Dark Mode Light Mode

Όταν είναι το κράτος που βασανίζει τους κρατούμενους…

Μια εις βάθος ανασύνθεση ενός μέρους της ιταλικής ιστορίας που είναι γνωστή σε λίγους

Η επέτειος της σφαγής της Via Fani και της απαγωγής του Aldo Moro πλησιάζει και η προσοχή στρέφεται στην «κακία» και την απανθρωπιά των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Αυτό το έγγραφο, που δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο του Δημοκρατικού Δικαστικού Σώματος-Magistratura Democratica στις 29 ιανουαρίου που πέρασε, υπογεγραμμένο από τον Pino Narducci, πρόεδρο του τμήματος αναθεώρησης του Δικαστηρίου της Περούτζια, μας επιτρέπει να θυμηθούμε την άλλη πτυχή του ζητήματος, την «κακία» και την απανθρωπιά του Κράτους.

Απαριθμεί πλήρως, με μεγάλο πλήθος σημειώσεων και επαληθεύσιμων παραπομπών, όλα τα βασανιστήρια, αλλά ο όρος βασανιστήριο, θα καταλάβετε διαβάζοντας, είναι μια υποτίμηση της πραγματικότητας, που χρησιμοποιείται από άνδρες με στολή σε άτομα που κρατούνται με κουκούλες, γονατιστά, δεμένα σε τραπέζι, που υφίστανται σεξουαλική βία στην περίπτωση γυναικών των Ερυθρών Ταξιαρχιών, και πολλά άλλα.

Σε ορισμένους πολίτες, ειδικά εκείνους που δεν καταλαβαίνουν τη διαφορά μεταξύ Κράτους δικαίου και πολιτικού τραμπουκισμού, άρεσαν αυτές οι μέθοδοι και υπερασπίστηκαν αυτούς τους ανάξιους αξιωματούχους και τις μεθόδους τους.

Αυτή η ακριβής ανασυγκρότηση, από έναν δικαστή και όχι από μέλος των Ερυθρών Ταξιαρχιών, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε πλήρως τι συνέβη στα λεγόμενα Χρόνια του Μολυβιού και πώς συμπεριφέρθηκε το ιταλικό Κράτος. Καλή ανάγνωση. GC

«Έπρεπε να συλλάβουμε ο ένας τον άλλο» από τον Pino Narducci, πρόεδρο του τμήματος αναθεώρησης του Δικαστηρίου της Περούτζια από https://www.questionegiustizia.it/…/dovevamo-arrestarci…

Η απαγωγή Dozier και άλλες ιστορίες, του Gianluca Cicinelli

Τέσσερα άτομα μπαίνουν στο βερονέζικο διαμέρισμα, μεταμφιεσμένοι σε υδραυλικούς. Κρατούν τη γυναίκα υπό την απειλή όπλου, την ακινητοποιούν και φεύγουν με τον όμηρο κρυμμένο σε ένα μπαούλο, φορτώνοντάς τον σε ένα μίνι λεωφορείο που περίμενε στο δρόμο. Στη συνέχεια, φεύγουν βιαστικά, προς την Πάντοβα όπου έχει στηθεί η βάση στην οποία ο κρατούμενος θα παραμείνει για περισσότερες από 40 ημέρες[1].

Είναι η 17η δεκεμβρίου 1981 και, με την απαγωγή του James Lee Dozier, στρατηγού του ΝΑΤΟ από τις Ηπα [2], οι Ερυθρές Ταξιαρχίες -Μαχόμενο Κομουνιστικό Κόμμα πραγματοποιούν την πιο θεαματική δράση σε μια ιστορία που ξεκίνησε μόλις λίγους μήνες νωρίτερα, μετά τη σύλληψη του Mario Moretti [3].

Στη διάρκεια της φάσης της απαγωγής, ένας από τους απαγωγείς μιλούσε μια αμερικανική «αργκό», έτσι έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής, και ως εκ τούτου, το σενάριο είναι αυτό μιας επιχείρησης στην οποία οι δράστες δεν μπορούν να είναι μόνο οι ιταλοί ταξιαρχίτες.

Αντίθετα, η φωτογραφία του απαχθέντος που κυκλοφόρησε από τις BR-PCC είναι ένα φωτομοντάζ και αυτό σημαίνει ότι ο Dozier βρίσκεται ήδη στο εξωτερικό, ίσως αφού έχει ταξιδέψει με ένα από τα πολλά φορτηγά που πηγαινοέρχονται από την Αυστρία.

Οι χρονικογράφοι είναι έτοιμοι να στοιχηματίσουν ότι η απαγωγή είναι έργο ενός ευρωπαϊκού τρομοκρατικού κέντρου που περιλαμβάνει τις BR, τη γερμανική RAF, τη βασκική ETA και τον IRA, οργανώσεις που βρέθηκαν μαζί σε συναντήσεις στη λίμνη Garda και στην Ελβετία. Εν ολίγοις, μια δίνη από απίθανες υποθέσεις και αληθινές χαζομάρες, φάρσες της πλάκας.

Είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι ορισμένοι πράκτορες της CIA φτάνουν στη Ρώμη και ότι το Υπουργείο Εσωτερικών, με επικεφαλής τον Χριστιανοδημοκράτη Virginio Rognoni, επιλέγει τον πυρήνα των αξιωματούχων που θα πρέπει να συντονίσουν τις έρευνες στο Βένετο: Umberto Improta, Oscar Fioriolli , Salvatore Genova και Luciano De Gregory.

Στο Αρχηγείο της Αστυνομίας της Βερόνα, ο Gaspare De Francisci, επικεφαλής του UCIGOS (κεντρικό Γραφείο γενικών ερευνών και ειδικών επιχειρήσεων), καλεί την ομάδα που έχει συσταθεί από το Υπουργείο Εσωτερικών.

Η Ιταλία δεν μπορεί να χάσει το πρόσωπό της και, ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις άνωθεν εντολές, μπορεί να χρησιμοποιηθεί κάθε μέσο για την εύρεση του Dozier, ακόμη και ισχυρά μέσα. Κανένας φόβος, καθησυχάζει ο De Francisci, γιατί, αν κάποιος παραμείνει μπλεγμένος σε ένα ιστορικό βιαιοτήτων, θα απολαμβάνει ασφαλή πολιτική και θεσμική κάλυψη.

Τελικά μπορεί να ξεκινήσει το κυνήγι των απαγωγέων του στρατηγού και, αυτή τη φορά, επιτρέπεται κάθε μέθοδος εκβίασης-εκμαίευσης πληροφοριών.

Την επόμενη μέρα φτάνει στη Βερόνα ο αξιωματούχος του UCIGOS Nicola Ciocia (καθηγητής De Tormentis [tormento: μαρτύριο] σύμφωνα με τον ορισμό που του έδωσε ο Improta), ο ειδικός, με την ομάδα του από τους «πέντε του Χαίρε Μαρία»-“cinque dell’Ave Maria”, των βασανιστηρίων που κάνουν τους ανθρώπους να μιλήσουν.

Τον μάιο του ’78, είχε ήδη βασανίσει τον Ενρίκο Τριάκα-Enrico Triaca, τον ταξιαρχίτη τυπογράφο της Via Pio Foà στη Ρώμη[4] και αυτή τη φορά, τελικά, μπορεί να ενεργήσει χωρίς ιδιαίτερες προφυλάξεις, επειδή η μοίρα όσων θα συλλαμβάνονταν, είτε είναι αληθινοί είτε εικαζόμενοι ταξιαρχίτες, είχε παρθεί από ψηλά: αν δεν μιλήσουν αμέσως, ίσως μετά από χαστούκια και μπουνιές, θα βασανιστούν.

