Επέτειος της Εθνικής Αντίστασης – Ημέρα μνήμης κι ένα πνευματικό μνημόσυνο στους ήρωες και τις ηρωίδες που πολέμησαν τον κατακτητή, στα γυναικόπαιδα που εκτελέστηκαν ομαδικά, σε όσους βασανίστηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στα παλικάρια που κάλυπταν τον κρότο των εχθρικών πυροβόλων με τον Εθνικό μας Ύμνο.
Η σημερινή εκδήλωση είναι μια εκπλήρωση χρέους και δικαίωσης των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, είναι μια προσφορά στη γνώση και στην αποτίμηση της πρόσφατης Ιστορίας μας. Η σημερινή μας παρουσία είναι ένα πνευματικό μνημόσυνο στους ήρωες και τις ηρωίδες που πολέμησαν τον κατακτητή, στα γυναικόπαιδα που εκτελέστηκαν ομαδικά, σε όλους όσοι βασανίστηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στα παλικάρια που κάλυπταν τον κρότο των εχθρικών πυροβόλων με τον Εθνικό μας Ύμνο.
Η Εθνική Αντίσταση – ως ιστορικό πολεμικό γεγονός – είναι η συνέχεια και η φυσική προέκταση του αλβανικού μετώπου. Είναι η καθολική αντίσταση του λαού μας στην υποταγή και τη βία του κατακτητή. Είναι η άρνηση κατά της υποδούλωσης.
Είναι η κατάληξη εθνικών και κοινωνικών αγώνων και στέκει περήφανα δίπλα στα μεγάλα κινήματα της Ευρώπης. Η αντίσταση, αυθόρμητη ή οργανωμένη, μαζική ή ατομική μα οπωσδήποτε ενιαία, ήταν ένας ολόπλευρος εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας του 1941-44 ως συνέχεια του αμυντικού πολέμου 1940-41.
Ο πιο φρικτός πόλεμος του 20ου αιώνα βρίσκεται σε εξέλιξη. Οι Γερμανοί μπαίνουν στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 1941. Με την κατάληψη και της Κρήτης τον επόμενο μήνα όλη η ελληνική επικράτεια βρίσκεται υπό την κατοχή των δυνάμεων του άξονα.
Οι δυνάμεις κατοχής σε μικρό χρονικό διάστημα ελέγχουν τα πάντα: λιμάνια, τελωνεία, αποθήκες, εμπορικά, γεωργικά και βιομηχανικά προϊόντα. Οι μισθοί εξανεμίζονται, τα εμπορεύματα γρήγορα εξαφανίζονται, και εμφανίζεται η μαύρη αγορά.
Ο υποσιτισμός μαστίζει την ελληνική επικράτεια και πολλοί Έλληνες – πάνω από 300.000- πεθαίνουν από την πείνα εκείνο τον τρομερό χειμώνα του ΄41 – 42. Η πάλη για την επιβίωση ήταν η πρώτη αυθόρμητη και ανοργάνωτη αντιστασιακή πράξη.
Τα λαϊκά συσσίτια ήταν η μεγάλη νίκη που πέτυχε ο ελληνικός λαός σε βάρος των κατακτητών. Το κυριότερο όμως ράπισμα δόθηκε με το κατέβασμα της χιτλερικής σημαίας από την ακρόπολη της Αθήνας στις 30 Μαΐου 1941 από τους φοιτητές Μανόλη Γλέζο και Αποστόλη Σάντα.
Σιγά-σιγά η αντίσταση οργανώνεται και απλώνεται. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1941 αναγγέλλεται η ίδρυση του «Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου», του γνωστού ΕΔΕΣ, με πολιτικό ηγέτη τον Νικόλαο Πλαστήρα και στρατιωτικό αρχηγό τον Ναπολέοντα Ζέρβα.
