Χίλια εννιακόσια εξήντα πέντε….
Ο επιτάφιος με το άχραντο σώμα του μεγάλου αθάνατου νεκρού, πανστόλιστος με πασχαλιές και γιούλια και κάθε είδους ανοιξιάτικα πολύχρωμα λουλούδια, ακουμπά απαλά στο έδαφος. Το ανθρώπινο αργόσυρτο ποτάμι που ακολουθεί με αναμμένα κεριά στα χέρια, σταματά μπροστά στο στενό αδιέξοδο δρομάκι που βρίσκεται απέναντι από το τμήμα της χωροφυλακής.
Πιο πέρα, προς το τέρμα του αδιεξόδου, μέσα σε μια κάμαρα μιας διώροφης αγροτικής κατοικίας, ένα γερασμένο σώμα, καιρό τώρα σιγολιώνει πάνω στου πόνου το κρεβάτι. Βαριοχτυπημένο από εκείνη την ανίατη θανατική αρρώστια. Και μια ψυχή μέσα του. Μια ψυχή, που φτερουγίζει αδύναμα, σαν το μικρό πουλί που είναι ώρα πολλή στη ξόβεργα πιασμένο και που σιγά σιγά το εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του.
Δεκάδες χρόνια τώρα, βάφτιζε, πάντρευε, συνόδευε στην τελευταία αιώνια κατοικία τους, τους κατοίκους του χωριού του, τους συγχωριανούς του, και επιτελούσε με μεγάλη πίστη και περισσή ευλάβεια όλα τα καθήκοντά του ως ιερωμένος. Ο παπά Παράσχος. Του χωριού μου ο παπάς. Γεννημένος το χίλια οκτακόσια ενενήντα.
“Το μισό χωριό”, όπως συνήθιζε ο ίδιος να λέει αστειευόμενος και με ένα είδος περηφάνιας, “από τα χέρια μου πέρασε”. Ευλόγησε και ευχήθηκε δίχως καμιά διάκριση, και συμπαραστάθηκε στις δύσκολες στιγμές τους συντοπίτες του. Και διακόνησε χρόνια πολλά τη πίστη του Χριστού. Βάφτισε και πάντρεψε τους πατεράδες μας, τις μανάδες μας και τα μεγαλύτερα αδέλφια μας.
Βάφτισε και όλους εμάς. Όλα τα παιδιά της ηλικίας μου. Μικρά παληκαράκια και κοριτσόπουλα ήμασταν. Ίσα που είχαμε ξεκοπεί απ’τους μεγάλους, ίσα που άφησαν τα χεράκια μας των μανάδων μας τα χέρια. Και ήμασταν και εμείς εκεί. Ακολουθούσαμε και εμείς παρέες παρέες την πένθιμη, πορεία, την Άγια Περιφορά.
Εκατοντάδες φορές, ”βαπτίζεται ο δούλος του Θεού…”, “αρραβωνίζεται η δούλη του Θεού…”, και “χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει…” έψαλλαν τα χείλη του, ως που χτυπήθηκε από εκείνη την αρρώστια που δεν την ονομάτιζαν καν τα χρόνια εκείνα στο χωριό μου. Τρόμαζαν και μόνο στο άκουσμά της και γι αυτό:
“Κακιά αρρώστια”, την έλεγαν.
Κάτι λέει ο παπά Βασίλης στον κόσμο που ακολουθεί τον επιτάφιο κι όλοι σιωπούν. Σηκώνουν οι νέοι ξανά τον επιτάφιο και προχωρούν προς το στενάκι. Σταματούν μπροστά στο σπίτι του γέροντα παπά. Ένας ψίθυρος ακούγεται από τα χείλη των συγχωριανών. Σαν ύμνος, σαν προσευχή, σαν ευχαριστώ στον γέροντα πατέρα τους.
Ήταν το τελευταίο στον επιτάφιο προσκύνημα του παπά Παράσχου και η τελευταία μεταλαβιά του.
Λίγο καιρό μετά, άφησε την ύστατη πνοή του κι έσβησε το κεράκι του…
Μικρανήψι του εγώ, τον θαύμαζα και τον σεβόμουν….κι είχα και μια περηφάνια γι αυτή μου τη συγγένεια….
Τον θυμάμαι, θυμάμαι πως έτρεμε το χέρι του καθώς κρατούσε το δισκοπότηρο με τη Θεία κοινωνία…
Με κοιτούσε στα μάτια….
Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού….
Τετάρτη 15 Απριλίου 2020
Πενήντα πέντε χρόνια μετά.
*****
Ο παπά Παράσχος ταξίδεψε το χίλια εννιακόσια εξήντα πέντε…
Η τελευταία του κατοικία βρίσκεται στην μεγάλη αυλή του προφήτη Ηλία…
Κάτω από τα ελαιόδεντρα….