμιο να δούμε όλες τις κινήσεις των Καραγκιοζοπαιχτών, ήταν τέσσερεις, και ιδιαίτερα του πρωταγωνιστή που ήταν σε συνεχή κίνηση αλλάζοντας τις φιγούρες και ταυτόχρονα τη φωνή του.
Πήραμε ένα καλό μάθημα και ο Άγγελος αφού το σκέφτηκε λίγο μας είπε, «Ρε εσείς, δεν είναι τίποτε, νομίζω ότι μπορούμε να παίξουμε και εμείς Καραγκιόζη». Λες και περιμέναμε όλοι να ακούσουμε μια τέτοια πρόταση!
Κανείς δεν αντέδρασε αρνητικά, όλοι αρχίσαμε να προβάλουμε ιδέες για την υλοποίηση της. Τα σχέδια για τις φιγούρες θα τα βρίσκαμε στο μικροπωλείο της Σουζάνας, στη Γαλλικής Δημοκρατίας μαζί με τα βιβλιαράκια που έγραφαν έργα για Καραγκιόζη.
Χαρτόνια για να τους τυπώσουμε από τα σκουπίδια που ρίχνονταν τότε στα Σαράντα Πεύκα στη γειτονιά μας, κοπίδια θα κάναμε από χοντρά καρφιά που χρησιμοποιούσαν στα Καλαφατιά.
Σε κάθε πρόβλημα για την πραγματοποίηση της σκέψης, προτείνονταν αμέσως η λύση. Και «αμ έπος αμ έργο» φτιάξαμε τους ήρωες που θα χρειαζόμασταν για τα έργα που μπορούσαμε να παίξουμε.
Βοήθεια θα παίρναμε από τα δύο έργα που είχαν τα βιβλιαράκια που αγοράσαμε. Οι Καραγκιοζοπαίκτες που θα έπαιζαν την παράσταση ήμασταν τρεις, ο Κώστας Μαύρος με την τραχεία φωνή του, ο Άγγελος με τη λεπτή φωνή και εγώ με τη μεσαία.
Ο καθένας μας θα έπαιζε τον κατάλληλο ρόλο, αλλάζοντας τη χροιά της φωνής του ανάλογα με τον ήρωα που θα παρουσίαζε. Αυτός με την μπάσα φωνή θα έκανε τον Μπαρπαγιώργο και τους Τούρκους.
Ο Άγγελος θα έκανε τις παιδικές φωνές και τις γυναικείες μαζί με τον Χατζηαβάτη και εγώ όλες τις άλλες φωνές. Όλα ήταν έτοιμα εκτός από δύο παράγοντες που δεν τους δώσαμε το βάρος που είχαν.
Για τον χώρο που θα κάναμε την παρουσίαση, πιστεύαμε ότι θα μας έδιναν κάποιο από τα άδεια υπόγεια της γειτονίας αλλά πέσαμε έξω. Όπου αποταθήκαμε, βρήκαμε άρνηση με το υπονοούμενο ότι θα μπορούσαμε να τους βάλουμε φωτιά με τα κεριά και τα σπαρματσέτα που θα ανάβαμε.
Τελευταία μας ελπίδα το δεύτερο υπόγειο που θα άνοιγε ο κυρ Σπύρος αλλά τα παιδιά του το άφησαν μισό. Το πρόβλημά μας ποιος θα είχε το θάρρος να παρουσιαστεί μπροστά του και να του ζητήσει το υπόγειο.
Ο κυρ Σπύρος ήταν στην όψη τρομερός. Ήταν ψηλός στα δύο και δέκα με βάρος πάνω από εκατόν πενήντα κιλά και με τρομερή δύναμη στα χέρια. Ο κλήρος έπεσε σε’ μένα, κανείς άλλος δεν τολμούσε να παρουσιασθεί μπροστά του.
Διάλεξα απογευματινή ώρα μετά τον απογευματινό του ύπνο που θα ήταν χαλαρός και ξεκούραστος. Συνήθιζαν να πίνουν τον καφέ τους με την κυρά Μαρίκα, τη γυναίκα, στην εξώπορτα τους.
Εκεί πλησίασα με μικρά βήματα και απέραντη συστολή με την καρδιά μου να χτυπά σαν ταμπούρλο. Τα μάτια μου έψαχναν διέξοδο διαφυγής στα δύσκολα που μπορούσαν να μου τύχουν και έφτασα σε σημείο που μπορούσαμε να μιλήσουμε.
Με είδε η κυρά Μαρίκα και με ρώτησε με στόμφο, πρέπει κάτι να τις είπε ο Λάκης ο γιός της, «Τι θέλεις βρε! που βαλθήκατε να παίξετε Καραγκιόζη, αυτό σας μάρανε τώρα».
Ετοιμάστηκα να φύγω, βάζοντας την ουρά στα σκέλια αλλά με σταμάτησε ο κυρ Σπύρος. «Για πες και σε ‘μένα τι θέλετε να κάνετε». Του είπα όλη την ιστορία μας, ότι τα ετοιμάσαμε όλα και δεν έχουμε χώρο για την παρουσίαση.
Του πρότεινα να ανοίξουμε εμείς και να καθαρίσουμε το υπόγειο και να παίξουμε εκεί το έργο μας. Ο κυρ Σπύρος σκέφτηκε για λίγο, χαμογέλασε και είπε, «Ναι βρε ανοίξτε το από τα χώματα που έχει βγάλτε τις πέτρες και θα το χρησιμοποιήσετε όπως θέλετε μέχρι να ανοίξουν τα σχολεία».