Ο Ciocia μένει στο Βένετο μόνο για λίγες μέρες. Έπειτα τρέχει στη Ρώμη όπου ο Stefano Petrella και ο Ennio Di Rocco, μέλη των BR-Αντάρτικο Κόμμα, συνελήφθησαν στις 3 ιανουαρίου 1982, για να τους κάνει ό,τι είχε ήδη υλοποιήσει στον Triaca.

Ο Dozier διατηρείται ασφαλής σε ένα διαμέρισμα, στην οδό Ippolito Pindemonte, μέσα στο οποίο έχει τοποθετηθεί μια σκηνή στην οποία ζει ο κρατούμενος. Αλλά οι άνδρες του Υπουργείου Εσωτερικών δεν έχουν ιδέα πού μπορεί να βρίσκεται ή την ταυτότητα των μελών των Ερυθρών Ταξιαρχιών.

Και τα εκατοντάδες τηλέφωνα που παρακολουθούνται σίγουρα δεν μπορούν να οδηγήσουν στη φυλακή του στρατηγού. Το μόνο που μένει είναι να προσαγάγουν ανθρώπους, να τους ανακρίνουν και, κυρίως, να βασιστούν, όπως έκανε ήδη η Ιερά Εξέταση, σε συνεδρίες βασανιστηρίων.

Στα τέλη Ιανουαρίου συμβαίνει στον Nazareno Mantovani που ανακρίνεται και ξυλοκοπείται για να τον προετοιμάσουν στην πραγματική συνεδρία βασανιστηρίων που ανατίθεται στον Τσιότσια και την ομάδα του.

Οι αστυνομικοί έχουν ένα απομονωμένο μέρος για να προκαλέσουν μαρτύρια. Είναι μια μικρή βίλα που νοικιάστηκε από το αρχηγείο της αστυνομίας της Βερόνα. Ο Mantovani φτάνει εκεί με δεμένα τα μάτια. Ο Ciocia και οι άνδρες του «περιποιούνται» τον Mantovani με νερό και αλάτι, αλλά το παρακάνουν, τόσο που ο De Francisci διακόπτει τη συνεδρία αφού ο κρατούμενος λιποθυμά.

Ο Πάολο Γκαλάτι-Paolo Galati οδηγεί την αστυνομία στα ίχνη ενός αγωνιστή. Ο Oscar Fioriolli διευθύνει την έρευνα στο σπίτι της Elisabetta Arcangeli χωρίς να γνωρίζει ότι μέσα θα βρεθεί και ο Ruggero Volinia, όνομα μάχης «Federico». Είναι αυτός που οδήγησε το μίνι λεωφορείο με τον Ντόζιερ μέσα, από τη Βερόνα στην Πάντοβα.

Χωρισμένοι από ένα τοίχο, ο Βολίνια και η Αρκάντζελι βρίσκονται στον τελευταίο όροφο του αρχηγείου της αστυνομίας της Βερόνα. Καθένας τους ακούει τα πάντα ενώ ο Fioriolli τους ρωτά και ο Improta ακολουθεί τη σκηνή.

Η ταξιαρχίτισσα, γυμνή, είναι δεμένη ενώ οι αστυνομικοί της τραβούν τις θηλές με λαβίδα και της βάζουν ένα μπαστούνι στον κόλπο. Από την άλλη πλευρά του τοίχου χτυπούν τον Volinia. Τον φορτώνουν σε ένα αυτοκίνητο, τον πηγαίνουν σε μια αποκαθαγιασμένη εκκλησία και, υποβαλλόμενος σε νερό και αλάτι από την ομάδα του Ciocia, αποκαλύπτει πού βρίσκεται ο Dozier[5].

Στις 28 ιανουαρίου 1982, γύρω στις 11:00, επτά άνδρες της NOCS (Κεντρική Μονάδα Επιχειρήσεων Ασφαλείας), οι «δερματοκέφαλοι» της ιταλικής αστυνομίας, εισβάλουν στο διαμέρισμα στη via Pindemonte. Χωρίς δυσκολία, ακινητοποιούν τους απαγωγείς του Dozier: Antonio Savasta, Giovanni Ciucci, Cesare Di Lenardo, Emanuela Frascella και Emilia Libéra.

Τους ταξιαρχίτες ρίχνουν κατά γης μπρούμυτα στο πλατύσκαλο ενώ φτάνουν οι Genova και η Improta. Έχουν μάτια καλυμμένα και τα χέρια τους δεμένα πίσω από την πλάτη. Αρνούνται να αποκαλύψουν τις ταυτότητές τους και τα ονόματα μάχης τους και έτσι δέχονται κλωτσιές και μπουνιές. Μερικοί αστυνομικοί πιστεύουν ότι είναι ακόμα πιο αποτελεσματικό να περπατούν πάνω στο σώμα τους.

Για τις δυο αγωνίστριες («Είσαι μια πουτάνα;» φωνάζουν οι αστυνομικοί «Όχι!» και μετά κλωτσιές και μπουνιές) τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα. Χαμηλώνουν τη φούστα και το καλσόν της Libéra και της Frascella, κλωτσούν την ηβική χώρα και τον πισινό, σηκώνουν τα μπλουζάκια των δύο γυναικών και τραβούν τις θηλές του στήθους τους.

Οι συλληφθέντες παραμένουν σε εκείνο το πλατύσκαλο για άπειρο χρόνο (σίγουρα, πίσω από τις πόρτες των διαφόρων ορόφων του μεγάλου κτιρίου, πολλοί ακούνε τι συμβαίνει, αλλά κανείς δεν έχει το θάρρος να βγάλει το κεφάλι έξω). Στη συνέχεια, οι πράκτορες του NOCS μεταφέρουν τα μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών στο κτίριο του δεύτερου αστυνομικού τμήματος της Πάντοβα.

Το αίσθημα ατιμωρησίας είναι τόσο μεγάλο που ο διοικητής της μονάδας γράφει μια υπηρεσιακή εντολή και δεν διστάζει να σημειώσει τις διατάξεις που πρέπει να τηρούνται για τη φύλαξη των απαγωγέων του Dozier, ένα έγγραφο που αποδεικνύει, ακόμη και πριν από κάθε μαρτυρία, ποιες παράνομοι μέθοδοι θα χρησιμοποιηθούν κατά των συλληφθέντων.

Οι πέντε κρατούμενοι θα πρέπει «να είναι συνεχώς δεμένοι και με καλλυμένα τα μάτια», θα πρέπει να χρησιμοποιούνται όλες οι προφυλάξεις για να «αποτρέψουν την αντίληψη του τόπου στον οποίο βρίσκονται», το προσωπικό «δεν θα πρέπει απολύτως να τους μιλάει ούτε να απαντά στις ερωτήσεις τους, πολύ λιγότερο να προφέρουν ονόματα, τοποθεσίες και βαθμούς που μπορεί να οδηγήσουν σε πιθανές ταυτοποιήσεις», οι κρατούμενοι θα μπορούν «κατ’ εξαίρεση να συνοδεύονται» στην τουαλέτα, «κανένα άλλο αίτημα δεν θα πρέπει να γίνεται δεκτό, εκτός εάν έχει προηγηθεί κατάλληλη εξουσιοδότηση» και «ότι θα πρέπει να εξακριβώνεται από το υπεύθυνο προσωπικό ότι οι δεσμοί και οι επίδεσμοι είναι πάντα καλά τοποθετημένοι».

Ο συγγραφέας του μικρού εγχειριδίου οδηγιών για τον αφανισμό και το σπάσιμο του κρατούμενου δεν ξεχνά να συστήσει ότι «η υπηρεσία καλύπτει προφανώς χαρακτήρα μέγιστης εμπιστευτικότητας»[6].