Λίγο αργότερα ιδρύεται « Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση» γνωστή ως ΕΚΚΑ με αρχηγούς τον Ευριπίδη Μπακιρτζή και τον Δημήτριο Ψαρρό και πολιτικό εκφραστή τον Γεώργιο Καρτάλη. Στις 28 Σεπτεμβρίου 1941 γνωστοποιείται στον ελληνικό λαό με διάγγελμα η ίδρυση του «Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου», γνωστού ως ΕΑΜ, με αντιπροσώπους τους Λευτέρη Αποστόλου του ΚΚΕ, τον Χρήστο Χωμενίδη του Σοσιαλιστικού κόμματος Ελλάδας, τον Ηλία Τσιριμώκο της Ελληνικής Λαϊκής Δημοκρατίας και τον Απόστολο Βογιατζή του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας.
Οι τρεις αυτές αντιστασιακές οργανώσεις στα ιδρυτικά τους καταστατικά ξεκινούν από την ίδια αφετηρία και έχουν κοινούς στόχους : έναν άμεσο, που είναι η απελευθέρωση της Ελλάδας και έναν απώτερο, που είναι η δημιουργία προϋποθέσεων για την οικοδόμηση ενός σταθερού δημοκρατικού πολιτεύματος.
Η πρώτη μαζική εξέγερση του ελληνικού λαού έγινε στις 29 Σεπτεμβρίου 1941 στη Δράμα και στο χωριό Δοξάτο, όπου εκτελέστηκαν ομαδικά από Βούλγαρους φασίστες 3000 πατριώτες. Το Φεβρουάριο του 1942 η κεντρική επιτροπή του ΕΑΜ ιδρύει τον ΕΛΑΣ, «Εθνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό», που δρα κυρίως στη Στερεά Ελλάδα με επικεφαλής το γεωπόνο από την Λαμία Θανάση Κλάρα γνωστό με το ψευδώνυμο Άρη Βελουχιώτη.
Παράλληλα με την ίδρυση του ΕΛΑΣ ο Ναπολέων Ζέρβας τον Ιούλιο του ΄42 ιδρύει τις «Εθνικές Ομάδες Ελλήνων Ανταρτών» ως ένοπλο τμήμα του ΕΔΕΣ που δρα κυρίως στην Αιτωλοακαρνανία. Η τρίτη αντιστασιακή οργάνωση η ΕΚΚΑ, «Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση» ιδρύει και αυτή αντάρτικο σώμα με αρχηγό τον Δημήτριο Ψαρρό που δρα κυρίως στην περιοχή της Γκιώνας.
Αποκορύφωμα της κοινής δράσης των αντιστασιακών οργανώσεων είναι η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου στις 25 Νοεμβρίου του 1942. Στην ανατίναξη πήραν μέρος 120 άντρες του ΕΛΑΣ, 65 των ΕΟΕΑ, «Εθνικών Ομάδων Ελλήνων Ανταρτών» και 12 Άγγλοι κάτω από την προσωπική καθοδήγηση του Άρη Βελουχιώτη και του Ναπολέοντα Ζέρβα.
Η ανατίναξη καθυστέρησε τον εφοδιασμό των Γερμανών που μάχονταν στην Αφρική και καταξίωσε τον ένοπλο αγώνα στη συνείδηση των συμμάχων. Ήταν το μεγαλύτερο σαμποτάζ της Ευρώπης σύμφωνα με τον Βρετανό πρωθυπουργό.
Κοντά στους αντάρτες των βουνών ο αγώνας στις πόλεις πήρε άλλη μορφή: απλοί πολίτες, ανώνυμοι αλλά γνήσιοι εκφραστές της φλόγας ενός ολόκληρου λαού, κυρίως νέοι κάθε κοινωνικής τάξης και πολιτικής απόχρωσης, ακαδημαϊκοί δάσκαλοι, συγγραφείς, καλλιτέχνες δηλώνουν παρόν στο αντιστασιακό προσκλητήριο: Φοιτητικές διαδηλώσεις, καθολικές απεργίες δημοσίων υπαλλήλων, λαϊκή διαδήλωση με αφορμή την κηδεία του ποιητή Κωστή Παλαμά, γενική απεργία κατά της επιστράτευσης των Ελλήνων εργατών.
