Κριτική για το βιβλίο του Διαμαντή Αξιώτη “Με χίλιους τρόμους γενναίος” των εκδόσεων “Κίχλη”
Ο καταξιωμένος πλέον συγγραφέας Διαμαντής Αξιώτης μας συναρπάζει για άλλη μια φορά με το τελευταίο του βιβλίο, μια καταπληκτική συλλογή διηγημάτων, που η άνιση γλώσσα της και η ανομοιογένεια του ύφους αποτελούν προσόν και όχι μειονέκτημα, όπως θα μπορούσε να έχει συμβεί.
Η γλώσσα προσαρμόζεται στο περιεχόμενο. Από καθημερινή, λιτή και σχεδόν τραχιά σε κείμενα όπως “Ο χορός του Βαρτάν” και τα “Λάφυρα” πετά στα μαγικά ύψη του διφορούμενου, του εκλεπτυσμένου, του συμβολικού στην “Αρχαία Κνήμη” τη γεμάτη διαχρονικούς παραλληλισμούς.
Ο τρόπος διήγησης μπορεί να οδηγήσει τον αναγνώστη με τρόπο στρωτό για ένα διάστημα σ’ ένα κατανοητό μονοπάτι, ή να τον εμπλέξει σε ένα αινιγματικό τρόπο παρουσίασης που απαιτεί διαισθητική προσέγγιση, και σε τελευταία ανάλυση απίστευτη προσοχή στο ανάγνωσμα, ώστε να συλληφθεί ο τρελός, μαγικός κόσμος που τυλίγει στην πραγματικότητα βιώματα που δεν έχουν τίποτα το εξωπραγματικό, παίρνουν όμως μια χροιά ονειρικού εφιάλτη, και σε ορισμένες περιπτώσεις θυμίζουν περισσότερο τον παραμορφωτικό φακό της κινηματογραφικής κάμερας που ρίχνει σε σύγχυση το θεατή τόσων φαινομενικά ετερόκλιτων πλάνων μονταρισμένων έτσι, ώστε να απαιτούν αγώνα για τη σύλληψη του νοήματος. Το νόημα όμως κάποιες φορές παραμένει άπιαστο όπως και ο αιώνιος παραλογισμός της ανθρώπινης κατάστασης.
Ο τίτλος διατηρεί μια μυστηριώδη γοητεία και η ερμηνεία της επιλογής του δεν είναι δυνατή αν δεν ολοκληρώσει κανείς την ανάγνωση των τόσο διαφορετικών κειμένων.
Η πηγή του τρόμου είναι φυσικά η ίδια η ζωή με τα πολυποίκιλα βιώματά της. Ο κίνδυνος που καραδοκεί μπορεί να είναι ο φυσικός θάνατος, η φτώχεια, το αναπόφευκτα απραγματοποίητο όνειρο αλλά και κάθε μορφή κοινωνικής κατακραυγής και εξευτελισμού ή γελοιοποίησης. Χρειάζεται πραγματικά μεγάλη δόση γενναιότητας για να αντιμετωπιστεί η εποχή μας και οι διαφορετικές καταστάσεις που αντιμετωπίζουν οι ήρωες των διηγημάτων. Η γενναιότητα όμως μπορεί να πάρει διαφορετικές μορφές και αυτό καταδεικνύεται μέσα από την ετερογενή συλλογή παραδειγμάτων ατομικής καταστροφής.
Ο συγγραφέας κινείται ανάμεσα στον ρεαλισμό και το νατουραλισμό αλλά συνήθως ο πρώτος κερδίζει. Είναι φανερή η αμφιθυμία του Αξιώτη απέναντι στο ανθρώπινο είδος, σε όλα του τα κείμενα. Η επιθυμία του να το αγαπήσει υποσκελίζεται από μια λανθάνουσα μισανθρωπία, φυσιολογικό υποπροϊόν της ευαισθησίας και των υπερβολικών απαιτήσεων μιας λαίμαργης ψυχής. Η σπαρακτική ιστορία της Βενίσας χρωματίζεται από τα κλισέ που διέπουν την ανθρώπινη σκέψη όπως αυτή εκφράζεται στις συνεντεύξεις και τα σχόλια του τύπου και τα οποία λειτουργούν ως αντικλίμακα.