Η μέρα της 28ης ιανουαρίου είναι φρενητική και τα βασανιστήρια αρχίζουν να παράγουν τα αποτελέσματά τους. «Πότε μπήκες στις BR; Ποιοι συμμετείχαν στην απαγωγή; Ποια είναι η Σάρα;». Η Frascella δεν απαντά στις ερωτήσεις, οπότε αυτός που την ανακρίνει σηκώνει τη φούστα της, κατεβάζει τα εσώρουχά της και της ξεριζώνει τα ηβικά μαλλιά. Η ταξιαρχίτισσα αρχίζει να υποχωρεί και δίνει κάποιες πληροφορίες.

Οι «κακοί» βγαίνουν και οι «καλοί» μπαίνουν στο δωμάτιο. «Έλα, συνεργάσου, σε συμφέρει», επαναλαμβάνουν συνέχεια. Οι «κακοί» επιστρέφουν και αρχίζουν να της ξεριζώνουν την ηβική τρίχα και να σφίγγουν ξανά τις θηλές της.

Την βάζουν να ακουμπάει σε ένα τραπέζι και της λένε ότι θα της χώσουν ένα πόδι καρέκλας στον κόλπο. Η Frascella υποχωρεί και μιλάει για τον «Federico». Με δεμένα τα μάτια και δεμένη σε μια καρέκλα, η αγωνίστρια δεν μπορεί να κοιμηθεί γιατί μόλις αποκοιμηθεί κάποιος τρέχει να την ξυπνήσει.

Είναι αργά το βράδυ όταν επιστρέφουν τα «καλά παιδιά» και η Frascella, που άκουγε καθαρά τις κραυγές του Savasta και του Di Lenardo, αδειάζει τον σάκο. Σε ένα άλλο δωμάτιο, η Emilia Libéra αναγκάζεται να παραμείνει γονατισμένη στο πάτωμα για μερικές ώρες.

Ένας «ευγενικός» αστυνομικός που την επιτηρεί, της λέει ότι οι συνάδελφοί του, στο διπλανό δωμάτιο, βιάζουν την Frascella. Στη συνέχεια, με δεμένα μάτια, την τοποθετούν σε μια καρέκλα. Φτάνει ο «κακός» και τη ρωτά πού μπορούν να βρουν τη Σάρα, όνομα μάχης της Μπάρμπαρα Μπαλζεράνι.

Η Libéra δεν ανοίγει στόμα και τότε την χτυπούν με μπουνιές και χαστούκια, συνθλίβουν τις θηλές και την κλωτσούν στην ηβική χώρα. Της βγάζουν το παντελόνι και τα εσώρουχα και την βάζουν να σκύψει πάνω από ένα τραπέζι.

Ο «κακός» ανακοινώνει ότι θα της βάλει ένα ραβδί στον κόλπο και, προσθέτει, πρέπει να το πιστέψει γιατί έχει ήδη «περιποιηθεί» τον Di Rocco και την Petrella. Η Libéra γνωρίζει ότι χρησιμοποίησαν νερό και αλάτι με τους δύο ταξιαρχίτες και φοβάται ότι, ανά πάσα στιγμή, θα της συμβεί η ίδια μεταχείριση.

Και ο Σαβάστα, με δεμένα μάτια και δεμένος σε μια καρέκλα, χτυπιέται σε όλο του το σώμα και οι βασανιστές απολαμβάνουν να σβήνουν τσιγάρα στα χέρια του. Ακούει τις κραυγές της Libéra και της Frascella, αλλά όχι τη φωνή του Ciucci, ο οποίος, λένε οι αστυνομικοί, είναι ήδη νεκρός.

Τότε φτάνουν οι «δήμιοι» (έτσι συστήνονται στον Σαβάστα) που στρέφουν το όπλο στο κεφάλι του ταξιαρχίτη και απειλούν να τον σκοτώσουν. Ο Σαβάστα προσπαθεί να τους σταματήσει: «Μιλάω ήδη». Αλλά δεν τους νοιάζει, είναι δήμιοι[7].

Οι «κακοί» φεύγουν και οι «καλοί» τον πηγαίνουν σε άλλο δωμάτιο και, αφού τον ρωτούν αν θέλει να διορίσει δικηγόρο, τον βάζουν να υπογράψει μια έκθεση. Ο Savasta, η Libéra, η Frascella και ο Ciucci (είναι πραγματικά σε κακή κατάσταση επειδή δεν μπορεί να περπατήσει και γυρνά καθισμένος σε μια καρέκλα γραφείου) βρίσκονται μαζί σε ένα δωμάτιο.

Συζητούν και όλοι μαζί αποφασίζουν να κάνουν το βήμα, να πηδήξουν την τάφρο και να συνεργαστούν. Κι έτσι, ήδη από εκείνο το βράδυ, έδωσαν τις πρώτες πληροφορίες. Αυτές του Savasta είναι πολύ σημαντικές γιατί εκείνος γνωρίζει τη βάση στη via Verga, στο Μιλάνο, όπου η στρατηγική Διοίκηση έχει συναντηθεί αρκετές φορές.

Ο Ντι Λενάρντο δεν υποχωρεί και είναι ο μόνος που δεν ενδίδει στα βασανιστήρια. Δεν μπορεί να ειπωθεί ότι δεν ήταν ξεκάθαροι μαζί του: «Κανείς δεν ξέρει για τη σύλληψή σου, είσαι απλώς ένας απαχθέντας και μπορούμε να κάνουμε μαζί σου ό,τι θέλουμε». Όμως ο ταξιαρχίτης επιμένει να μην μιλάει, δηλώνει πολιτικός κρατούμενος και τότε είναι απαραίτητο να καταφύγουν σε πιο περίπλοκα μαρτύρια.

Στον Di Lenardo τίποτα δεν περισσεύει, χρησιμοποιούν τα πάντα, αλλά, αν και οι σύντροφοί του, τη νύχτα μεταξύ 31ης ιανουαρίου και 1ης φεβρουαρίου, υπογράφουν ήδη τα πρακτικά των ‘αυθόρμητων’ δηλώσεων, ο ταξιαρχίτης είναι ανένδοτος.

Και τότε πρέπει να βιαστούν γιατί σε λίγες ώρες ο βερονέζος αναπληρωτής εισαγγελέας θα εμφανιστεί στους στρατώνες για ανάκριση. Οι αστυνομικοί είναι απογοητευμένοι. Στη βάση των μιλανέζων στη via Verga, αυτή που υπέδειξε ο Savasta, δεν βρήκαν κανέναν. Ίσως ο Di Lenardo μπορεί να δώσει περισσότερες πληροφορίες. Ίσως καταφέρουν να συλλάβουν την Balzerani. «Ο Di Lenardo πρέπει να μιλήσει».

Του βγάζουν τις χειροπέδες από τους καρπούς και τις βάζουν στα πόδια, του δένουν τα χέρια με κομμάτια υφάσματος, του σφίγγουν την παρωπίδα στα μάτια, του κλείνουν το στόμα με άλλο ύφασμα και τον βάζουν στο πορτμπαγκάζ ενός αυτοκινήτου που το ακολουθεί άλλο όχημα.

Μετά από μισή ώρα γύρο τα αυτοκίνητα σταματούν και δύο αστυνομικοί σέρνουν τον ταξιαρχίτη από τις μασχάλες. Ο Ντι Λενάρντο καταλαβαίνει ότι βρίσκεται σε ένα λιβάδι, σίγουρα στην εξοχή κοντά στην Πάντοβα.

Τον βάζουν να γονατίσει και τον χτυπούν. Συνηθισμένο σενάριο: ο θυμωμένος «κακός» εναλλάσσεται με τον «καλό» που μετριάζει τις υπερβολές. Μετά μια φωνή, πιο δυνατή από τις άλλες: «Τώρα θα σε πυροβολήσουμε». Ακούγεται ένας πυροβολισμός. Δεν πέθανε!!! Ούτε η εικονική εκτέλεση (el simulacro de fusilamiento, τόσο δημοφιλής στη Λατινική Αμερική) δεν κάνει τον κρατούμενο να καταρρεύσει[8].

