Γράφει η Ηρώ Καραμανλή
Οι κήρυκες στην αρχαιότητα ήταν μια ιδιαίτερη τάξη υπαλλήλων ή υπηρετών που είχαν σαν καθήκον την εξαγγελία των μηνυμάτων και διαταγών της πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας. Όπως οι Ολύμπιοι θεοί είχαν σαν αγγελιαφόρο τους κήρυκα τον Ερμή, έτσι και οι αρχαίοι Έλληνες, από τους Ομηρικούς χρόνους, είχαν τους κήρυκές τους, τους μεσάζοντες δηλαδή μεταξύ της ανώτερης εξουσίας και του λαού. Τα καλύτερα προσόντα για την ανάδειξη και διορισμό ενός τέτοιου κήρυκα ήταν η γλυκειά, εύφωνος και δυνατή φωνή, όπως π.χ. του Στέντορα, του «χαλκεόφωνου» ήρωα του Τρωικού πολέμου που αναφέρει στην Ιλιάδα ο Όμηρος, ο οποίος, όπως λέγεται, είχε μια δυνατή φωνή όσο 50 ανδρών και από το όνομα του οποίου παράγεται η γνωστή έκφραση «στεντόρεια φωνή».
Ο Ερμής λοιπόν, συμβολίζει και τον Λόγο, δηλαδή, το σύνολο όλων των διανοιών στο Σύμπαν. Οι Στωικοί φιλόσοφοι απέδωσαν στον Ερμή ακόμα κεντρικότερο ρόλο στη θεολογία τους, θεωρώντας τον ως Λόγο – Δημιουργό.
Διαβάζοντας για τον Ερμή στην ελληνική μυθολογία αντιλαμβανόμαστε πως συνδυάζει τα ανθρώπινα με τα θεϊκά στοιχεία γιατί ενώ είναι ο πρώτος δάσκαλος του ανθρώπινου γένους, εκείνος που εισήγαγε τα γράμματα και τις επιστήμες στην ανθρωπότητα και δίδαξε τη χρήση της διάνοιας, ωστόσο είναι και προστάτης των κλεπτών και για μερικές σκοτεινές δραστηριότητές του χρησιμοποιούσε τη Νύχτα. Γι’ αυτό θεωρείται πως είχε πολύ καλή σχέση με τη Σελήνη. Μάλιστα, αναφέρεται ότι το βράδυ που έκλεψε τα ιερά βόδια του Απόλλωνα, μόλις την τέταρτη μέρα από τη γέννησή του, η Σελήνη βγήκε δυο φορές, για να τον διευκολύνει στη μετακίνησή του από την Πιερία μέχρι τα όρη της Κυλλήνης. Ο Όμηρος στην Οδύσσεια τον αναφέρει ως Ψυχοπομπό, Αργοφονιά και Κρατερό. Άλλα προσωνύμια που του αποδίδονται είναι Νωνακριάτης, Οιοπόλος, Στροφαίος, Λόγιος, Φαεσφόρος Ωκυπέτης, Χθόνιος, κ.α.
Η ΛΕΞΗ
φαεσφόρος επιθ.
Φαέσφορος σημαίνει εκείνος που φέρει το φως στους θνητούς, που φωτίζει τους ανθρώπους, ο φωτοδότης. Είναι σύνθετη λέξη από το ουσιαστικό φάος (φως, εστία φωτιάς, ημέρα) και το ρήμα φέρω. Η λέξη φάος προέρχεται από το αρχ. ρήμα φάω που σημαίνει λάμπω, φωτίζω, ακτινοβολώ, φέγγω. Παράγωγά της είναι, φαέθων, φέγγος, φαεινός, φάση, φανερός κ.α.
Τη λέξη την αναφέρει ο Αισχύλος στον Αγαμέμνονα και στο στίχο 488, «εἰσόμεσθα λαμπάδων φαεσφόρων φρυκτωριῶν τε καὶ πυρὸς παραλλαγάς, εἴτ᾽ οὖν ἀληθεῖς…», καθώς και ο Ιωάννης Δαμασκηνός για την Ανάσταση του Χριστού : «Αύτη η της αγίας Κυριακής λαμπρά και φαέσφορος ημέρα…». Σήμερα η λέξη χρησιμοποιείται σε λογοτεχνικά κείμενα ενώ στην καθομιλουμένη είναι σχεδόν άγνωστη.
Ο Πύργος Μπόλλινγκεν στην Ελβετία κτίστηκε από τον Ελβετό ψυχίατρο Κάρλ Γιούγκ – μαθητή και φίλο του Σίγκμουντ Φρόϋντ. Είναι ένα μικρό κάστρο λίγο έξω από το χωριό Bollingen στη Λίμνη της Ζυρίχης. Το 1950, με την ευκαιρία των 75ων γενεθλίων του, ο Γιουνγκ χάραξε στις τρεις πλευρές ενός πέτρινου κύβου κάποιες επιγραφές. Στη δεύτερη πλευρά του κύβου απεικονίζεται ο Φαέσφορος Ερμής και περιβάλλεται από ελληνική επιγραφή: «Ὁ Αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεττεύων· παιδὸς ἡ βασιληί».
(Ο χρόνος είναι παιδί που παίζει, και παίζει πεσσούς (ζάρια)· του παιδιού είναι η βασιλεία).
ΠΗΓΕΣ
LEXICON GRAECO – PROSODIACUM
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ – ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ
ΝΕΟΤΕΡΟΝ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ «ΗΛΙΟΥ»