Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Δεκατρία χρονώ, ήμουν δεν ήμουν. Μόλις είχαν κλείσει τα σχολεία για
τις καλοκαιρινές διακοπές. Την πρώτη γυμνασίου θυμάμαι είχα τελειώσει
όταν άρχισε, εκείνο το γλυκό καλοκαιρινό καθημερινό βραδινό μαρτύριο.
Ύπνος δεν μου κόλλαγε. Κάθε βράδυ. Από εκείνο το όνειρο που είδα και
μετά, ήταν που το έπαθα. Μέρες τώρα πολλές με τυραννούσε ο ύπνος. Ο
ύπνος, αυτός που μέχρι εκείνη την νύχτα, την νύχτα του ονείρου,
έρχονταν τα βράδια και με βύθιζε σε μια τέτοια νάρκωση που ξυπνημό το
πρωί δεν είχα. Τζάμπα πήγαιναν της μάνας μου τα λόγια τα γλυκά, τα
πρωινά… “ξύπνα αγορίνα μου…. ξύπνα λεβέντη μου… ξύπνα παλικαράκι
μου….όλα τα παιδάκια ξύπνησαν και παίζουν έξω…..ακόμα και τα μωρά
ξυπνητά είναι”. Τίποτα εγώ. Ακόμα και όταν έβαζε σε δοκιμασία τα πρώτα
ερωτικά μου σκιρτήματα, το ίδιο αποτέλεσμα είχε. “Ξύπνα”, μου έλεγε με
μελιστάλαχτη φωνή, “έξω είναι η Φούλη και σε περιμένει”. Η Φούλη μου!
Πάλι όμως δίχως αποτέλεσμα.
Μηδέ και η σκληράδα της έπιανε. Άσε που η σκληράδα της, πιο μαλακιά κι
από το ζυμάρι που έφτιαχνε τα κουλουράκια τα Χριστούγεννα ήταν.
Μέχρι, που είδα εκείνη στον ύπνο μου και έπαθα σαν αυτό που παθαίνουν
οι γριές και οι γέροντες, και ύπνος δεν τους πιάνει, και αχάραγα
ξυπνούν. Κι έχασα τον ύπνο μου κι εγώ. Και ξυπνούσα συνέχεια μέσα στον
γλυκοβασανισμένο ύπνο μου. Κι άλλες φορές έπεφτα σε μελαγχολία, άλλοτε
όμως έβγαζα φτερά μέσα στη νύχτα και πέταγα. Πέρα κι απ’ το φεγγάρι
ακόμα πέταγα. Στα άστρα έφτανα. Τέτοιο πράγμα έπαθα και ξύπναγα και γω
αχάραγα με νου και σώμα σε εκείνη. Έτσι έγινα κι εγώ. Έτσι όπως άκουγα
που έλεγε η γιαγιά μου η Γιωργιά, πως παθαίνουν οι γυναίκες που τα
ρημαδιασμένα τα χρόνια καθώς περνούν και τις πλάτες τους βαραίνουν,
μαζί κλέβουν και τον ύπνο τους. Κι έφταιγαν έλεγε η γιαγιά μου, όλα
αυτά που τράβηξαν και ακόμα τραβούν στη ζωή τους, τον παιδεμό με τα
χωράφια, το νοικοκυριό τους, τα παιδιά τους και τους άντρες τους.
Αυτουνούς που όλα τάθελαν και τίποτα δεν καταλάβαιναν από την κούρασή
τους. Ακόμα και τώρα, στα γεράματα ο παιδεμός τους ίδιος ήταν. Που να
την πιάσει ύπνος.
“Μα μη νομίζεις όμως, και τούτος ο γεροξεκούτης, σαν φάντασμα τριγυρνά
τις νύχτες. Γιατί μη θαρρείς, κι αυτός το ίδιο είναι. Τράβηξε κι αυτός
πολλά. Γι’ αυτό και πίνει κιόλας εκείνα, εκείνα τα οινοπνεύματα που
του χαλούν και του κατατρώνε το συκώτι, κι όλα του τα σπλάχνα.”