Πάλι γροθιές. Τον πάνε πίσω στον στρατώνα. Γυμνό, ξαπλωμένο σε ένα τραπέζι με το κεφάλι του κρεμασμένο, τα χέρια και τα πόδια δεμένα. Του γεμίζουν το στόμα με αλάτι, του βουλώνουν τη μύτη και του ρίχνουν μεγάλες ποσότητες νερού.

Μια παύση και μετά ξαναρχίζουν. Άλλη μια παύση και ξεκινούν εκ νέου. Ο Ντι Λενάρντο δεν αναπνέει, ασφυκτιά, το σώμα του τρέμει, ουρλιάζει. Σταματούν. Ενώ βασανίζεται, ο ταξιαρχίτης ακούει κάποιον να λέει «Γένοβα».

Σκέφτεται έναν αστυνομικό, έναν από αυτούς που τις προηγούμενες μέρες του μίλησαν για τις επιχειρήσεις κατά των BR που έκαναν στην πρωτεύουσα της Λιγουρίας. Κάνει λάθος. Λίγες μέρες αργότερα, ένας αξιωματικός προσπαθεί να τον πείσει να συνεργαστεί.

Ένας αστυνομικός μπαίνει στο δωμάτιο και λέει «Δρ. Genova, στο τηλέφωνο». Ο Di Lenardo τότε καταλαβαίνει: στο δωμάτιο, ενώ τον βασάνιζαν, βρισκόταν ο κομισάριος Salvatore Genova[9]. Τα μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών δεν οδηγήθηκαν στη φυλακή και ο βερονέζος αναπληρωτής εισαγγελέας τους ανέκρινε την 1η και 2η φεβρουαρίου στα γραφεία του αστυνομικού τμήματος.

Ο Savasta γεμίζει σελίδες και σελίδες καταθέσεων. Το ίδιο και η Libéra, η Ciucci και η Frascella. Τελευταίος αλλά εξίσου σημαντικός, το απόγευμα της 2ας Φεβρουαρίου, ο Cesare Di Lenardo κάθεται ενώπιον του δικαστή.

Δεν έχει τίποτα να πει, θέλει απλώς να αναφέρει την κακοποίηση που έχει υποστεί. Θα το ξανακάνει, στις 28 φεβρουαρίου, με αναλυτικό υπόμνημα που θα σταλεί στην Εισαγγελία και στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου της Βερόνα.

Το γενικευμένο σύστημα βίας κατά των συλληφθέντων για ενέργειες ανταρτοπόλεμου αυξήθηκε τόσο δυσανάλογα που, ακριβώς τον φεβρουάριο-μάρτιο του ’82, έγινε ανεξέλεγκτο και δεν ήταν πλέον δυνατό να κρατηθεί μυστικό.

Δημοσιεύονται δύο άρθρα χάρη σε πληροφορίες που παρέχονται από πηγές εντός της Αστυνομίας οι οποίες δεν θέλουν να υποστηρίξουν την εξτρεμιστική γραμμή που υπαγορεύει το υπουργείο Εσωτερικών.

Οι πρακτικές βασανιστηρίων είναι ευρέως διαδεδομένες και ξεπερνούν τα σύνορα των επαρχιών της Πάντοβα και της Βερόνα. Στο Μέστρε, στην ΙΙ Αστυνομική Περιφέρεια, χρησιμοποίησαν τα ίδια μέσα. Το ίδιο συνέβη και στη Ρώμη και στο Βιτέρμπο.

Στο Villoresi, ένας ανώνυμος βενετός ερευνητής παραδέχεται ουσιαστικά ότι χρησιμοποιήθηκαν βασανιστήρια, σε ορισμένες περιπτώσεις, και ισχυρίζεται ότι το αποτέλεσμα είχε «καθαρίσει το Βένετο»[10].

Οι καταγγελίες πολλαπλασιάζονται, αλλά ο Virginio Rognoni απαντά ξερά: «… σχετικά με την υποτιθέμενη βία στην οποία υποβλήθηκαν οι τρομοκράτες που συνελήφθησαν πρόσφατα στην Πάντοβα και στο Βένετο, μπορώ να πω ότι είναι εντελώς ψευδείς».

Και η Δημοκρατική Δικαιοσύνη απαντά στον υπουργό Εσωτερικών, η μοναδική ομάδα δικαστών που αντιμετωπίζει, χωρίς δισταγμό, το θέμα των μεθόδων με τις οποίες ασκείται η καταπολέμηση της τρομοκρατίας. η MD κρίνει τις απαντήσεις που έδωσε η κυβέρνηση ως «μη επαρκείς και οριστικές», βλέπει ξεκάθαρα «τον κίνδυνο παραχωρήσεων και ανοχών για παρόμοιους εκφυλισμούς», ζητά «να τηρηθούν οι νόμιμες προθεσμίες για την παρουσίαση του συλληφθέντος στον δικαστή» και προτρέπει τους δικαστές να «διενεργήσουν έρευνες και ιατροδικαστικούς ελέγχους για την βία που καταγγέλλεται».

Εν τω μεταξύ, η βερονέζικη δίκη της ηγετικής ομάδας BR-PCC και των αγωνιστών συνεχίζεται χωρίς ιδιαίτερες ανατροπές. Μπροστά στους δικαστές παρελαύνουν όλα τα μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών που έκαναν την επιλογή να συνεργαστούν και οι αστυνομικοί που τους συνέλαβαν.

Όταν έρθει η σειρά του, ο Umberto Improta διηγείται ότι ο Ruggero Volinia «Federico», μόλις συνελήφθη, είπε αμέσως ότι ήθελε να συνεργαστεί, οδήγησε την αστυνομία σε ένα κρησφύγετο στο Mestre και στη συνέχεια παρείχε όλες τις πληροφορίες για το κρησφύγετο στη via Pindemonte.

Και όταν φτάσαμε εδώ, συνεχίζει ο Improta, το ασταμάτητο κύμα μεταμέλειας έφερε άλλα αποτελέσματα. Σκεφτείτε, προσθέτει ο αξιωματούχος της UCIGOS, όταν η επιδρομή τελείωσε στις 11.20, ο Antonio Savasta, μόλις 15 λεπτά αργότερα, ήδη αναφώνησε: «Θα σας τα πω όλα!».

Οι μόνες παράφωνες φωνές είναι αυτές του Cesare Di Lenardo και της Alberta Biliato που, παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως πολιτική κρατούμενη, ισχυρίζεται ότι οι δηλώσεις που έκανε στον δικαστή, μετά τη σύλληψή της στο Τρεβίζο, είναι μόνο το αποτέλεσμα των βασανιστηρίων που υπέστη.

Στη συνέχεια μια ανατροπή, η μόνη στη δίκη. Οι Savasta, Libéra, Frascella και Ciucci – που μέχρι εκείνο το σημείο είχαν κάνει κάθε είδους αποκαλύψεις, αλλά δεν είπαν τίποτα για τη βία – παρέδωσαν ένα μνημόνιο στο Δικαστήριο.

Δεν υποχωρούν από την επιλογή της «μετάνοιας», αλλά διαβεβαιώνουν ότι δεν είχαν κάποια εύνοια διότι «η μεταχείριση που μας επιβλήθηκε μετά τη σύλληψη ήταν για όλους μας ίδια με αυτή που κατήγγειλαν άλλοι σύντροφοι».

