Στο μεταίχμιο φτάσαμε το βράδυ της Πέμπτης όσοι βρεθήκαμε στο θεατράκι του Συνδέσμου Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών προκειμένου να παρακολουθήσουμε την παράσταση «Πάλι καλά», που σκηνοθέτησε ο Παύλος Λεμοντζής βασιζόμενος πάνω στο κείμενο του Βασίλη Κατσικονούρη «Το μπουφάν της Χάρλεϋ ή Πάλι καλά…». Η σαραντάλεπτη διάρκεια της παράστασης ήταν τόση όση μας χρειαζόταν ώστε να αγγίξουμε το όριό μας χωρίς να αναλυθούμε σε κλάματα, παρακολουθώντας μια γνήσια Ελληνίδα μάνα (Λίλα Μπρουκάκη) να συνομιλεί νοερά με το σκοτωμένο γιο της. Παρά τη σύντομη χρονική διάρκεια το κείμενο είναι τόσο συμπυκνωμένο που καταφέρνει να ενσωματώσει αρκετά από τα οικογενειακά και κοινωνικά προβλήματα, που καθένας από εμάς μπορεί να αντιμετωπίζει στην καθημερινότητά του.
Στη σκηνή της αίθουσας συνυπήρξαν η Λίλα Μπρουκάκη, ο βουβός τσολιάς της προεδρικής φρουράς Στέλιος Καράμπελας, ενώ πέρασε στην αρχή και στο τέλος του έργου ερμηνεύοντας α-καπέλα με την υπέροχη φωνή της η Λένα Πασχαλίδου «Το δίχτυ» των Νίκου Γκάτσου και Σταύρου Ξαρχάκου. Στον τοίχο προβάλλονταν η φωτογραφία του κοινοβουλίου. Σ’ αυτό το πασίγνωστο περιβάλλον για τους Έλληνες, στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη έξω από τη Βουλή στο Σύνταγμα, τοποθετείται η δράση του έργου. Ο χρόνος; Όχι κάποια επέτειος, αλλά μια συνηθισμένη, βροχερή μέρα. Μια γυναίκα μόνη βαστώντας την ομπρέλα της, φτάνει έξω από το κουβούκλιο του φρουρού στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη. Εκεί, στέκει ακούνητος, αμίλητος υπερήφανος ο φρουρός, ένα ψηλό κι όμορφο παλικάρι, που δεν είναι άλλος από τον γιο της.
Ένας υποτυπώδης «διάλογος» ξεκινά μεταξύ των δύο, με τη μάνα να θέτει τόσο τις ερωτήσεις και πολλές φορές να δίνει και τις απαντήσεις που ίσως να ήθελε να δώσει ο γιος της, εάν βέβαια του επιτρεπόταν να μιλήσει. Μια μάνα, τυπική Ελληνίδα, που φτάνει στο μνημείο αγκαλιά με ένα τάπερ φαγητό για τον γιόκα της, το καμάρι της. Είναι η ευκαίρια της να του μιλήσει. Τόσα χρόνια στο ίδιο σπίτι κι όμως, καμία ουσιαστική επικοινωνία, μόνο πεταχτές κουβέντες και ύστερα γρήγορα το μπουφάν, καβάλα στη Χάρλεϋ και… δρόμο.
Τώρα ο γιος της είναι εκεί, ακίνητος, εγκλωβισμένος στο πόστο του, ακροατής ενός είδους κηρύγματος από τη μάνα του. Χωρίς να θέλει να τον συμβουλέψει, αυτή τη φορά η μάνα έχει έρθει για να πει την ιστορία της, ένα ζωντανό φλας μπακ. Για τα καπνοχώραφα της Μακεδονίας, απ’ όπου ξεκίνησε κάπου στις αρχές του ’60, για το γάμο της με τον πολλά υποσχόμενο και αρκετά μεγαλύτερό της δημόσιο υπάλληλο με τον σταθερό μισθό, για τους χορούς που πάντα της άρεσαν. Για τον Τζέιμς Ντιν, για τη νεολαία στην πόλη και τη διαδρομή της έως την Αθήνα. Κι όλα αυτά όχι σα μάνα, αλλά σαν μια κοπέλα, σα μια φίλη.
Τη δίψα της μάνας να ξεφύγει από το τρομακτικό παρόν της παρακολουθήσαμε ουσιαστικά επί σκηνής. Ένα παρόν που την πληγώνει, που δεν είναι τόσο χαρούμενο όσο νομίζουμε αρχικά. Αφού ο γιος που έφυγε από το στρατό λόγω μελαγχολίας, που έπεσε στην πρέζα, που μάλωνε τακτικά με τον πατέρα του και ξέφευγε από τα ζόρια καβαλώντας τη Χάρλεϋ και τρέχοντας στους δρόμους, δεν υπάρχει πια. Ύστερα από την τελευταία και πιο θυελλώδη διαμάχη με τον πατέρα, άρπαξε το μπουφάν του, ανέβηκε στη μηχανή του και όρμησε πάλι στο δρόμο. Ωστόσο λίγα μέτρα μακρύτερα από το σπίτι του άφησε τη στερνή πνοή του στην άσφαλτο. Έτσι, για τη μάνα, μόνο μια μυρωδιά, αυτή από το ματωμένο μπουφάν της Χάρλεϋ είναι πια ό,τι της έχει απομείνει…
Πάνω στο συγκλονιστικό κείμενο του Βασίλη Κατσικονούρη πάτησε ο Παύλος Λεμοντζής κάνοντας τη διασκευή και τη σκηνοθεσία έχοντας ως συνεργάτες του την αγαπημένη μας Λίλα Μπρουκάκη, τον ευθυτενή Στέλιο Καράμπελα, τη γλυκόφωνη Λένα Πασχαλίδου και τον Σπύρο Καλημιώτη στα φώτα και τον ήχο. Για μία ακόμη φορά ο Παύλος σεβάστηκε τους συνεργάτες του και τους θεατές του. Όπως με συνέπεια άλλωστε πράττει συνεχώς σε όλες τις δουλειές του. Τον ευχαριστώ ως μάνα ενός γιου που «Πάλι καλά» βρίσκεται σώος στο δωμάτιό του!
ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