Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής
Απέναντι είχε όλους τους συντοπίτες του. Δεν ήταν και πολλοί. Πίσω και πάνω τους ένα μακρύ σχοινί, με προσαρμοσμένες μικρές σημαίες, ένωνε δύο φανάρια στο μώλο του λιμανιού. Φυσούσε βοριαδάκι και οι σημαιούλες κυμάτιζαν, μα πιο πολύ κυμάτιζε η δική του η μεγάλη γαλανόλευκη. Έστρεφε πότε πότε το βλέμμα του πάνω της και την καμάρωνε στο φόντο ενός ασπρογάλαζου ουρανού. Κρατούσε το κοντάρι της γερμένο λίγο μπρος, ώστε ο κυματισμός της να είναι πιο αρμονικός. Κι ένιωθε μια περηφάνεια αγκαλιασμένη με μιαν υπευθυνότητα. Δεν ήταν μικρή υπόθεση να είσαι σημαιοφόρος.
Παλιά ο προπάππους του κρατούσε τη σημαία, όταν τα χιονισμένα βουνά της Ηπείρου υποδέχονταν τους νότιους Έλληνες, ακόμη και τους νησιώτες, που δεν ήταν, εδώ που τα λέμε, συνηθισμένοι στα πολλά χιόνια ούτε στα ψηλά βουνά. Μα κι ο παππούς του ήταν σημαιοφόρος στο Πολεμικό Ναυτικό, όπου είχε υπηρετήσει τη θητεία του. Ο πατέρας του πάλι ήταν σημαιοφόρος στο σχολειό, γιατί κι αυτός ήταν λεβεντόκορμος κι ας ήταν και λίγο ατίθασος. Μόνο που τότε αυτός είχε αρκετούς συμμαθητές… Και τώρα αυτός, ο Χρήστος ο Καμπόσος, κρατούσε σφιχτά το κοντάρι της ίδιας σημαίας που είχε κρατήσει κι ο πατέρας του.
Πριν από λίγες μέρες, σ’ ένα διάλειμμα, τον φώναξε ο δάσκαλος και του ενεχείρισε ένα φύλλο χαρτί με τις υποχρεώσεις του. Ήταν μια φωτοτυπία που πολλές φορές, ως φαίνεται, είχε χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν, ίσως κι από τον ίδιο τον πατέρα του. Ο τελευταίος ωστόσο τον διαβεβαίωνε πως, όταν ήταν εκείνος μαθητής, δεν υπήρχε φωτοτυπικό μηχάνημα στο σχολείο, αλλά θυμόταν κάτι παρόμοιο, ίσως βγαλμένο σε πολύγραφο. Είχε κι εκείνο την ίδια επικεφαλίδα: ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΣΗΜΑΙΟΦΟΡΟΥ. Και ήταν διατυπωμένο «εις απλήν καθαρεύουσαν». Ο δικός του δάσκαλος ήταν από τους «υπερπατριώτες» που σπάνια αποστέλλονταν σε απομακρυσμένα νησιά. Και θα θύμωνε πολύ αν έβλεπε τη φωτοτυπία του νέου δασκάλου. Ακούς εκεί καθήκοντα σημαιοφόρου γραμμένα σε μονοτονικό… Είχε οξεία διαφωνία και αντιπαράθεση με την καθιέρωση της οξείας ως απλού τόνου και την κατάργηση της βαρείας και ιδιαίτερα της περισπωμένης που του άρεσε να την τοποθετεί καλλιγραφικά ακόμη και στην προπαραλήγουσα…