Και συνεχίζουν: «Τέσσερις πολύ μεγάλες μέρες που δεν σου επιτρέπουν να διατηρήσεις μέσα σου ούτε την αξιοπρέπεια να περιφρονείς αυτούς που σε βασάνισαν, που έχουν ένα πολύ πιο φιλόδοξο στόχο από τις πληροφορίες τις οποίες εκβιάζουν αμέσως, αφού επιδιώκουν τον αφανισμό της πολιτικής σου ταυτότητας».

Έτσι, ενώ η βερονέζικη δίκη πλησιάζει στα τελευταία της στάδια, για πρώτη φορά ακόμη και τα «μετανοημένα» μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών καταγγέλλουν τα βασανιστήρια[11]. Στον Giovanni Palombarini, γραμματέα της δημοκρατικής Δικαιοσύνης, που ισχυρίζεται ότι η απάντηση του Rognoni «σίγουρα δεν ήταν καθησυχαστική και εξαντλητική, δεν διαλύει υποψίες ούτε ηρεμεί αυτά που ακούγονται»[12], και στους πολλούς που καταγγέλλουν τη βαρβαρότητα που συντελείται ο αναπληρωτής εισαγγελέας φαίνεται να απαντά σχεδόν έμμεσα, στο τέλος της βερονέζικης δίκης των ταξιαρχιτών, κατά τη διάρκεια του κατηγορητηρίου, απευθύνει «εύλογα ευχαριστώ στην αστυνομία που εργάστηκε μέα την αυστηρότερη νομιμότητα» γιατί «..δεν έχω λάβει ποτέ παράπονα, δεν λέω παράπονα, για λανθασμένη συμπεριφορά, δεν μιλάω για καταχρηστικές συμπεριφορές…» μέχρι την ανακάλυψη του κρησφύγετου της Πάντοβα όπου έφτασαν μέσα σε συνθήκες «πλήρους νομιμότητας», χάρη αποκλειστικά στις «οξυδερκείς έρευνες της δικαστικής αστυνομίας».

Ακριβώς τη στιγμή που ο δικαστής προφέρει αυτά τα λόγια, μια συζήτηση με πολύ λιγότερο καθησυχαστικό περιεχόμενο διεξάγεται στην Βουλή των Αντιπροσώπων. Ο υπουργός Εσωτερικών, για δεύτερη φορά, απαντά στα πολλά ερωτήματα σχετικά με το θέμα της βίας.

Οι βουλευτές αναφέρουν δεκάδες υποθέσεις που συνέβησαν σε ολόκληρη την Ιταλία, αλλά, πάνω απ’ όλα, οι καταγγελίες σκιαγραφούν τα προφίλ ενός ευρέως διαδεδομένου συστήματος που ανέτρεψε τους κανόνες του κράτους δικαίου και προκάλεσε μια αυταρχική και κατασταλτική παρακμή, οπισθοδρόμηση[13].

Είναι το σύστημα μέσα στο οποίο ωριμάζουν τα βασανιστήρια: καθίσταται κοινή πρακτική να βάζουν κουκούλα στον συλληφθέντα ή να του δένουν τα μάτια. οι ανακρίσεις υπόπτων πραγματοποιούνται σε μέρη εκτός των γραφείων της αστυνομίας για να δημιουργήσουν ένα φαινόμενο «αποπροσανατολισμού».

Τα μέλη της οικογένειας, επί μέρες, αγνοούν την τύχη του συλληφθέντος και, όπως οι δικηγόροι, μάταια τον αναζητούν στις φυλακές. ασκείται αδικαιολόγητη πίεση στις οικογένειες για να πειστούν οι συλληφθέντες να συνεργαστούν.

Ζητείται επίμονα από τους κρατούμενους να παραιτηθούν από το διορισμό αξιόπιστου υπερασπιστή και να βασιστούν στον δημόσιο υπερασπιστή· οι συλληφθέντες δεν οδηγούνται στη φυλακή, αλλά κρατούνται σε αστυνομικά τμήματα, στην ασφάλεια και σε στρατώνες. οι ανακρίσεις από τον εισαγγελέα γίνονται πολύ πέρα ​​από τις προθεσμίες που ορίζει ο νόμος, σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και 9/10 ημέρες μετά τη σύλληψη·

Αναφέρονται και περιπτώσεις παράνομων «διαπραγματεύσεων» κατά τις οποίες ο ανακρινόμενος καλείται να μην αναφέρει τη βία που υπέστη με αντάλλαγμα χάρες που θα λάβει. Αλλά η κυβέρνηση δεν κάνει κανένα άνοιγμα και ο Virginio Rognoni, αντίθετα, ανεβάζει τον πήχη και ισχυρίζεται ότι οι τρομοκράτες, αποτυγχάνοντας να ανακόψουν το αχαλίνωτο φαινόμενο της μετάνοιας, έχουν οργανώσει μια πραγματική συκοφαντική εκστρατεία για να επιτεθούν στην αξιοπιστία των αστυνομικών δυνάμεων.

Οι δημοκρατικοί αστυνομικοί της Βενετίας οργανωμένοι στη SIULP (Ιταλική Ενιαία Ένωση Εργαζομένων Αστυνομίας) παρενέβησαν δυναμικά στην πολιτική αντιπαράθεση και, με μια δήλωση που κυκλοφόρησε στις 10 μαρτίου 1982, ισχυρίζονται, σχετικά με τη βία, ότι «τέτοιες πρακτικές ήταν ανεκτές ή, ακόμη, ενθαρρύνονται από τις άνωθεν οδηγίες και εν τέλει υποστηρίζονται από τη σιωπηρή συναίνεση μιας κοινής γνώμης που επηρεάζεται από την αιματηρή και τρελή πίεση μιας τρομοκρατίας που έχει δηλητηριάσει την πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας».

Και οι Ερυθρές Ταξιαρχίες έρχονται αντιμέτωπες με ένα φαινόμενο, πρωτόγνωρο σε μέγεθος και ριζοσπαστικότητα, που κάνει άνω κάτω τη ζωή της οργάνωσης. Στις 18 μαρτίου 1982, εξέδωσαν μια πολύ μακροσκελή ανακοίνωση στην οποία στέλνουν το σύνθημα της «στρατηγικής υποχώρησης», αναπτύσσοντας μια λεπτομερή ανάλυση της πρακτικής των βασανιστηρίων («τα βασανιστήρια μετρούν ένα νέο επίπεδο σύγκρουσης») και των αποτελεσμάτων που παράγουν.

Η Ομάδα Δημοκρατικής Δικαιοσύνης στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο ζητά από το αυτοδιοικητικό όργανο των δικαστών να θέσει στην ημερήσια διάταξη της ολομέλειας τη συζήτηση για αυτή που αναδεικνύεται ως πραγματική ‘δημοκρατική’ κατάσταση έκτακτης ανάγκης[14].

Ο ανακριτής της Βερόνα προωθεί τα έγγραφα στην εισαγγελία της Πάντοβα, υπεύθυνη για τη βία που σημειώθηκε στη via Pindemonte και στο αστυνομικό στρατόπεδο.

Ο Βιτόριο Μπορατσέτι-Vittorio Borraccetti, αναπληρωτής εισαγγελέας της Πάντοβα, ακούει όλα τα μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών, βρίσκει μάρτυρες ακόμη και ανάμεσα στην αστυνομία και, μέσω άλλων ιατρικών εξετάσεων, αποδεικνύει ότι η βία δεν είναι εφεύρεση.

Τον ιούνιο του 1982, ο ανακριτής Mario Fabiani υπέγραψε τα εντάλματα σύλληψης εναντίον ορισμένων από τους υπεύθυνους για αυτά τα γεγονότα, συμπεριλαμβανομένου του Salvatore Genova, αναπληρωτή διευθυντή της γενοβέζικης αστυνομικής δύναμης Digos. Οι κατηγορίες περιλαμβάνουν συνέργεια σε απαγωγές, ατομική βία και σωματικές βλάβες.