Σειρά έχουν τα τάγματα ασφαλείας και τα στρατόπεδα πολιτικών κρατουμένων στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Ολόκληρα χωριά καίγονται και οι κάτοικοι εκτελούνται. Σύμφωνα με στοιχεία της «Εθνικής Αλληλεγγύης» ο απολογισμός των θυμάτων είναι τρομακτικός : 49.188 Έλληνες εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς, τους Ιταλούς και τους Βούλγαρους.
Μέχρι ενός σημείου οι τρεις βασικές αντιστασιακές οργανώσεις συνεργάστηκαν άψογα. Στα μέσα του 1943 εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια ανταγωνισμού. Η διεθνής διπλωματία δρα ερήμην και των Ελλήνων και έτσι όλοι πέφτουν θύματα της εξυπηρέτησης των ξένων συμφερόντων κι εκείνων που είχαν προαποφασίσει να χωρίσουν τον κόσμο σε δυο στρατόπεδα.
Στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας γνωστότερος αντιστασιακός αρχηγός ήταν ο Αντώνιος Φωστερίδης (Τσαούς-Αντών) με έδρα το όρος Λεκάνη. Ο Φωστερίδης, πρώην αγροφύλακας από το χωριό Κρηνίδες και γιος αντάρτη του Πόντου, απέκτησε το πολεμικό ψευδώνυμο ”Τσαούς – λοχίας στα Τούρκικα”, λόγω του βαθμού του στον στρατό.
Ο Πόντιος οπλαρχηγός πολέμησε σκληρά τους Βουλγάρους και τους αντιστάθηκε όσο περισσότερο μπορούσε όπως και όλοι οι άλλοι αντιστασιακοί της περιοχής μας. Κορυφαία στιγμή της εθνικής αντίστασης στην βουλγαροκρατούμενη περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης ήταν η μάχη της γέφυρας των Παπάδων (που τότε ήταν ένας μικρός οικισμός κοντά στο χωριό Σιδηρόνερο της Δράμας) ανατολικά τουποταμού Νέστου, στις 7 με 11 Μαϊου του 1944.
Η μάχη αυτή είναι μια από τις σημαντικότερες της ελληνικής Εθνικής Αντίστασης κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έληξε νικηφόρα για τους Έλληνες, στοίχισε την ζωή εκατοντάδων Βουλγάρων στρατιωτών και προξένησε τον φόβο και τον τρόμο των κατακτητών απέναντι στα ελληνικά ένοπλα ανταρτικά σώματα.
Οι διάφορες πηγές δίδουν διαφορετικούς αριθμούς για τις απώλειες των δύο πλευρών. Οι αντάρτες φέρονται να έχουν από πέντε μέχρι εννιά νεκρούς και αρκετούς τραυματίες, (περίπου 28), ενώ για τους Βουλγάρους οι Βρετανοί κάνουν λόγο για 150 νεκρούς και τραυματίες.
Πρόκειται για μια ιστορική νίκη των ανδρών των Εθνικών Απελευθερωτικών Ομάδων (ΕΑΟ) και την μεγαλύτερη επιτυχία του Αντάρτικου στην περιοχή. Στις 29 Ιούλη του 1944 στην θέση Πλαταμώνας Καβάλας ο ΕΛΑΣ, με εντολή του Λοχαγού Κωσταντάρα, εξαπέλυσε επίθεση ενάντια στις Βουλγαρικές δυνάμεις, τους διέλυσαν, τους έτρεψαν σε φυγή, αφήνοντας πολλούς νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους και πολλά εφόδια στο πεδίο της μάχης.
Η μάχη κράτησε πέντε ώρες, με αρκετές απώλειες για τον Βουλγαρικό στρατό. Η μάχη ήταν η μεγαλύτερη του ΕΛΑΣ στην Ανατολική Μακεδονία. Κατά τρόπο ανάλογο στην Κρήτη οι κατακτητές αρκέστηκαν στον έλεγχο των μεγάλων πόλεων, και σε επιδρομές στα χωριά της ενδοχώρας για αντίποινα (πολύ αιματηρά, ομολογουμένως).
