Ο Μπαμπινιώτης είχε πει: «Προσπάθησα μέσα από τους δρόμους των λέξεων να ανοίξω τις πύλες των εννοιών, τις οποίες έχουμε δημιουργήσει διαχρονικά ως λαός και ως ελληνικός πολιτισμός και με τις οποίες υπάρχουμε και πορευόμαστε».
Είναι γεγονός πως οι λέξεις είναι βασικό στοιχείο της ύπαρξης της ανθρωπότητας, της εξέλιξής της και του πολιτισμού της. Όταν εκφράζονται προφορικά οι λέξεις, παράγονται ήχοι, εικόνες και έννοιες. Υπάρχουν πολλές θεωρίες για το τι ακριβώς είναι μία έννοια.
Κατά την απλούστερη εκδοχή, έννοια ονομάζεται η ενέργεια της σκέψης καθώς συλλαμβάνει μία ενότητα με περιεχόμενο τέτοιο που να της παρέχει τη δυνατότητα ενοποίησης, κατηγοριοποίησης ή και αλληλεπίδρασης με κάποιες όψεις της πραγματικότητας.
Οι φθόγγοι που αποτελούν τις λέξεις, οι λέξεις που συγκροτούν μία φράση και οι φράσεις που περικλείονται εντός μιας παραγράφου κι αποδίδουν ένα νόημα, συνέβαλλαν στην κοινωνικοποίηση του ανθρώπου ώστε να εξελιχθεί και να δημιουργήσει αξιοσημείωτα επιτεύγματα.
Με την πάροδο του χρόνου, πολλές λέξεις, εννοιολογικά παρέμειναν αναλλοίωτες, ενώ άλλες διαμορφώθηκαν, εξελίχθηκαν και προσαρμόστηκαν στις επιταγές των συνθηκών της κάθε εποχής. Παράδειγμα η λέξη «μύθος» που κατά την αρχαιότητα σήμαινε το ρητό, το απόφθεγμα, την παροιμία, όπως λέει ο Αισχύλος.
Στον Αριστοφάνη βρίσκουμε την λέξη ως ομιλία, αγόρευση σε δημόσια συνέλευση και στον Όμηρο την συναντάμε ως λόγο ή οτιδήποτε μεταφέρεται με τις λέξεις γραπτώς ή δια στόματος, Ο Ουμπέρτο Έκο διαχωρίζει τον μύθο σε «αυθεντικό», αυτόν δηλαδή που προέρχεται από τα εσώτερα του ανθρώπου και σε «τεχνητό», αυτόν που επικαλούμαστε και χρησιμοποιούμε για ιδεολογικούς σκοπούς.
Γενικότερα όμως, η λέξη στην εποχή μας σημαίνει την αφήγηση που αποτελεί τμήμα μυθικής παράδοσης και συνδέει πραγματικά ή φανταστικά γεγονότα ή και τα δύο, σημαίνει την αφήγηση που αναφέρεται με τρόπο αλληγορικό σε φυτά και ζώα, και σημαίνει ακόμα, την διήγηση που αποτελεί πλάσμα της ανθρώπινης φαντασίας και δεν αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα.
Βλέπουμε την διαφορά ανάμεσα στις δύο έννοιες, την παλαιότερη που «μύθος» ονομαζόταν το έπος (λόγος, ομιλία) και την σημερινή που «μύθος» σημαίνει ένα αφήγημα φανταστικό, κατ’ επέκταση, ψεύτικο,
Η ΛΕΞΗ
Εχεμύθεια, η
Η ικανότητα να μην αποκαλύπτει κανείς όσα γνωρίζει, κυρίως όσα του έχουν εκμυστηρευτεί ως μυστικά. Η λέξη εχεμυθία – κατά το παραμυθία και ακολουθία – που σημαίνει μυστικότητα, απαντάται σε αρχαία κείμενα όπως και το ρήμα εχεμυθέω -ώ (φυλάσσω μυστικό).
Εχέμυθος είναι αυτός που δεν προδίδει τα μυστικά που του εμπιστεύονται. Είναι σύνθετη λέξη και αποτελείται από το ρήμα «έχω» (κατέχω, επιτηρώ, γνωρίζω, καταλαβαίνω, κατανοώ – και πλήθος άλλων σημασιών) και το ουσιαστικό «μύθος» (με τη σημασία που είχε κατά την αρχαιότητα).
Αντίθετες σημασιολογικά είναι οι λέξεις «ακριτομυθία» και «ακριτοέπεια». Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των λέξεων είναι πως το β’ συνθετικό τους, δηλαδή ο «λόγος», είναι οι δύο αρχαίες λέξεις «έπος» και «μύθος».
Θα ήταν παράλογο φυσικά αν όλες αυτές οι λέξεις που αναφέραμε, κρατούσαν στο β’ συνθετικό τους την σημερινή σημασία που αποδίδουμε στη λέξη «μύθος» επειδή θα είχαν διαφορετική έννοια από αυτή που έχουν τώρα.
Στην λαογραφία ο μύθος αποτελεί διδακτική διήγηση με σκοπό τον χαρακτηρισμό άτοπων πράξεων ή λόγων και την συναγωγή ηθικών διδαγμάτων. Οι μύθοι διακρίνονται σε παροιμιώδεις, εφ’ όσον ο χαρακτήρας αυτών είναι σκωπτικός, και σε διδακτικούς, εφ’ όσον ο δεσπόζων χαρακτήρας έχει διδακτικό σκοπό.
Και στις δύο περιπτώσεις, οι μύθοι είναι διηγήσεις που τον κύριο ρόλο αναλαμβάνουν να διαδραματίσουν τα ζώα. Το πιο αντιπροσωπευτικό είδος μύθων είναι οι Αισώπειοι μύθοι που είναι κυρίως διδακτικοί. Αλλά και τα δύο είδη μύθων τα συναντάμε από την αρχαιότητα στην παγκόσμια λαογραφία να χρησιμοποιούνται ως διδακτικό μέσο.
Ο Ησίοδος, ο Αρχίλοχος ο Σιμωνίδης και άλλοι, χρησιμοποιούσαν τον παροιμιώδη μύθο στο λόγο τους όπως επίσης και οι φιλόσοφοι και οι ρήτορες. Από την αρχαία ξένη λαογραφία, την πρώτη θέση κατέχει η Ινδία στη συλλογή μύθων με ζώα.
Εκτός από τον Αίσωπο, ο Βαβρίας υπήρξε ένας από τους αριστοτέχνες μυθολόγους και έγινε ονομαστός επειδή ο Λατίνος Φαίδρος μετέφρασε τους μύθους του στην Λατινική και ο Συντίπας στη Συριακή γλώσσα.
Κατά τους νεότερους χρόνους σπουδαίοι μυθογράφοι υπήρξαν ο Γάλλος Λαφονταίν, ο Γερμανός Λέσσινγκ, ο Ρώσος Κρυλώφ, και άλλοι. Η διάκριση μεταξύ των παροιμιωδών μύθων και των διδακτικών είναι πως οι τελευταίοι χαρακτηρίζονται από την προσθήκη του επιμυθίου, το συμπέρασμα δηλαδή που εξάγεται από τα δρώμενα του μύθου.
ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ ΗΡΩ
ΠΗΓΕΣ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΑ ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΗ – ΣΤΕΛΙΟΣ Ν. ΚΟΥΣΟΥΛΗΣ – ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ Α.Ε. 2001
ΛΕΞΙΚΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ – LIDDELL & SCOTT
ΛΕΞΙΚΟ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