Γράφει η Ηρώ Καραμανλή
Από την αρχαιότητα και για πολλούς αιώνες μετά, είχε μία και μόνη χρησιμότητα : την προστασία από τον ήλιο. Στις «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη – μία σάτιρα που διακωμωδεί τον Ευριπίδη και την αντιπάθειά του προς τις γυναίκες και παρουσιάστηκε την ίδια χρονιά (411 π.Χ.) με ένα άλλο έργο του, τη Λυσιστράτη – ακούγεται η φράση : «Ωστόσο, τα αφτιά σας, διάβολε, έχουν απλωθεί σαν σκιάδειο για τον ήλιο…».
Αν δεν καταλάβατε ακόμη, μιλάω για το «σκιάδειο», που κατέληξε να γίνει «σκιάδιον» με γιώτα «ι» και που σήμερα ονομάζεται «ομπρέλα». «Umbrella» ονομαζόταν και στην αρχαία Ρώμη, από τη λέξη «umbra» που σημαίνει σκιά. Η χρήση της επιβεβαιώνεται και στην Κίνα την περίοδο των Τριών Βασιλείων το 220 με 280 μ.Χ. Στα σκοτεινά χρόνια του Μεσαίωνα εξαφανίζεται από τη Δύση αλλά στην Ανατολή έχει κατακτήσει ήδη όλες τις γυναίκες και αποκτά μάλιστα η χρήση της τελετουργικό χαρακτήρα. Το εγκυκλοπαιδικό λεξικό του Ήλιου γράφει τα εξής : «Οι Ιάπωνες εχρησιμοποίουν ομβρέλλας αφ’ ης εποχής είναι γνωστοί εν τη ιστορία, εν δε τη Ρώμη εχρησιμοποιούντο προς προστασίαν από των ηλιακών ακτίνων υπό των γυναικών και των εκτεθηλυμένων ανδρών».
Στην Ευρώπη επανεμφανίζεται την εποχή της Αναγέννησης πάλι ως γυναικείο αξεσουάρ που προστατεύει από τον ήλιο και μόνο κατά το 1637 εμφανίζεται στη Γαλλία κατασκευασμένη από αδιάβροχο ύφασμα κι ο κόσμος ανακαλύπτει τη χρησιμότητα της στη βροχή. Ωστόσο, παραμένει ακόμη γυναικεία υπόθεση μέχρι το 1712 όταν ο Πέρσης ποιητής Τζόνας Χάνγουεϊ εγκαθίσταται στο Λονδίνο και προφασιζόμενος λόγους υγείας κυκλοφορεί επί τριάντα συναπτά έτη κρατώντας μία μαύρη ομπρέλα. Στο ελληνικό λεξιλόγιο η λέξη «αλεξίβροχον» εισήχθη το 1829 από τον Αδαμάντιο Κοραή. Η λέξη «αλεξήλιον» υπήρχε από το 1861 ενώ στο λεξικό του ο Άγγελος Βλάχος το 1897 ονόμασε την ομπρέλα, «αλεξιβρόχιον».
Η ΛΕΞΗ
αλέξω, ρημ.
Από την εποχή του Ομήρου έως και σήμερα η λέξη σημαίνει εμποδίζω, αποτρέπω, βοηθώ. Παράγωγα από την ίδια ρίζα είναι οι λέξεις : αλέξησις (υπεράσπισις), αλεξήνωρ (αυτός που βοηθά), αλεξητήριον (φάρμακο), αλεξίμορος (αλέξω+μόρος, αυτός που προστατεύει από το θάνατο), αλέκτωρ, αλεξίκακος (αυτός που απομακρύνει κάτι κακό) και Αλέξανδρος (αυτός που προφυλάσσει τους άνδρες – λεξ. Μαντουλίδη). «Αλέξανδρος, ο αμύνων άνδρας», λεξ. L&S. Το ρήμα αλέξω καθώς και πολλά παράγωγά του δεν εμφανίζονται στη νεοελληνική γλώσσα, χρησιμοποιούνται όμως ομόριζες νέες λέξεις όπως, αλεξίπτωτο, αλεξίσφαιρο, αλεξικέραυνο, κ.α.
Ο Μ. Αλέξανδρος γεννήθηκε στις 20 ή 21 Ιουλίου του 356 π.Χ. στην Πέλλα της Μακεδονίας. Στα παιδικά του χρόνια εκπαιδεύτηκε από τους παιδαγωγούς Λεωνίδα το Μολοσσό και Λυσίμαχο τον Ακαρνάνα. Σε ηλικία 13 ετών μαθήτευσε κοντά στον Αριστοτέλη που τού μεταλαμπάδευσε αμάλγαμα φωτεινής και ελληνικής παιδείας. Μετά τη νίκη της Ισσού (333 μ.Χ.) ο Μ. Αλέξανδρος έστειλε στον Δαρείο επιστολή που άρχιζε έτσι: «Οι υμέτεροι πρόγονοι ελθόντες εις Μακεδονίαν και εις την άλλην Ελλάδα κακώς εποίησαν ημάς. Εγώ δε των Ελλήνων ηγεμών κατασταθείς και τιμωρήσασθαι βουλόμενος Πέρσας διέβην ες Ασίαν, υπαρξάντων υμών».*
Ο Φλάβιος Αρριανός στο έργο του Αλεξάνδρου Ανάβασις (2ος αι. μ.Χ.) αποκαλεί τον Αλέξανδρο «άτρωτον επιθυμίας» και ο Αδριανός «εγκρατέστερος των ηδονών του σώματος». Στο ίδιο έργο αναφέρεται ότι ο Αλέξανδρος απαιτούσε από τους στρατιώτες του να μην μιλάνε άσχημα στις γυναίκες αιχμαλώτους ούτε καν με υπονοούμενα αλλά να τις σέβονται σαν κορίτσια που ζουν μέσα σε ιερούς ναούς και Παρθενώνες. Επίκαιρα τα λόγια του και διδακτικά!
*(Μακεδονια, 4.000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού, εκδοτική Αθηνών, 1992, σελ. 49)
ΠΗΓΕΣ
ΝΕΩΤΕΡΟΝ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ «ΗΛΙΟΥ»
ΛΕΞΙΚΟ LIDDELL & SCOTT
ΑΡΡΙΑΝΟΣ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