Οι λαμπροί καρατερίστες, οι υπέροχοι «δεύτεροι», που έγραψαν τη δική τους ιστορία στο ελληνικό σινεμά
Ο παλαιός ελληνικός κινηματογράφος αν είχε ένα ιδιαίτερο πλεονέκτημα αυτό είναι οι ηθοποιοί.
Οι πρωταγωνιστές, μπορεί να είχαν το όνομα, τη λάμψη, την αγάπη του κοινού, αλλά δεν είχαν όλοι πάντα την ερμηνευτική ικανότητα. Αυτό την αδυναμία, στην ερμηνεία, αλλά και σε πολλούς άλλους τομείς του ελληνικού σινεμά ήρθαν να καλύψουν οι καρατερίστες, οι δεύτεροι ρόλοι, που έδιναν με την υποκριτική τους ευχέρεια την αθάνατη γοητεία στις ταινίες που συνεχίζουμε να βλέπουμε εδώ και δεκαετίες και πιθανότατα θα συνεχίσουν να βλέπουν και τα παιδιά των παιδιών μας.
Είναι αυτοί που έδιναν την εποχή και τις φιγούρες της, τις εκρήξεις λάμψης και κεφιού ή τις απαραίτητες ανάσες όταν το στόρι άρχιζε να μπάζει.
Την ώρα που η Αμερική με την αποτελεσματικότερη – σίγουρα – κινηματογραφική βιομηχανία της κατακτούσε σχεδόν όλον τον κόσμο και κάποιες χώρες της Ευρώπης και της Ασίας άρχισαν να αναδεικνύουν σπουδαίους δημιουργούς, στη χώρα μας, που μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έβγαινε σημαντικά πληγωμένη, φτιάχθηκε μια κινηματογραφική βιοτεχνία, που είχε μεν ταλέντο και μεράκι, αλλά δεν είχε ούτε την παιδεία, ούτε τα χρήματα, ούτε την ιδιαίτερη αγορά για να στηρίξει επαρκώς την παραγωγή της.
Μπορεί να συνεχίζουμε να αγαπάμε τις ταινίες των δεκαετιών του ‘50 και ‘60, αλλά δεν μπορούν να κρυφτούν οι αδυναμίες τόσο σε τεχνικό επίπεδο, δηλαδή σκηνοθεσία, σκηνικά, ηχοληψία κλπ (αν και αυτό βελτιώθηκε με τις παραγωγές του Φίνου), όσο και στο επίπεδο σεναρίου.
Μπορεί οι παλιές ελληνικές ταινίες και ειδικά οι κωμωδίες να έχουν πολλές δυνατές ατάκες και καλούς διαλόγους, αλλά τα σενάριά τους, πέρα από κάποιες εξαιρέσεις, είναι ατελή, προχειρογραμμένα και χωρίς την απαραίτητη δομή.
Αυτές όλες οι αδυναμίες κρύβονταν πίσω από τις ερμηνείες. Και πολλές φορές από τις ερμηνείες των δεύτερων ρόλων, που εμπλούτισαν τις ταινίες ακόμη περισσότερο απ’ όλα τα θετικά τους στοιχεία.
Αυτοί όλοι οι ηθοποιοί, οι χρυσοί καρατερίστες του ελληνικού σινεμά, που δεν τιμήθηκαν ποτέ όσο τους άξιζε όταν βρίσκονταν στην ενεργό δράση, προσέφεραν τα μέγιστα και καλό είναι να τους θυμηθούμε καλύτερα.
Οι καλύτεροι δεύτεροι του σινεμά χωρίζονται κυρίως σε τρεις κατηγορίες: Σε αυτούς που είχαν τεράστια θεατρική παιδεία, με πρωταγωνιστικούς ρόλους στο σανίδι, αλλά στο σινεμά περιορίστηκαν εύστοχα σε δεύτερους ρόλους, στους πολλούς που υπηρέτησαν με συνέπεια και αφοσίωση σκηνές και πλατό πάντα δίπλα σε πρωταγωνιστές και σε ορισμένους που έπαιξαν σχεδόν μόνο στον κινηματογράφο, δίνοντας και την ψυχή τους για να τα καταφέρουν.
Γιώργος Μοσχίδης
Σημαντικός ηθοποιός, θεατρικής παιδείας, που στο λεγόμενο εμπορικό σινεμά περιορίστηκε σε χαρακτήρες δεύτερων ρόλων. Έπαιξε και στο νέο ελληνικό σινεμά («Happy Day», «Ελευθέριος Βενιζέλος» κα) αλλά έκανε και πολύ τηλεόραση.
Γεννήθηκε στην Καβάλα το 1931, βγήκε στο σανίδι σε ηλικία 15 χρόνων, ενώ από το 1952 ήταν στον θίασο της Μαίρης Αρώνη. Στη συνέχεια εργάστηκε σε πολλούς θιάσους και στο Εθνικό και ταυτόχρονα γύρισε και αρκετές ταινίες, κυρίως για βιοποριστικούς λόγους.
Έπαιξε πολλές φορές δίπλα στον Κωνσταντάρα, ενώ χαρακτηριστικός ήταν ο ρόλος του στην χαζοκωμωδία «Τι 30, τι 40, τι 50…» κάνοντας έναν γεροξεκούτη που νεανίζει…
πηγή:zougla.gr