Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Κάθε απόγευμα για τον γέρο καπετάν Μανώλη ήταν ίδιο. Ίδιο κι απαράλλαχτο. Εδώ και είκοσι ένα χρόνια.
“Πάμε”, μου είπε.
Καθόμασταν στην ακροθαλασσιά, σε ένα πέτρινο τραπεζάκι στην μικρή αυλή της ψαροκαλύβας του. Ιστορίες θαλασσινές μου έλεγε. Συλλογιούνταν και μου μιλούσε. Με μακριές παύσεις μου μιλούσε. Περισσότερο χρόνο έπαιρναν οι παύσεις από ότι τα λόγια του. Προσπάθησα κάποια στιγμή στην αρχή να πω κι εγώ κάτι μα μου φάνηκε, και περισσότερο κάπως σαν να μου τόδειξε κιόλας, πως θα τον ενοχλούσαν. Θα αποσπούσα τον νου του από τις σκέψεις του. Τον άφησα στη συλλογή του.
Ύστερα από κάμποση ώρα, σταμάτησε να μου μιλά, έδειξε πως τελείωσε με αυτά που είχε να μου πει, να μου διηγηθεί, κάτι σα να άκουσε σα να είδε κάτι, και σηκώθηκε όρθιος.
“Πάμε”, μου είπε.
Δεν πρόλαβα να ρωτήσω που.
“Πάμε… εκεί πάνω στο εκκλησάκι του Άη Νικόλα πάμε, το βλέπεις… εκεί πάνω… στη κορυφή του λόφου”.
Θάταν ίσα με καμιά πεντακοσαριά βήματα το πετρώδες λίγο ανηφορικό μονοπάτι. Τον ακολούθησα. Ενενήντα τρία χρονώ. Όμοιος με κατσίκι ο βηματισμός του. Μονολογούσε στη διαδρομή, σα τραγούδι νάλεγε, σα ψαλμωδία, δεν ξεχώριζα. Ήταν το απογευματινό αεράκι, το σύρσιμο της θάλασσας στα βράχια που έκοβαν την ακοή μου και δεν άκουγα καλά.
Θάχαμε φτάσει περίπου στα μισά τής διαδρομής…”Ξέχασα το καπέλο μου”… τον άκουσα να λέει, περισσότερο στον εαυτό του τόλεγε. Προθυμοποιήθηκα να πάω να του το φέρω. Μου έγνεψε αρνητικά. Από εκεί και πάνω μέχρι το ξωκλήσι παρέμεινε σιωπηλός. Φτάσαμε. Έκανε ζέστη. Ιδρώτας. Ευτυχώς που φυσούσε λιγάκι. Καθίσαμε σε ένα τσιμεντένιο μπογιατισμένο κάτασπρο πεζούλι. Το γαλάζιο του αρχιπελάγους της Σκύρου απλώνονταν μπροστά μας ως πέρα μακριά, όπου θάλασσα κι ουρανός άρχιζαν να ξασπρίζουν, να γίνονται ένα και να χάνονται τα αναμεταξύ τους όρια.
Ύστερα, στα ξαφνικά, σηκώθηκε όρθιος κι έβαλε την απαλάμη του απάνω από τα φρύδια του για να κόψει όσο γίνονταν το δυνατό φως του ήλιου που θάμπωνε τα μάτια του. Έγειρε μπρος, στύλωσε λυγίζοντας το ένα ποδάρι του σε μια μεγάλη κοτρώνα που φαίνονταν σα να τρεμοπαίζει από την πολλή τη κάψα βυθίζοντας ταυτόχρονα το άλλο ποδάρι του στα κάτασπρα ολοστρόγγυλα μικρολίθαρα και ξάνοιξε το βλέμμα του στη μεγάλη απόσταση που απλώνονταν μπροστά μας:
“Όχι, δεν είναι αυτός…..”
Κάπου διάβασα πως οι αισθήσεις της όρασης και της ακοής των θαλασσινών παρομοιάζει με εκείνες των βουνίσιων. Τα προσόντα τους είναι. Να βλέπουν μακριά, να διακρίνουν σ’όλο το πλάτος και το μάκρος των βουνών και των πελάγων μικρά σημαδάκια. Τα δικά τους, της ζωής τους. Ζουν εκεί, κι εκεί που ζουν, ξέρει η φύση. Όλα τα ρυθμίζει όπως πρέπει. Εγώ δεν έβλεπα τίποτα παρά μονάχα μια μικρή μαύρη βουλίτσα. Ψαροκάικο ήταν. Έτσι μου είπε. Όμως….
Όμως όχι, δεν ήταν αυτός…..
Πώς θα μπορούσε να ήταν! Ήξερα εγώ πως δεν μπορούσε να είναι αυτός.
Πήραμε ξανά το μονοπάτι και κατεβήκαμε στην ακροθαλασσιά, στην ψαροκαλύβα. Δίχως κουβέντα. Κι εγώ… δεν τον ρώτησα τίποτα εγώ. Για ποιον μιλούσε δε ρώτησα. Ήξερα…. ήξερα για τον χαμό του γιου του, του Παύλου πριν από είκοσι ένα χρόνια. Σαράντα πέντε χρονώ. Μου μίλησε γι αυτόν η Κατερίνα, η εγγονή του, η κόρη του αδικοχαμένου θαλασσοπνιγμένου Παύλου.
“Δεν έχει μπέσα γιε μου η θάλασσα”, μου είπε όταν αποχαιρετισθήκαμε. Τα μάτια του γυάλιζαν. Σαν πως γυαλίζουν τα δακρυσμένα των ανθρώπων μάτια γυάλιζαν, μα του γέρου Μανώλη είχαν πια στερέψει. Έφταναν τα δάκρυα στα μάτια του, μα δεν κατέβαιναν παρακάτω. Να τρέξουν να τον ξεβασανίσουν για μια στιγμή μονάχα. Τόσα χρόνια…πολλά χρόνια…
Μπήκα στο αυτοκίνητό μου και πήρα τον δρόμο για την Πουριά. Έφτασα στην παραλία, στα Γυρίσματα, όταν πια το έντονο φως της ημέρας άρχιζε να ροζίζει και κάποια ξεχασμένα σύννεφα άρχισαν να παίρνουν το άλικο της δύσης χρώμα και ύστερα σιγά σιγά να γκριζάρουν και να φορά το μαύρο πέπλο του ολοτρίγυρα ο τόπος όλος…
Έκανα ένα ντουζ, ντύθηκα βραδινά κι ανέβηκα στη Χώρα. Φυσούσε ένα δροσερό αεράκι κι έριξα στους ώμους τη ζακέτα μου. Την αποχαυνωτική γαλήνη του ζεστού απομεσημεριού διαδέχονταν τώρα τα κουβεντολόγια των ανθρώπων, ντόπιων και παραθεριστών που ξεμυτούσαν από τις εστίες τους για την βραδιάτικη βόλτα τους….
Οι ζωές μας……
Αύγουστος του 2021