Dark Mode Light Mode

Οι λέξεις είναι φλέβες

 

Γράφει η Ηρώ Καραμανλή


Το θεσμό της προίκας τον συναντάμε στα ομηρικά έπη όπου  συνήθως ο άνδρας  ήταν εκείνος που έδινε προίκα και σπανιότερα η γυναίκα. Στη Ιλιάδα ο Αγαμέμνονας τάζει στον Αχιλλέα μια από τις κόρες του για γυναίκα και μεγάλη προίκα, για να γυρίσει στη μάχη. Τονίζει μάλιστα ότι δε θέλει από τον Αχιλλέα τίποτε σαν προίκα (αδώρητος). «Από τις τρεις αδώρητα στο σπίτι του Πηλέως…  και θα της δώσω δώρα όσα κανείς στην κόρη του δεν έδωσε πατέρας». (Ομ. Ιλ. Ι, 144-148). Στην Οδύσσεια έχουμε δύο απόψεις για την προίκα, προσφορά της νύφης προς το γαμπρό «…κι εκείνοι θα γνοιαστούν το γάμο της, θα φτιάξουν τα προικιά της  αρίφνητα, στη θυγατέρα τους την ακριβή ως ταιριάζει», (Ομ. Οδ. α, 277-278) αλλά και προσφορά του γαμπρού προς τη νύφη, «…μα ακόμα πιο καλότυχος απ’ όλους είν’ εκείνος, που βγει στα δώρα νικητής και ταίρι του σε πάρει»,  (Όμ. Οδ.  ζ, 158-159). Αργότερα και μέχρι το τέλος της αρχαϊκής εποχής η προίκα μετατρέπεται σε αποζημίωση του συζύγου ενώ στην κλασική εποχή οδηγούμαστε σε κοινωνικές αλλαγές  που μία από αυτές είναι και η θεσμοθέτηση της προίκας. Η «Σεισάχθεια», νόμος του Σόλωνα τον 6ο π.Χ. αιώνα ορίζει υποχρεωτικά πως «η γυναίκα που παντρεύεται έχει ως προίκα τρία φορέματα και μερικά οικιακά σκεύη ευτελούς αξίας». Κι ενώ την εποχή της αρχαιότητας η προίκα λειτουργούσε ως θεσμός, ο Σόλων μετατρέπει τον θεσμό σε νόμο. Ένας νόμος όμως που απαλλάσσει την οικογένεια του κοριτσιού από τα μεγάλα βάρη των δώρων και τα περιορίζει μόνο στα απαραίτητα κι αυτό το κάνει  για να μπορεί η γυναίκα να έχει ελευθερία λόγου στο σπίτι της.  «Ταῦτα δωρεῖται πατὴρ πολλοῖς σὺν ἕδνοις, ὥστ᾽ ἐλευθεροστομεῖν», (αυτά μου χαρίζει ο πατέρας μαζί με πολλά άλλα γαμήλια δώρα, ώστε να μπορώ να μιλάω) επισημαίνεται στην Ανδρομάχη του Ευριπίδη, (στ. 152-153).

Φτάνοντας στον «χρυσό αιώνα» της κλασικής περιόδου, η προίκα αρχίζει πάλι να  περιλαμβάνει χρήματα, ρουχισμό, έπιπλα, σκεύη κ.α. και είναι πλέον υποχρεωτική η συνεισφορά της νύφης. Ανθίστανται όμως  φωτεινά πνεύματα της εποχής που θεωρούν την προίκα κατακριτέα, όπως ο Πλάτωνας που αναφέρει στην «Πολιτεία» ότι η υποχρέωση της προίκας είναι αντιδημοκρατική και ο Αριστοτέλης να τη θεωρεί βαρβαρικό έθιμο.  Η ιστορία της προίκας συνεχίστηκε σε όλες τις περιόδους μέχρι τον περασμένο αιώνα, αποτελούσε μεγάλο φορτίο στις άπορες οικογένειες που είχαν κορίτσια  αφού οι γονείς στερούνταν τα πάντα για να τα εξασφαλίσουν.

 

Η ΛΕΞΗ

Φερνή, η, ους

Είναι αρχαία λέξη, προέρχεται από το ρήμα φέρω και σημαίνει προίκα. Σήμερα στη νεοελληνική δεν χρησιμοποιείται αλλά λέμε «πολύφερνη νύφη», την κοπέλα που έχει μεγάλη προίκα.  Το δυσβάσταχτο φορτίο της προίκας που έφεραν στους ώμους οι φτωχές οικογένειες των κοριτσιών, οι παράλογες απαιτήσεις των γαμπρών που μετατρέπονταν σε εκβιαστικές προκειμένου να πετύχουν μεγαλύτερα οφέλη, ανέδειξε ένα τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα σε όλη την ελληνική επικράτεια ιδίως μετά το 1950 και ανάγκασε τους γονείς να ζητήσουν βοήθεια. Συγκεκριμένα το 1955 δεκαεπτά κοινότητες της Ρούμελης απέστειλαν επιστολή στη βασίλισσα Φρειδερίκη ζητώντας να καταργηθεί ο φρικτός θεσμός της προίκας. Η Φρειδερίκη αντί να μεριμνήσει για την κατάργηση της, μοίρασε «βιβλιάρια απόρων κορασίδων» με συμβολική κατάθεση 1.000 δρχ.  ως προικοδότηση  και ετοιμαζόταν για το γάμο της κόρης της, της πριγκίπισσας Σοφίας.  Στις 16 Μαρτίου 1962 στη Βουλή, εγκρίθηκε νομοσχέδιο δια βοής  με το οποίο δόθηκε προίκα στη Σοφία 9.000.000 δρχ, ενώ δαπανήθηκαν για το γάμο 2.800.000 δρχ.

Το 1983 ψηφίστηκε η οριστική κατάργηση της προίκας με το νόμο 1329/83 που όριζε ότι και οι δύο σύζυγοι υποχρεώνονται να συμβάλλουν ανάλογα με τις δυνάμεις τους στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας.

 

ΠΗΓΕΣ

ΝΕΩΤΕΡΟΝ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ «ΗΛΙΟΥ»

ΛΕΞΙΚΟ LIDDELL & SCOTT

ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ  20 ου  ΑΙΩΝΑ –  ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΙΚΗ

ΛΕΞΙΚΟ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ – Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ – ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ 1962

Προηγούμενο άρθρο

Το ασανσέρ στην Παναγία όπως το μελέτησε και το προτείνει η Αρχαιολογική υπηρεσία

Επόμενο άρθρο

Γεμάτες πετρέλαιο και υδρόθειο οι εγκαταστάσεις του «Σίγμα»