Τις δε ορεινές περιοχές, όπου δέσποζαν οι μορφές των καπεταναίων δεν τολμούσαν να τις προσεγγίσουν. Θετικά πιστώνεται επίσης για τους Κρητικούς το ότι δεν επέτρεψαν την παρείσφρηση του πολιτικού διχασμού που χαρακτήριζε τις αντιστασιακές οργανώσεις στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Οι Γερμανοί φεύγουν από την Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου 1944 και στις 18 του ίδιου μήνα ο Γεώργιος Παπανδρέου έρχεται στην Αθήνα για να σχηματίσει την κυβέρνηση της εθνικής ενότητας. Ο ελληνικός λαός πάλεψε ενωμένος σκληρά τους κατακτητές και πέτυχε να απελευθερώσει τη χώρα από τα κατοχικά στρατεύματα.
Όσοι θερίστηκαν από τα εκτελεστικά αποσπάσματα, αυτοί που πότισαν με το αίμα τους κάθε γωνιά της Ελληνικής γης εκπλήρωσαν το ίδιο ιερό χρέος απέναντι στην πατρίδα. Ο καθένας δικαιούται να έχει την άποψή του, τις προσωπικές εκτιμήσεις ή τις πικρές αναμνήσεις από τα γεγονότα εκείνα, να έχει το δικό του καντήλι, αλλά όλοι οφείλουμε να κρατάμε αναμμένη τη λαμπάδα της Ελλάδας.
Σήμερα εκείνο που προέχει είναι η ενότητα του λαού και όχι οι διχαστικές τοποθετήσεις και αναλύσεις. Ο λαός μας ξεπέρασε τους διχασμούς. Οι συγκρούσεις ξεχάστηκαν και καταγράφηκαν στο περιθώριο της Ιστορίας ως υποσημειώσεις για να απασχολούν τους ιστοριοδίφες.
Είναι η ώρα να τιμήσουμε αυτούς που έφτιαξαν ένα μαζικό λαϊκό κίνημα με πυροβόλα, με συλλαλητήρια, με περιφρόνηση προς το θάνατο, με πάθος για τη λευτεριά, με άμετρη αυτοθυσία, άντρες και γυναίκες, στην Πίνδο, στη Ρούμελη, στο Γοργοπόταμο, στην Αθήνα, στην Κοκκινιά, στο Χαϊδάρι, στην Καισαριανή, στα Καλάβρυτα, στη Δράμα, στη Θεσσαλονίκη, στο Δίστομο, στο Δοξάτο.
Γαλουχημένοι με τα υψηλά πατριωτικά και δημοκρατικά ιδανικά της λευτεριάς, της εθνικής ανεξαρτησίας και της δημοκρατίας όλοι οι Έλληνες συσπειρώθηκαν στις πανεθνικές αντιστασιακές οργανώσεις. Όλοι αυτοί εμπνεύστηκαν από τις αγωνιστικές παραδόσεις του έθνους, πύκνωσαν χωρίς υστεροβουλίες και ατομικά συμφέροντα τις φάλαγγες του απελευθερωτικού στρατού και έγιναν φωτισμένοι αγωνιστές και συνειδητοί δημιουργοί της Ελληνικής Ιστορίας.
Σήμερα επιβάλλεται να γίνει πράξη το νόημα της εθνικής συμφιλίωσης και της εθνικής ομοψυχίας για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε όποιους κινδύνους παρουσιάζονται. Το έθνος μας κάθε φορά που βρέθηκε ενωμένο, μεγαλούργησε. Όταν βρέθηκε διχασμένο, δοκίμασε συμφορές.
Σήμερα ο ελληνικός λαός οφείλει να εμπνέεται από τα μεγαλειώδη επιτεύγματα της εθνικής αντίστασης. Η εθνική αντίσταση είναι «κτήμα ες αεί» ολόκληρου του ελληνικού έθνους και δείχνει με το πιο ξεκάθαρο τρόπο στον κάθε Έλληνα το δρόμο της τιμής και του καθήκοντος, το δρόμο που οδηγεί την Εθνική Ανεξαρτησία, στη Δημοκρατία και την Κοινωνική Πρόοδο.