Η αλληλεγγύη στους συλληφθέντες είναι ακαριαία και η οργή κατά των δικαστών αυξάνεται. Ο Βιρτζίνιο Ρονιόνι εκφράζει «αμηχανία και πικρία» για τα μέτρα, ενώ ο Αστυνομικός Επίτροπος της Γένοβας τηλεγραφεί στον πρωθυπουργό Τζιοβάνι Σπαντολίνι, εκφράζοντας εμπιστοσύνη για τη συμπεριφορά του συλληφθέντος επιτρόπου.

Μόνιμη συνέλευση αστυνομικών πραγματοποιείται στους χώρους του Αστυνομικού Μεγάρου της Ρώμης και δεν αποκλείουν τη διοργάνωση και άλλων συγκλονιστικών πρωτοβουλιών. «Αν ήθελαν να μας οδηγήσουν στην αγανάκτηση, τα κατάφεραν…ούτε σε κάποιους κατηγορούμενους για ένοπλες συμμορίες επιφύλαξαν την ίδια μεταχείριση», βροντοφωνάζει ένα ανώνυμο υψηλό στέλεχος της UCIGOS στον δημοσιογράφο της «l’Unità» που τον πλησιάζει.

Στις 5 ιουλίου 1983, σε ένα κλίμα ανοιχτά εχθρικό προς τους δικαστές, ξεκίνησε η δίκη της Πάντοβα, ενώ μια ομάδα αστυνομικών, σε ένδειξη αλληλεγγύης με τους συναδέλφους τους κατηγορούμενους, καταλαμβάνει την είσοδο του Δικαστηρίου.

Ο Salvatore Genova δεν μπορεί να κριθεί γιατί μόλις εξελέγη, στις τάξεις του σοσιαλδημοκατικού PSDI, στις γενικές πολιτικές εκλογές της 26ης ιουνίου και πρέπει να περιμένει την εξουσιοδότηση από τη Βουλή των Αντιπροσώπων για να προχωρήσει η εκδίκαση, η οποία, τρία χρόνια αργότερα, το 1986, αρνείται να την χορηγήσει.

Στην ακρόαση στις 8 ιουνίου, ο λοχαγός Lucio De Santis συνελήφθη στην αίθουσα του δικαστηρίου για ψευδορκία και καταδικάστηκε. Καταθέτουν όλοι οι ταξιαρχίτες που περιγράφουν τη βία που υπέστησαν, οι γιατροί που παρατήρησαν τα σημάδια που άφησαν τα βασανιστήρια και οι μάρτυρες που επιβεβαιώνουν τη χρήση παράνομων μεθόδων.

Μια εντυπωσιακή εικόνα, εναλλακτική σε αυτήν που προσέφερε ο μάρτυρας Umberto Improta, ο οποίος, στην ακροαματική διαδικασία, αφηγείται μια διαφορετική ιστορία, δηλαδή πώς γεννήθηκε μια σχέση συναδελφικότητας μεταξύ αστυνομικών φυλάκων και φυλακισμένων ταξιαρχιτών στο κτίριο του αστυνομικού τμήματος: «.. .η σχέση μεταξύ του προσωπικού της UCIGOS, των NOCS και των συλληφθέντων ήταν άριστη, πλήρους συνεργασίας, ακόμη και στοργική…»[15].

Αλλά οι δικαστές δεν πιστεύουν τους αστυνομικούς και τους αξιωματούχους της UCIGOS και στις 15 ιουλίου 1983, ο Πρόεδρος του κολεγίου, Francesco Aliprandi, διαβάζει την ποινή με την οποία οι κατηγορούμενοι καταδικάζονται για το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας σε βάρος συλληφθέντων[16].

Αυτή στην Πάντοβα είναι η μόνη ποινή της δεκαετίας του 1980 που αναγνωρίζει την ευθύνη των δημοσίων αξιωματούχων για πράξεις βίας που διαπράττονται εναντίον όσων συνελήφθησαν για τρομοκρατία. Οι δεκάδες καταγγελίες που υποβλήθηκαν από άλλους υπόπτους δεν παράγουν τίποτε άλλο από αρχειοθετήσεις επειδή οι δράστες των βιαιοτήτων είναι άγνωστοι[17].

Μεταξύ 2007 και 2012, ο επίτροπος Salvatore «Rino» Genova αποφασίζει να διηγηθεί στους δημοσιογράφους Matteo Indice και Pier Vittorio Buffa τι πραγματικά συνέβη κατά τη διάρκεια του αγώνα ενάντια στην τρομοκρατία.

Περιγράφει τα βασανιστήρια, ομολογεί το ρόλο του και των συναδέλφων του (De Francisci, Improta, Fioriolli, Ciocia) στη χρήση παράνομων μεθόδων και επιβεβαιώνει ότι οι επικεφαλής του Υπουργείου Εσωτερικών ήταν αυτοί που μετέδωσαν την γραμμή των βασανιστηρίων[18].

Στον Buffa, λέει λακωνικά: «…Δεν έκανα αυτό που θα ήταν σωστό να πράξω. Να συλλάβω τους συναδέλφους μου που τα διέπρατταν. Έπρεπε να σταματήσουμε ο ένας τον άλλον. Αυτό έπρεπε να κάνουμε…»[19].

Τα λόγια του επιτρόπου δεν προκαλούν την έντονη αντίδραση των θεσμικών ανωτέρων κλιμακίων. Σίγουρα, οι άμεσα εμπλεκόμενοι απαντούν ότι πρόκειται για φαντασιώσεις, αλλά ακόμη και μεταξύ εκείνων που υποστηρίζουν ότι δεν υπήρξε ποτέ βία εναντίον των μελών της Ερυθράς Ταξιαρχίας, ανοίγονται κάποιες ρωγμές, με μερικές φορές εκπληκτικές παραδοχές.

Αυτή είναι η περίπτωση του Giordano Fainelli, πρώην επικεφαλής επιθεωρητή των βερονέζων Digos, ο οποίος ισχυρίζεται ότι, στην πραγματικότητα, ο Ruggero Volinia διαπραγματεύτηκε την ομολογία του με αντάλλαγμα την ασυλία της Elisabetta Arcangeli και ένα σημαντικό χρηματικό ποσό, υψηλότερο από αυτό που δόθηκε στον Paolo Galati ο οποίος μίλησε αφού έλαβε περίπου 40 εκατομμύρια και την υπόσχεση για ευνοϊκή μεταχείριση για τον αδελφό του Michele, ταξιαρχίτη που ήταν ήδη στη φυλακή[20].

Αλλά ο Fainelli, ο οποίος αρνείται ότι ο Volinia βασανίστηκε, στη συνέχεια παραδέχεται ότι τη νύχτα της 26ης ιανουαρίου 1982, μαζί με τον Umberto Improta και άλλους συναδέλφους του, πήγε τον Ruggero Volinia σε μια μικρή βίλα σε ένα residence όπου ήταν εκεί και ο Nicola Ciocia. Δεν παρακολούθησε τα βασανιστήρια, αλλά δεν αποκλείει ότι «η συλλογική ευφορία οδήγησε κάποιους να ξεπεράσουν τα όρια»[21].

Ο Giuliano Amato, [δικαστής και στη συνέχεια πρωθυπουργός της Ιταλίας] αναφέρεται σε αυτά τα γεγονότα μιλώντας, προκαλώντας έκπληξη, για το θέμα. Και δεν χρησιμοποιεί πομπώδη γλώσσα: η πολιτική τάξη «είχε καλύψει τη χρήση μεθόδων και εργαλείων στο περιθώριο της νομιμότητας… όταν δεν ήταν παράνομα… υπήρχε η χρήση μορφών σωματικής και ψυχολογικής πίεσης σε μερικές χιλιάδες συλληφθέντων και κρατουμένων που, στην περίπτωση των πρώτων, φαίνεται ότι μερικές φορές έφτασαν στο σημείο, παρά τις διαψεύσεις, να βασανιστούν».