Η αντίδραση της κυρά Μαρίκας άμεση, του είπε, «Λωλάθηκες βρε! Αυτά τα παιδαρέλια θα κάνουν τη δουλειά που δεν μπόρεσαν τα δύο μας παλικάρια; Την πρώτη στιγμή θα τα παρατήσουν».
Εμείς τα παιδαρέλια όμως που πιστέψαμε στο όνειρό μας, μέσα σε μια εβδομάδα βγάλαμε όλο το χώμα και τις πέτρες από το υπόγειο εκείνο και διαμορφώσαμε ένα χώρο που θα χωρούσε με άνεση είκοσι θεατές.
Όταν ο Κυρ Σπύρος είδε το κατόρθωμά μας το χάρηκε, δεν το περίμενε και μας υποσχέθηκε ότι θα μας στείλει μεγάλα μαδέρια για να τα χρησιμοποιήσουμε για θέσεις. Μπορούσε εύκολα να υλοποιήσει την υπόσχεσή του γιατί η δουλεία του ήταν να πουλά παλιά ξυλεία από κατεδαφίσεις και το έκανε.
Πετούσαμε από την χαρά μας! Ήμασταν έτοιμοι και φτιάξαμε και την αφίσα μας για να προβάλουμε το έργο μας. Στην πρώτη πρόβα που κάναμε διαπιστώσαμε δύο δυσκολίες που δεν είχαμε προβλέψει και θα μας έκαναν τη ζωή δύσκολη πίσω από το πανί.
Πρώτα ότι προτιμήσαμε να περιορίσουμε το χώρο που θα ήμασταν τρία παιδιά στριμωγμένα, για να δημιουργήσουμε περισσότερες θέσεις για θεατές. Το δεύτερο και σπουδαιότερο δεν θα μπορούσαμε να διαβάζουμε το βιβλιαράκι με το έργο που θα παίζαμε γιατί δεν είχε πολύ φωτισμό και μετά ήταν δύσκολα να μετακινείτε το βιβλιαράκι από χέρι σε χέρι έτσι που θα ήμασταν στριμωγμένοι.
Μέσα στην απελπισία μας η λύση ήρθε μόνη της. Αρχίσαμε να λέμε και να προβάλουμε τα δικά μας κουσούρια και ψεγάδια για τον καθένα από μας και το γέλιο ήρθε πηγαίο και πολύωρο.
Έτσι το πρώτο έργο μας θα ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Καραγκιόζης, θα περιγράφαμε τα κουσούρια και τις υπερβολές ενός ζευγαριού της γειτονιάς, του Αχιλλέα και της Ευδοκίας, που ήταν πάρα πολλά και ξεκαρδιστικά και γνωστά στο ευρύτερο κοινό της Δεληγιάννη.
Προσπαθήσαμε να ντύσουμε τους αληθινούς ήρωες μας και με πολλά λεκτικά στολίδια, μήπως καταλάβαιναν την παρομοίωση και μετά δεν θα είχαμε που να σταθούμε σ’ όλα τα Πεντακόσια.
Δυο μέρες πιο μπροστά πήραμε την αφίσα μας, την στήσαμε σε μια σανίδα και με τους χάρτινους ήρωες μας γυρίσαμε όλα τα Πεντακόσια, προσπαθώντας να κινήσουμε το ενδιαφέρον με τις αστείες ατάκες που ξεστομίζαμε.
Στην πρώτη μας παράσταση οι περισσότεροι θεατές που ήρθαν ήταν από τη Δεληγιάννη και τη Νοταρά και γέμισαν ευτυχώς το θεατράκι μας. Το άγχος μας έπνιγε και οι φωνές μας στην αρχή με τρέμουλο.
Σιγά-σιγά όμως, ένας-ένας συνερχόμασταν και αρχίσαμε να λέμε την ιστορία μας και το γέλιο από κάτω μας έδωσε κουράγιο. Όταν πια βγάλαμε τα εσώψυχα μας, οι θεατές μας κρατούσαν την κοιλιά τους από το γέλιο και μας ενθουσίασαν και το χαρήκαμε.
Την επόμενη η μέρα οι είκοσι θέσεις ήταν λίγες και αναγκαστήκαμε να δώσουμε και δεύτερη παράσταση, που μας το ζητούσαν πιεστικά αυτοί που δε χωρούσαν στην πρώτη.
Οι επιτυχίες διαδέχονταν η μια την άλλη με διαφορετικά σενάρια του ίδιου περιεχομένου και άφθονου γέλιου. Το πανηγύρι αυτό συνεχίστηκε για τρεις εβδομάδες και σταμάτησε απότομα.
Αιτία του τέλους της θεατρικής μας δράσης το καντηλάκι που ξεχάσαμε να καίει πίσω από το πανί. Για κάποια άγνωστη αιτία αναποδογύρισε, κάποιος είπε ότι το αναποδογύρισε ποντίκι, πήρε φωτιά το λάδι του και μας έκαψε πανί και ηθοποιούς και μας άφησε άστεγους και αποδιοπομπαίους.
Τις τρεις όμως εβδομάδες που ήμασταν κλεισμένοι σ’ εκείνο το σκοτεινό υπόγειο στριμωγμένοι και καταϊδρωμένοι εμείς τις απολαύσαμε και έμειναν στη μνήμη μας σαν κατόρθωμα. Πιστέψαμε σ’ ένα σκοπό, συνεργαστήκαμε άψογα και κατορθώσαμε τα ακατόρθωτα.
Παναγιώτης Φώτου