Teresa Zoni Zanetti για το χαμόγελο των ματιών σου
«Πληγώθηκες;». «Ευτυχώς, όχι!». Ο Κάρλο είχε αρπάξει την Γκλόρια από το μπράτσο και την είχε κρατήσει με μια αποφασιστική κίνηση. Αν δεν το έκανε, θα έπεφτε από ένα φρεάτιο στο υπόγειο. ο Sciuri–Sciuri είχε πλησιάσει αστραπιαία. «Gloria…». «Μα όχι, δεν είναι τίποτα!» Κανείς δεν έβγαζε άχνα. Βρίσκονταν ήδη μέσα στον κύκλο των τοίχων, τοίχων προοιμιακών, πιθανότατα στην περίμετρο εκείνων όπου θα έπρεπε να γίνουν τα γραφεία διοίκησης ή το στρατόπεδο των φρουρών ή οτιδήποτε άλλο, αλλά ακόμα έξω από την φυλακή αυτή καθεαυτή. «Θα μπορέσεις να μπεις μαζί μας;» Διαφορετικά μείνε εδώ και ο Sciuri-Sciuri θα κάτσει μαζί σου». Μια έκρηξη υπερηφάνειας μετατράπηκε αμέσως σε θυμό. Βράζοντας απ’ τον θυμό της η Γκλόρια, έτοιμη να σκάσει, δεν χρειαζόταν πολλά για να ξεσπάσει, η ορμή της μπορούσε να παρασύρει όποιον έμπαινε στην εμβέλεια της. Η ζωντάνια την διαπερνούσε από άκρη σε άκρη, μέσα σε μια ταραχή ηδονής και θυμού.
Φεμινίστρια από την πρώτη στιγμή, εκείνο το βράδυ έπρεπε να εγκαταλείψει την πολύχρωμη φούστα της, την οποία συχνά στριφογύριζε στον άνεμο μόνο και μόνο για να τρελάνει τους συντρόφους, αλλά παρά το παντελόνι είχε σκοντάψει ούτως ή άλλως. Η Γκλόρια δυσκολεύονταν να έχει το μέτρο των πραγμάτων, η αισιόδοξη φύση της την οδηγούσε να ξεχειλίζει, συχνά ως πρόκληση, να τολμά. Είχε εμπιστευτεί σε εμάς, τους συντρόφους της και τις συντρόφισσες της τη σωστή αίσθηση του ορίου. Απαλλαγμένη από αυτό και ίσως για αυτόν τον λόγο έπεφτε, σε αρκετές περιπτώσεις, όπως εκείνη τη νύχτα. Αλλά ως δια μαγείας, η πλήρης εμπιστοσύνη που είχε στη συλλογικότητά της την έκανε πάντα να βρίσκει ένα χέρι έτοιμο να την κρατά πίσω μια ίντσα από την άβυσσο. Να σταματήσει; Να μείνει εκεί έξω; Ούτε να το συζητάμε! «Έρχομαι μαζί σας!».
ο Carlo χαμογέλασε και της χάιδεψε το κεφάλι. Η Γκλόρια βούλιαξε σαν ένα πόνυ δεμένο στο καπίστρι και τράβηξε ευθεία μπροστά, προσπερνώντας μάλιστα και το στράτευμα που βάδιζε εμπρός, με ένα τίναγμα από τις όμορφες μαύρες μπούκλες της. «Νάτη, η δεξαμενή αερίου. Υπάρχει! Και είναι ακριβώς εκεί που έπρεπε να είναι. Κάρλο, Κάρλο, Κάρλο…». Ο Lorenzo πλέον δεν κρατιόταν. Είχαν δίκιο οι χάρτες. Με τοποθετημένες τις γομώσεις γύρω από τους υποστηρικτικούς πυλώνες υπήρχε η συγκεκριμένη πιθανότητα να καταστραφεί ανεπανόρθωτη αυτή η σκατένια φυλακή, αν καταφέρναμε μοναχά να εκμεταλλευτούμε αυτή τη δεξαμενή αερίου ως εκρηκτικό γέμισμα, και τι εκρηκτικό! Εδώ είναι. Την είχαν βρει. Χρειαζόταν μόνο να χαλαρώσει η βρύση, για να δημιουργηθεί με τη διαρροή ένας μικρός θάλαμος καύσης στο λεβητοστάσιο, ένας καλός χρονομετρημένος πυροκροτητής και όλα να θρυμματίζονταν σε μια σκόνη που ο άνεμος θα είχε σαρώσει, αργά αργά, όπως κάνει με όλα τα περιττά, τα άχρηστα πράγματα. «ο Κάρλο, είναι εδώ!». Οι σύντροφοι τώρα κινούνταν σαν στο σπίτι τους.
«Κάρλο… Γάματα! Πού είναι ο Κάρλο;» Δεν βρίσκονταν. Αλλά προτού η γενική αμηχανία κυριαρχήσει ένας λεπτός θόρυβος, ένα ρυθμικό χάδι σε έναν τοίχο τους προσκάλεσε όλους πίσω σε ένα μικρό κελί ακόμα χωρίς πόρτα ασφαλείας και χωρίς κιγκλίδωμα, αλλά ήδη με όλη τη μελαγχολία ενός τόπου ταλαιπωρίας. Ο Κάρλο ήταν εκεί, γονατισμένος. Τα επιδέξια χέρια του είχαν τσιμεντώσει ένα μικρό πιστόλι, ένα 6,35 και δύο γεμιστήρες κάτω από το νεροχύτη. Γύρισε προς τους συντρόφους του, τους κοίταξε, μια λάμψη πόνου στο σκοτάδι της νύχτας, ένα μικρό, κουρασμένο χαμόγελο. «Είναι για μετά…» είπε σαν να ντρέπονταν, η φωνή του δεν ήταν συνηθισμένη να λυγίζει. Μύρισε, πέρασε το μανίκι του μπουφάν του πάνω από εκείνη την συγκρατημένη και λυπημένη κραυγή του που δεν είχε δικαίωμα να βρίσκεται εδώ αυτό το βράδυ. Σηκώθηκε, ξαφνικά κουρασμένος, έδωσε ένα τελευταία επίμονο άγγιγμα στο όπλο, τους κοίταξε όλους, για να ξαναβρεί το κουράγιο που για μια στιγμή του είχε ξεφύγει, έτρεξε μπροστά, σκόνταψε σε ένα πιθανό μέλλον. «Πού είναι αυτή τη δεξαμενή;…».
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος machina deriveapprodi αέναη κίνηση