Το δικαστικό σώμα δεν είναι άμοιρο ευθυνών διότι «αν πολύ λίγοι δικαστές γνώριζαν για το water boarding και λίγοι για τους ξυλοδαρμούς των συλληφθέντων, η περίπτωση είναι διαφορετική με την ειδική μεταχείριση των κρατουμένων και τη δυνατότητα χρήσης της φυλακής ως μέσο πίεσης εναντίον κατηγοριών ανθρώπων που θεωρούνταν ιδιαίτερα άνευ αξίας, και που κατέστησαν διαδεδομένες πρακτικές τη δεκαετία του 1980»[22].

Ούτε οι ασυνήθιστες αποκαλύψεις του Τζουλιάνο Αμάτο δεν γκρεμίζουν τον τοίχο της σιωπής που υψώθηκε πριν από 40 χρόνια. Η πολιτική τάξη της Πρώτης Δημοκρατίας σιωπά, οι ηγέτες του Υπουργείου Εσωτερικών και της κρατικής Αστυνομίας σιωπούν, το δικαστικό σώμα παραμένει σιωπηλό όχι λιγότερο από τους δημοσιογράφους που παρακολούθησαν αυτές τις έρευνες, γιορτάζοντας τη δόξα ενός δημοκρατικού Κράτους που επικράτησε των ανατρεπτικών ομάδων πάντα σεβόμενο τους κανόνες δικαίου.

Εν ολίγοις, μια επιφυλακτική Ιταλία (επιφυλακτική ακριβώς με την αυστηρά νομική έννοια «όσων σιωπούν, εν όλω ή εν μέρει, όσων γνωρίζουν για τα γεγονότα») που δεν έχει βρει ακόμη το θάρρος να συζητήσει, χωρίς προσχήματα, τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν για να νικήσουν τις οργανώσεις του ένοπλου αγώνα, ακόμη και αυτές που χρησιμοποιήθηκαν κατά τις έρευνες στις οποίες εκλεπτυσμένοι ερευνητές «έψαχναν τον Ντόζιερ μέσα στον κόλπο μιας ταξιαρχίτισσας».

Η ομάδα που, με διάφορους ρόλους, απήγαγε και μετέφερε τον Dozier στην Πάντοβα αποτελούνταν από τους Antonio Savasta, Pietro Vanzi, Marcello Capuano, Cesare Di Lenardo, Emilia Libéra και Alberta Biliato. Μια συναρπαστική ανασύνθεση της υπόθεσης Dozier και των βασανιστηρίων που υπέστησαν κατά τη διάρκεια της έρευνας περιέχεται στη σειρά ντοκιμαντέρ Sky Original Il sequestro Dozier. Un’operazione perfetta-η απαγωγή Ντόζιερ. Μια τέλεια επιχείρηση, 2022.

[2] Ο Dozier, τη στιγμή της απαγωγής, ήταν υπαρχηγός του ανωτάτου επιτελείου με καθήκοντα στη Διοίκηση των χερσαίων δυνάμεων του ΝΑΤΟ στη νότια Ευρώπη.

[3] Στα τέλη του 1980, στην οργάνωση BR ωριμάζει η οριστική ρήξη με τη μιλανέζικη φάλαγγα «Walter Alasia» που εκδιώχθηκε τον δεκέμβριο του ίδιου έτους. Ο Μάριο Μορέττι συνελήφθη στο Μιλάνο στις 4 απριλίου 1981. Την ίδια χρονιά, το Μέτωπο των φυλακών και η ναπολιτάνικη φάλαγγα έδωσαν ζωή στις BR-Partito Guerriglia-Κόμμα ανταρτοπόλεμος, οργάνωση με επικεφαλής τον Τζιοβάνι Σεντζάνι-Giovanni Senzani. Τέλος, το φθινόπωρο του 1981, ιδρύθηκαν οι BR-Partito Comunista Combattente-Κομουνιστικό Μαχόμενο Κόμμα, με ισχυρές ρίζες στις ρωμαϊκές, γενουατικές φάλαγγες και στη βενετική (η φάλαγγα Annamaria Ludmann-Cecilia) που πραγματοποίησε την απαγωγή Dozier.

[4] ο Enrico Triaca είναι ο πρωταγωνιστής του ντοκιμαντέρ του Stefano Pasetto Il Tipografo-ο Τυπογράφος, 2022, νικητής του βραβείου καλύτερης ταινίας μεγάλου μήκους στο 8ο διεθνές Φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Visioni dal Mondo. Για την υπόθεση Triaca, δείτε το »I tormenti e la calunnia”-‘Τα μαρτύρια και οι συκοφαντίες’ του συγγραφέα που δημοσιεύτηκε στο www.questionegiustizia.it, 12 ιουλίου 2023.

[5] Η λεπτομερής περιγραφή των βασανιστηρίων που επιβλήθηκαν στους Nazareno Mantovani, Ruggero Volinia και Elisabetta Arcangeli περιέχεται στη μαρτυρία που έδωσε ο Salvatore Genova στον δημοσιογράφο Pier Vittorio Buffa και σε άλλους φορείς ενημέρωσης.

[6] Η ίδια η υπηρεσιακή διαταγή του διοικητή της δεύτερης μονάδας της αστυνομίας άμεσης επέμβασης ρύθμιζε μια μορφή βασανιστηρίων σε κρατουμένους ή, τουλάχιστον, μια πρακτική απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης: με καλυμμένα μάτια, δεμένους, διαρκώς στο σκοτάδι και χωρίς δυνατότητα, για αρκετές ημέρες, να έχουν την αντίληψη του χώρου που βρίσκονταν και την ταυτότητα όσων τους ανέκριναν, οι ταξιαρχίτες υπέστησαν «αισθητηριακή στέρηση». Επιπλέον, στη δίκη της Πάντοβα, αποδείχθηκε ότι οι αστυνομικοί χρησιμοποιούσαν συνεχώς και τη μέθοδο στέρησης ύπνου. Ο αγγλικός στρατός στην Ιρλανδία είχε κάνει εκτενή χρήση αυτών των μέσων στις αρχές της δεκαετίας του 1970, εναντίον των κρατουμένων που ανήκαν στον IRA (Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός). Ήδη χαρακτηρισμένη από την ευρωπαϊκή Επιτροπή ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως πρακτική βασανιστηρίων, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε αργότερα ότι η μέθοδος της «αισθητηριακής στέρησης» αποτελούσε πρακτική απάνθρωπης και ταπεινωτικής μεταχείρισης.

[7] Είναι σχεδόν βέβαιο ότι πρόκειται για την ίδια ομάδα αστυνομικών άμεσης δράσης της Πάδοβας οι οποίοι, σύμφωνα με μεταγενέστερες αποκαλύψεις του Salvatore Genova, αυτοαποκαλούνταν «Πολεμιστές της νύχτας».

[8] Σε συνέντευξη για τη σειρά ντοκιμαντέρ Il sequestro Dozier. Un’operazione perfetta. Η απαγωγή Ντόζιερ. Μια τέλεια επέμβαση, οι πρώην αστυνομικοί Danilo Amore και Carmelo Di Janni αναγνώρισαν ότι η ιστορία του Cesare Di Lenardo για τον ψεύτικο πυροβολισμό ήταν αληθινή.

[9] Οι αφηγήσεις των Savasta, Di Lenardo, Frascella, Libéra σχετικά με τη βία που υπέστη αναφέρονται πλήρως στην απόφαση του Δικαστηρίου της Πάντοβα της 15ης ιουλίου 1983.