Έτσι έλεγε η γιαγιά μου η Γιωργιά, κι έτσι και σε μένα έγινε κι
έρχονταν κάθε βράδυ σαν κλέφτης ο ύπνος. Έκλειναν τα μάτια μου για
λίγο κι ύστερα πάλι αμέσως σαν κυνηγημένος από δαιμονικά και πνεύματα
έφευγε ο ύπνος κι εγώ ξυπνούσα. Και να χτυπά η καρδιά μου, και να
στάζει ο ιδρώτας μου. Και να τσούζουν τα μάτια μου απ’ την αρμύρα του.
Και τη μια, μια πίκρα στα χείλη μου να αφήνει, και την άλλη, μια γλύκα
στην καρδιά μου. Μέρες τώρα. Πολλές.
Έπεφτα για ύπνο ξεθεωμένος από τις αγροτικές δουλειές – μικρός –
μεγάλος βοηθός και γω στα καπνά και στα καλαμπόκια – ξεθεωμένος και
από τα ατέλειωτα παιχνίδια, τα τρεξίματα και τα σκαρφαλώματα στο βουνό
και στα δέντρα. Μα πού ντος εκείνος ο αρχαίος ο Μορφέας. Για ύπνο
έπεφτα, και μόλις έκλειναν τα μάτια μου, νάτην που εμφανίζονταν
μπροστά μου η οπτασία. Ολοζώντανη.
Μέρες πριν την είχα δει στον ύπνο μου. Δυο τρεις μέρες αφότου είχαν
κλείσει τα σχολεία ήταν. Κοκκινομάλλα ήταν η οπτασία, με δυο μεγάλα
πράσινα αμυγδαλωτά μάτια κι ένα μικρό σημαδάκι στο πηγούνι της, εκεί,
στο λακκάκι κάτω από τα χείλη της. Έμοιαζε πολύ με κείνη την
συμμαθήτριά μου, την όμορφη την Νίτσα που κάθονταν στο διπλανό από τον
διάδρομο θρανίο στο σχολείο, και που όλο της έπεφτε το μολύβι και το
σβηστήρι κι όλο εγώ της το έδινα. Έσκυβα γρήγορα πριν προλάβει εκείνη,
αν και μου φαίνονταν ότι επίτηδες τα έριχνε και καθυστερούσε κιόλας να
σκύψει να τα πάρει, πάλι επίτηδες. Κι ύστερα όμως στο διάλειμμα μήτε
που σημασία καμία δεν μου έδινε.
Με αυτήν έμοιαζε. Με την Νίτσα πολύ έμοιαζε η οπτασία μου, μοναχά που
αυτή που είχα δει στον ύπνο μου, ήταν πολύ πολύ πιο όμορφη. Σαν
νεράιδα ήταν. Των πηγών νεράιδα και των βουνών. Και διάφανη ήταν, και
σαν αόρατη και άυλη να ήταν. Kι όλο, εμένα μοναχά κοιτούσε. Και το
πρόσωπό της και το σώμα της διάφανα ήταν. Κι όταν την άγγιζα, τα χέρια
μου σαν το σώμα της γίνονταν. Ζεστά κι άυλα. Και γω αόρατος γινόμουνα.
