Dark Mode Light Mode

Οι λέξεις είναι φλέβες

Γράφει η Ηρώ Καραμανλή


 

Μέσα από την καταγραφή των μύθων, ο Αίσωπος προσπόρισε στην ελληνική παιδεία αξίες και ηθικά διδάγματα. Σε μία από τις ιστορίες του  «Ὁ γεωργός και τα παιδιά του» διδάσκει πως ο θησαυρός για τον άνθρωπο είναι ο μόχθος του. Ο Αριστοτέλης διατείνεται: «Αδύνατον τον μηδέν πράττοντα πράττειν ευ»,  (είναι αδύνατο να ευτυχεί όποιος δεν ασχολείται με καμιά εργασία).  Αλλά και ο αββάς Παμβώ (που, παρεμπιπτόντως, γιόρταζε εχθές 18 Ιουλίου) είδε κάποτε στην Αλεξάνδρεια μια γυναίκα στολισμένη προκλητικά και δάκρυσε. Όταν τον ρώτησαν γιατί , εκείνος απάντησε: «Πρώτα – πρώτα κλαίω για εκείνη  και την απώλειά της, και έπειτα κλαίω για μένα, γιατί εγώ δεν εργάστηκα ν’ αρέσω στον Θεό τόσο, όσο εργάστηκε εκείνη για να αρέσει στους ανθρώπους».

Η ΛΕΞΗ

Ακηδία – η

Στον αντίποδα των όσων προανέφερα – εργασία, μόχθος, φροντίδα – βρίσκεται η λέξη «ακηδία». Ακηδία είναι η αθυμία που κυριεύει τον άνθρωπο, καθιστώντας τον απρόθυμο, ή μερικές φορές ακόμη και αδιάφορο για κάθε σωματική δράση και κάθε πνευματική ενέργεια.

Ο John Cassian, ένας ρασοφόρος θεολόγος, έγραψε στις αρχές του 5ου αιώνα για την  αρχαία ελληνική λέξη, την ακηδία,  που υποδήλωνε συναισθήματα όπως άγχος, θλίψη, μοναξιά, αδιαφορία και ολιγωρία. Ο Cassian ονόμασε την ακήδια ως «ο μεσημβρινός δαίμονας». Εννοούσε  προφανώς πως όλη η ζωή ενός ανθρώπου που έχει περιέλθει σε «ακηδία», μοιάζει με την κατάσταση του ανθρώπου που χαλαρώνει κατά τις μεσημβρινές ώρες.

Η λέξη «ακηδία» προέρχεται από το ρήμα «κήδομαι»  (φροντίζω, ενεργοποιούμαι, θλίβομαι).  Αποτελείται από το στερητικό «α» και την λέξη «κήδος»  που σημαίνει νοιάζομαι, ανησυχώ, ή πενθώ.  Ομόρριζες λέξεις  είναι ο κηδεμόνας, ο επικήδειος, ο κηδεστής (συγγενής εξ αγχιστείας), ο ακηδής (άταφος, αφρόντιστος),  η κηδεία (η φροντίδα προς τους νεκρούς), κ.α.

Όταν μεταφράστηκε στα λατινικά ένας κατάλογος με τα  αμαρτήματα, εμφανίστηκε και η λίστα με τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, όπου η ακηδία συγχωνεύτηκε στην οκνηρία.

Στα αγγλικά γραπτά εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1607, για να περιγράψει μία κατάσταση πνευματικής ατονίας. Σήμερα η λέξη έχει ατονήσει κι αυτή και χρησιμοποιείται σπάνια.

 

ΠΗΓΕΣ :

Το  «Γεροντικόν»  – Πέντζας Βασίλειος. Εκδόσεις ΑΣΤΗΡ

Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007)

Μέγα Ετυμολογικόν Λεξικόν – Etymologicon Magnum Lexicon  (Το αριστούργημα που διέσωσε η Άννη  Νοταρά μετά την άλωση της  Κωνσταντινουπόλεως  και αποκατέστησε ο Τhomas  Gaisford στο  Πανεπιστήμιο της  Οξφόρδης  τρεις  αιώνες αργότερα ).

Προηγούμενο άρθρο

Γιάννου Ευαγγελία: «Κλεμμένος κόσμος»

Επόμενο άρθρο

Γυναίκα μαχαίρωσε άνδρα μέσα σε λεωφορείο του Υπεραστικού ΚΤΕΛ Ν.Καβάλας που εκτελούσε το δρομολόγιο για Δράμα