Τον ενημέρωσε λοιπόν ο δάσκαλος ο δημοτικιστής το Χρήστο τον Καμπόσο για όλες τις κινήσεις και τις μετακινήσεις των ημερών σύμφωνα με το πρόγραμμα του εορτασμού της 28ης Οκτωβρίου και τον προέτρεψε να είναι κόσμια ντυμένος, σαν που ταιριάζει σ’ ένα νησιώτη, απόγονο μπουρλοτιέρηδων. Το είπε στη μανούλα του κι αυτή τον παρέπεμψε στη γιαγιά, που ήξερε καλύτερα. Άνοιξε αυτή το μεγάλο το σεντούκι και έβγαλε μιαν όμορφη επίσημη νησιώτικη στολή καλά σιδερωμένη. Κάτασπρο το πουκάμισο, διόλου φθαρμένο ή κιτρινισμένο από το Χρόνο, μαύρο γιλέκο, ένα σκουφί σκούρο κόκκινο και μια ποδήρη σκούρα μπλε ριχτή βράκα σαν του Κανάρη. Την πρόβαρε στον καθρέφτη της ντουλάπας και καμάρωνε σαν γνήσιος απόγονος γενναίων ναυτικών του Εικοσιένα. Ένιωθε τώρα πιο ψηλός. Ποιος να βρεθεί να κάνει τον καμπόσο στον Καμπόσο…
Όλα ήταν έτοιμα για τον εορτασμό και ο ίδιος πανέτοιμος για την παρέλαση στην παραλία. Καθόλου δεν τον πείραζε που δεν θα είχε παραστάτες ούτε ξοπίσω ουλαμό. Αυτός θα παρήλαυνε μονάχος σαν τον Κανάρη με το φεσάκι του και πίσω του θα ένιωθε πως τον ακολουθούν όλοι οι πρόγονοι οι ντόπιοι και οι άλλοι Έλληνες σε μιαν ατέρμονη σειρά και μάλιστα «μετά Λακεδαιμονίων»… Μπορεί οι Αρκιοί να είχαν λίγους μετρημένους κατοίκους, μπορεί ο ίδιος στα οχτώ του χρόνια να ήταν ο μόνος μαθητής του αναγκαστικά μονοθέσιου Δημοτικού Σχολείου, μα είχε δάσκαλο καλό και έλπιζε ότι σύντομα θα είχε και συμμαθήτρια την αδελφούλα του κι ότι μπορεί να ‘ρθουν κι άλλα παιδάκια στους Αρκιούς, για να έχει φίλους συνομήλικους.
Όλα τη μέρα εκείνη θα γίνονταν όπως τα είχε φανταστεί. Μαζεύτηκαν μετά την εκκλησιά όλοι οι κάτοικοι του νησιού στο λιμάνι, δεν ήταν δα και πολλοί, ήρθε και η γιαγιά υποβασταζόμενη από το γιο της και τη νύφη της και παραδίπλα όλοι οι γείτονες. Η έκπληξη η δική του ήταν το ότι παραβρέθηκαν και κάποιοι δημοσιογράφοι απ’ την πρωτεύουσα και τον σημάδευαν με κάμερες φωτογραφικές και τηλεοπτικές, ο Χρήστος ο Καμπόσος όμως τίποτε δε λογάριαζε. Δεν ένιωσε καμιάν αμηχανία. Στεκότανε περήφανα δίπλα στο δάσκαλό του, όταν εκφώνησε τον πανηγυρικό του λόγο κι όταν αμέσως έπειτα παρήλασε λεβέντικα κατά μήκος του παραλιακού δρόμου και όλοι τον χειροκροτούσανε θερμά.
Μπορεί να μην υπήρχε μπάντα στους Αρκιούς, αλλά τον έψαλλαν σωστά όλοι μαζί τον Εθνικό τον Ύμνο. Του φάνηκε πως άρχισε η φωνή του να χοντραίνει. Ούτε την αναγνώριζε. Μα πώς γίνεται σε μιαν ελάχιστη απόσταση, από το στόμα ως το αφτί, να αποχτά η φωνή του τόσο βάρος… Πέρασαν απ’ το νου του κόκκαλα Ελλήνων αμέτρητα, κιτρινισμένα μες στην αγιοσύνη του αγώνα τους για λευτεριά, τιμή και δικαιοσύνη. Πόσες σημαίες γαλανόλευκες είχαν ματώσει μες στις λιμνούλες των θυσιών τους…
Έπειτα σκέφτηκε πως, όταν μεγαλώσει, θα ήθελε να κάνει πολλά παιδιά, κορίτσια και αγόρια, να γεμίσει το νησί, ολάκερο το πέλαγο κι ολόκληρη η Ελλάδα από καμπόσους Καμπόσους, όλους περήφανους σημαιοφόρους της Ειρήνης και της Δικαιοσύνης, αγνούς λάτρεις της Ελλάδας αλλά και όλων των λαών κι όλου του κόσμου των απλών ανθρώπων που υφίστανται την εκμετάλλευση των λίγων δυνατών.