Φλογερά τα πράσινα της μάτια, προβολείς στιλέτα ήταν και σαν με
κοιτούμε, λάβα καυτή το αίμα μου στο σώμα μου κυλούσε. Γι αυτό και
εγώ, να τα κοιτώ πολύ δεν άντεχα, το βλέμμα μου κατέβαζα. Κι ήταν τα
φρύδια της ζωγραφιστά, γραμμένα όπως έλεγε και η μαμά μου για της
Φούλης τα φρύδια. Σαν τα παλιά γιοφύρια ήταν που σε κείνο το άλλο το
χωριό είχα δει όταν εκδρομή με το σχολείο πήγαμε πριν κλείσουν για το
καλοκαίρι. Τοξωτά και λαξεμένα από χέρια επιδέξιων χτιστάδων, μας είπε
ο διευθυντής ότι ήταν τα γιοφύρια. Τοξωτά και λαξεμένα ήταν και τα
όμορφα τα φρύδια της νεράιδας μου. Από εκείνον τον μέγα χτίστη που
έφτιαξε τον ουρανό και τ’ άστρα και όλον τον κόσμο ήταν. Ρόδα,
τριαντάφυλλα κόκκινα μοσχοβολιστά και υγρά τα δυο της χείλη ήταν, και
τα εφηβικά ολοστρόγγυλα ζυμαρένια στήθη της, ονειρεμένα ήταν. Όνειρο
μέσα στο όνειρο.
Λεπτό, και γυάλινο το πρόσωπό της, μα σαν ρευστό γυαλί να ήταν
φαίνονταν, γι’ αυτό και άλλαζε στη στιγμή η έκφραση της. Και η μιλιά
της άλλαζε. Αγγελική ήταν η φωνή της, ουράνια τη μια στιγμή, κι ύστερα
πάλι αδύναμη ξεψυχισμένη, γεμάτη “θέλω” ήταν, κι ύστερα πάλι άλλαζε
και σαν αυστηρή μου φαίνονταν και τρόμαζα. Μα δεν ήταν έτσι γιατί
έβλεπα μέσα από τα μάτια της. Μέσα της έβλεπα βαθιά και ήταν η φωνή
της έτσι, σαν από κάποιο φόβο που φαίνονταν να είχε. Δικιά μου ήταν η
νεράιδα. Τόξερα και λάθος δεν έκανα, μα κι αν πάλι λάθος έκανα,
καθόλου δεν με πείραζε. Για μένα ήταν κι ας ήταν όνειρο και ψέματα. Κι
ας κατέβαζα τα μάτια μου όταν πολλή ώρα με κοιτούσε. Με άγγιζε, την
άγγιζα κι ας ήταν διάφανη, και ας στην ονειροφαντασία μου μονάχα ήταν.
Και έπεφτα στο κρεβάτι με την σκέψη της να μου γλυκαίνει την καρδιά,
τα μέσα μου, και να ξυπνώ με μια αγωνία πως την χάνω. Εκεί που αγκαλιά
την είχα, έβλεπα να χάνεται, να φεύγει. Κι άπλωνα τα χέρια μου να την
κρατήσω μα αυτή γλιστρούσε. Και γίνονταν κάθε βράδυ αυτό και για
βράδια πολλά, αμέτρητα. Και γίνεται ακόμα.
Και ήταν, αυτός ο έρωτας. Και είναι αυτός ο έρωτας εφηβικός, αιώνιος.
Έρωτας εφηβικός είναι, ανόθευτος και λαγαρός σαν το αγίασμα
αστείρευτης πηγής ζωής. Ξέρω πολύ καλά, γνωρίζω, το ζω ακόμα και τώρα
ύστερα από δεκάδες χρόνια. Το ζω το όνειρο μου γιατί ήταν το ένα, το
πρώτο. Πίκρα γλυκιά στα χείλη μου, γλυκός στην καρδιά μου πόνος. Αυτά
αφήνει πίσω του και τώρα σαν έρχεται και φεύγει ο ύπνος. Τώρα, που και
τις δικές μου πλάτες, τα χρόνια τις βαραίνουν.
Και είναι κάποια όνειρα που καθόλου με όνειρα δεν μοιάζουν κι ακόμα
θάλεγα διακινδυνεύοντας και θέτοντας εν αμφιβόλω την ρεαλιστική για
την μικρή ζωή μας άποψη, πως όνειρα, δεν είναι αυτά. Δεν είναι όνειρα
αυτά, γιατί είναι ζωντανά. Και είναι αυτά τα όνειρα, αυτά, που πιο
πολύ κι από τα αληθινά τα ζούμε.