Η αποτυχία σε κάθε της μορφή μοιάζει να είναι ο κεντρικός άξονας της συλλογής αυτής. Οι άνθρωποι κάνουν όνειρα αλλά παραδόξως τα όνειρα που διαλέγει να παρουσιάσει ο Αξιώτης είναι όλα εγωκεντρικά και σε τελευταία ανάλυση, ακόμη και αν πραγματοποιηθούν, έχουν ημερομηνία λήξης. Η δόξα της μπαλαρίνας, η αποθέωση και η δημοσιότητα που θα κερδίσει ένας αθλητής, η ηδονιστική ζωή που εξασφαλίζεται από το χρήμα διαρκούν όσο και τα νιάτα μας. Αυτό που ακολουθεί, ακόμη και σε περίπτωση επιτυχίας είναι μια δυσάρεστη προσγείωση, ένας συμβιβασμός, είναι η κάθοδος από τον Πήγασο που έχει καβαλήσει κάποιος στην αρχή. Και δεν κατεβαίνει ο αναβάτης από το μυθικό άλογο με τη θέλησή του. Το άλογο τον πετάει κάτω στη δεδομένη στιγμή.
Χαρακτηριστικό όλων των κειμένων είναι ο τρόπος που ο συγγραφέας κακομεταχειρίζεται σε τελευταία ανάλυση όλα τα πρόσωπα που παρελαύνουν στο έργο του. Τα σέβεται ως καλλιτεχνικά δημιουργήματα, τα “εκθέτει” ως αντιπροσώπους της ανθρώπινης ράτσας. Δεν είναι εύκολο να καταλάβεις τι αισθάνεται πραγματικά ο συγγραφέας, διότι δεν παίρνει ποτέ θέση. Παίρνει “συνέντευξη” ή “κινηματογραφεί”, με το ψυχρό μάτι αυτού που καταγράφει χωρίς να επιτρέπει στον εαυτό του συναισθηματική εμπλοκή.
Αυτή η ψυχρότητα του Αξιώτη είναι ένα από τα ισχυρότερα ατού του συγγραφέα. Προκαλεί, δημιουργεί σύγχυση, σοκάρει καμιά φορά αλλά δεν εκβιάζει ούτε το γέλιο ούτε το δάκρυ του αναγνώστη.
Όπως συνέβαινε και με τον μεγαλύτερο εκπρόσωπο του αμερικανικού ρεαλισμού, τον συγγραφέα Sinclair Lewis, οι ήρωες του Αξιώτη μπορεί να γεννήσουν το θαυμασμό, τον οίκτο, την περιέργεια, την αγανάκτηση αλλά ποτέ την βαθιά και ειλικρινή συμπάθεια του αναγνώστη. Πολύ συχνά τον αφήνουν απλώς σκεπτικό και κάποτε επικριτικό. Εννοείται ότι κάθε ταύτιση μαζί τους είναι αδύνατη, εκτός φυσικά από την περίπτωση ατόμου που βρέθηκε στην ίδια ακριβώς θέση. Τελείως ειρωνικά, ένα τέτοιο άτομο δεν θα ήταν ποτέ σε θέση να διαβάσει λογοτεχνία, και αν-τελείως τυχαία- το έκανε μάλλον δεν θα αναγνώριζε τον εαυτό του τις περισσότερες φορές. Μπορεί και να αγανακτούσε.
Ίσως ο στόχος του συγγραφέα, μπορεί και υποσυνείδητος, είναι να σαρκάσει την έλλειψη ιδανικών, την έλλειψη βάθους και ποιότητας στα ανθρώπινα συναισθήματα. Πάθος ναι, μπορεί να υπάρξει. Λαχτάρα μεγαλείου, αναζήτηση υπέρβασης είναι ανάγκες που ενδημούν στην ανθρώπινη ψυχή αλλά με τι φτωχά όπλα αγωνίζεται ο άνθρωπος να τις πραγματοποιήσει. Και πόσο ελάχιστα ικανοποιητικές αποδεικνύονται σε τελευταία ανάλυση οι ανθρώπινες σχέσεις! Πόσο σκληρά κακομεταχειρίζεται η ίδια η ζωή τα ανθρώπινα όντα! Πόσο αδυσώπητες είναι οι ιστορικές και κοινωνικές παράμετροι και πόσο εύκολα μπορούν να μετατρέψουν την ανθρώπινη ύπαρξη σε έρμαιο χωρίς ελπίδα!
Τελικά, αυτή η τραγικότητα αναδύεται μέσα από τις σελίδες των διηγημάτων της συλλογής μαζί με τις παράξενες, απαράδεκτες, κάποτε αδικαιολόγητα σκληρές και γελοίες αιτίες της.
Μπορούμε να πούμε ότι ο Διαμαντής Αξιώτης ξεπέρασε για άλλη μια φορά τον εαυτό του ως συγγραφέας και θρήνησε διακριτικά ως άνθρωπος την ανθρώπινη παρακμή.
Α. Χ. ΚΟΥΤΣΑΚΟΥ
Ιστορικός Τέχνης-Κριτικός