[10] Το άρθρο του Pier Vittorio Buffa με τίτλο Il rullo confessore δημοσιεύτηκε στην L’Espresso στις 28 Φεβρουαρίου 1982. Το άρθρο του Luca Villoresi με τίτλο Αλλά υπήρχαν βασανιστήρια; εμφανίστηκε στην έκδοση της La Repubblica της 18ης μαρτίου 1982. Οι δύο δημοσιογράφοι συνελήφθησαν με εντολή της βενετικής δικαιοσύνης επειδή αρνήθηκαν να αποκαλύψουν την ταυτότητα των πηγών τους. Το άρθρο του Buffa περιέχει επίσης μια λίστα με άλλα περιστατικά βίας κατά συλληφθέντων για τρομοκρατία: Massimiliano Corsi, Stefano Petrella, Ennio Di Rocco, Luciano Farina, Lino Vai και Gianfranco Fornoni.

[11] Οι βερονέζοι δικαστές, με την απόφαση που εκδόθηκε στις 25 μαρτίου 1982, καταδίκασαν τους δημιουργούς και εκτελεστές της απαγωγής Dozier: Francesco Lo Bianco, Barbara Balzerani, Umberto Catabiani, Vittorio Antonini, Luigi Novelli, Remo Pancelli, Marcello Capuano, Pietro Vanzi, Cesare Di Lenardo, Alberta Biliato, Ruggero Volinia, Antonio Savasta, Emilia Libéra, Giovanni Ciucci, Emanuela Frascella, Armando Lanza και Roberto Zanca.

[12] Συνέντευξη του Giovanni Palombarini στην Il Manifesto της11 μαρτίου 1982.

[13] Στη συνεδρίαση της Βουλής της 22ας μαρτίου 1982, αρκετοί βουλευτές αναφέρθηκαν σε μυριάδες πράξεις βίας που ασκήθηκαν σε συλληφθέντες και κρατούμενους. Οι υποθέσεις που αναφέρονται, προφανώς εκτός από τις βενετικές, αφορούσαν τις συλλήψεις των Pietro Mutti, Anna Rita Marino, Giuseppe De Biase, Gianni Tonello, Giorgio Benfenati και Paola Maturi.

[14] Το αίτημα απευθύνθηκε στον Αντιπρόεδρο Giancarlo De Carolis από τους Salvatore Senese, Franco Ippolito και Edmondo Bruti Liberati, εκπροσώπους του Δημοκρατικού Δικαστικού Σώματος στο CSM.

[15] Σχετικά με τις μαρτυρίες των De Francisci και Improta, οι δικαστές της Πάντοβα έγραψαν: «με τις υπεκφυγές στις απαντήσεις και με την παραλειπόμενη συμπεριφορά τους σχετικά με την υποχρέωση έρευνας… επέδειξαν την ακριβή τους πρόθεση να υπερασπιστούν τους κατηγορούμενους και τις πράξεις τους» .

[16] Η απόφαση του Δικαστηρίου της Πάντοβα, Πρόεδρος Aliprandi, που εκδόθηκε στις 15 ιουλίου 1983, δημοσιεύτηκε στο Il Foro Italiano, μάιος 1984, τόμ. 107, Νο. 5, με σχολιασμό του Domenico Pulitanò. Η ποινή επιβλήθηκε στους αξιωματικούς του NOCS Danilo Amore, Carmelo Di Janni, Fabio Laurenzi και στον υπολοχαγό της ΙΙ μονάδας άμεσης δράσης Giancarlo Aralla μόνο για το επεισόδιο της παράνομης μεταφοράς στην ύπαιθρο και τον ψεύτικο πυροβολισμό του ταξιαρχίτη Di Lenardo. Επιπλέον, ο Amore αναγνωρίστηκε επίσης υπεύθυνος για ιδιωτική βία κατά της Emilia Libéra. Η αμνηστία που εκδόθηκε το 1990 διέγραψε την ποινή.

[17] Το 2013, οι δικαστές του Εφετείου της Περούτζια, αποδεχόμενοι το αίτημα για επανεξέταση της αμετάκλητης ποινής για το αδίκημα της συκοφαντίας, αναγνώρισαν ότι, το 1978, ο Ενρίκο Τριάκα βασανίστηκε.

[18] Σύμφωνα με τον ερευνητή Paolo Persichetti («8 ιανουαρίου 1982, όταν η κυβέρνηση Spadolini ενέκρινε τη χρήση βασανιστηρίων» στο Insorgenze, 30 mαρτίου 2012) η κυβέρνηση έδωσε το πράσινο φως στη χρήση βασανιστηρίων κατά τη διάρκεια μιας πολύ εμπιστευτικής συνόδου της Διυπουργικής Επιτροπής για την πληροφόρηση και την ασφάλεια (CIIS) στην οποία συμμετείχαν ο Πρωθυπουργός, Giovanni Spadolini, και οι υπουργοί Rognoni, Lagorio, Marchiora, La Malfa, Di Giesi και Altissimo.

[19] Το άρθρο του δημοσιογράφου Matteo Indice που περιείχε τη συνέντευξη με τον Salvatore Genova, με τίτλο Και η CIA ξαφνιάστηκε από τις μεθόδους μας, δημοσιεύτηκε στην Il Secolo XIX στις 24 ιουνίου 2007. Αυτό του Pier Vittorio Buffa, με τίτλο Έτσι βασανίζαμε τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, εμφανίστηκε στο L’Espresso της 5ης απριλίου 2012.

[20] ο Michele Galati, μέλος της βενετικής φάλαγγας των Ερυθρών Ταξιαρχιών, συνελήφθη τον δεκέμβριο του 1980. Στις 4 φεβρουαρίου 1982, έκανε τις πρώτες του αποκαλύψεις στον εισαγγελέα της Βενετίας. Ο Γκαλάτι υποστήριξε ότι, εδώ και κάποιο καιρό, συνεργαζόταν ήδη κρυφά με τον στρατηγό Dalla Chiesa και άλλους αξιωματικούς του Όπλου των Καραμπινιέρων με τους οποίους μιλούσε κατά τη διάρκεια των μετακινήσεων από τη φυλακή. Αποκάλυψε επίσης ότι, τον οκτώβριο του 1981, είχε ενημερώσει τον Dalla Chiesa ότι οι BR σκόπευαν να απαγάγουν έναν ανώτερο αξιωματικό των ΗΠΑ που εργαζόταν για το ΝΑΤΟ και υπηρετούσε στη Βερόνα ή στη Βιτσέντζα.

[21] Συνέντευξη του Giordano Fainelli στην εφημερίδα L’Adige στις 12 φεβρουαρίου 2012. Ο Salvatore Genova διηγήθηκε επίσης ότι ένα συνολικό ποσό 100 εκατομμυρίων λιρών δόθηκε σε ορισμένα «μετανοημένα» μέλη της Ερυθράς Ταξιαρχίας, χρήματα που ελήφθησαν από ένα αποθεματικό ταμείο του Υπουργείου Εσωτερικών.

[22] Οι σκέψεις περιέχονται στο βιβλίο των Giuliano Amato και Andrea Graziosi, Grandi illusioni. Ragionando sull’Italia, Μεγάλες Ψευδαισθήσεις. Σκεπτόμενοι την Ιταλία, il Mulino, 2013.

Benigno Moi

Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος    αέναη κίνηση

Προηγούμενο άρθρο

Οι έφηβοι πολίστες του ΝΟΘΑΚ στο δρόμο για την πρόκριση στην ημιτελική φάση του πρωταθλήματος Κ17

Επόμενο άρθρο

Floutsou interviews: Ο κρεοπώλης Νίκος Κεχαγιάς (video)