01/07/2016
Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, [σελίδες 228- 237].
ΑΠΛΩΣΑΜΕ ΣΤΑ ΚΡΕΒΑΤΙΑ ΜΑΣ· Ο ΖΟΡΜΠΑΣ έτριψε τά χέρια, ευχαριστημένος.
— Καλή ήταν η μέρα ετούτη, αφεντικό, είπε· και τί θά πει καλή; θάμέ ρωτήσεις: Γεμάτη! Γιά βάλε στό νου σου: τό πρωί ήμασταν στου διαόλου τή μάνα, στό μοναστήρι, και βάλαμε στό τσουβάλι τό γούμενο, τήν κατάρα του νά ‘χουμε! «Υστερα κατεβήκαμε στά λημέρια μας, βρήκαμε τήνκυρα-Μπουμπουλίνα, αρραβωνιαστήκαμε, νά και τό δαχτυλίδι. Μάλαμα πρώτης- είχε, λέει, ακόμα δυό εγγλέζικες λίρες, άπό εκείνες πού της είχε δώσει, στά τέλη του περασμένου αιώνα, ό εγγλέζος ναύαρχος· τις φύλαε, λέει, γιάτήν κηδεία της- και τώρα τις έδωκε, καλή της ώρα! του χρυσικού και τις έκαμε δαχτυλίδια. Μυστήριο ό άνθρωπος!
— Κοιμήσου, Ζορμπά, είπα- ησύχασε πιά, φτάνει. Αύριο έχουμε επίσημη τελετή· θά καρφώσουμε τόν πρώτο στύλο του εναέριου. Μήνυσα και στον παπα-Στέφανο νά ‘ρθει.
— Καλά έκαμες, αφεντικό, πολύ έξυπνα! Νά ‘ρθει ό τραγό-παπας, νά ‘ρθουν κι οί δημογέροντες, νά μοιράσουμε και κεράκια, νά τ’ ανάψουν, αυτά κάνουν εντύπωση· στερεώνουν τή δουλειά μας. Μήμέ κοιτάς έμενα· έγώ έχω δικό μου, ιδιωτικό θεό κι ιδιωτικό διάολο· μά ό κοσμάκης…
Γέλασε- δέν μπορούσε νά κοιμηθεί, τό μυαλό του ανέμιζε, όρθια φλόγα.
— Αιντε, μωρέ παππού μου! είπε σέ λίγο, άιντε, κι ό Θεός ν’ αγιάσει τά κόκαλα σου! Ήταν μουρντάρης κι αυτός και καπετάν Εναςσάν και μένα· κι όμως είχε πάει ό Θεομπαίχτης, στον Αγιο Τάφο κι είχε γίνει χατζής. Ό Θεός ξέρει τί σκοπούς είχε. Οταν γύρισε στό χωριό, ένας κουμπάρος του, κατσικοκλέφτης κι άχαΐρευτος, του κάνει: «Αχ, μωρέ κουμπάρε, δε μου ‘φερες ένα κομμάτι τίμιο ξύλο άπότόνΑγιο Τάφο! — Πώς δέ σου ‘φερα, κουμπάρε, είπε ό παμπόνηρος ό παππούς μου- εσένα νά ξεχάσω; Ελα βράδυ σπίτι, φέρε και τόν παπά νά κάμει αγιασμό, νά σου τό παραδώσω. Φέρε και κανένα ψητό γουρουνάκι, φέρε και κρασί, γιάτά καλορίζικα!»
»Γύρισε τό βράδυ ό παππούς σπίτι, έκοψε άπότή σαρακοφαγωμένη πόρτα του ένα κομμάτι ξύλο, τόσο δά, σάν ένα σπειρί ρύζι, τό τύλιξε στό μπαμπάκι, έσταξε κι άπό πάνω του λίγο λάδι και περίμενε. Σέ λίγο, νά σου κι έρχεται ό κουμπάρος μέτόν παπά και μέτό γουρουνάκι. Εβαλετό πετραχήλι του ό παπάς, έκαμε τόν αγιασμό, έγινε η παράδοση του τίμιου ξύλου, ρίχτηκαν στό γουρουνάκι. Έ λοιπόν, θάτό πιστέψεις, αφεντικό; Προσκύνησε ό κουμπάρος τό τίμιο ξύλο, τό κρέμασε στό λαιμό του, κι άπό τότε έγινε άλλος άνθρωπος. Αλλαξε. Πήρε τά βουνά, έσμιξε μέ τους αρματολούς και κλέφτες, έκαιγε τούρκικα χωριά, χιμούσε μέσα στά βόλια, ατρόμητος. Γιατί νά τρομάξει; Είχε απάνω του τό τίμιο ξύλο, μολύβι δέντόν έπιανε.
Εσκασε ό Ζορμπάς στά γέλια.
— Ολα είναι ιδέα, είπε. Πιστεύεις; μιά σκλήθρα παλιόπορτα γίνεται τίμιο ξύλο- δεν πιστεύεις; αλάκερος ό Τίμιος Σταυρός γίνεται παλιόπορτα.
Οπου κι αν άγγιζες τήν ψυχή του Ζορμπά, ξεπετιούνταν σπίθες.
— Πήγες ποτέ σου στον πόλεμο, Ζορμπά;
— Ξέρω κι έγώ; αποκρίθηκε και κατσούφιασε. Δέ θυμούμαι ποιόν πόλεμο;
— Νά, θέλω νάπώ, νά πολεμήσεις γιάτήν πατρίδα.
— Δέν αφήνεις αυτές τις κουβέντες, λέω έγώ; Περασμένες κουταμάρες, ξεχασμένες κουταμάρες.
— Κουταμάρες τις λές, Ζορμπά; Δέν ντρέπεσαι; Ετσι μιλάς γιάτήν πατρίδα;
Τέντωσε ό Ζορμπάς τό λαιμό, μέ κοίταξε. Ημουν κι έγώ ξαπλωμένος στό κρεβάτι κι άπό πάνω μου έκαιγε τό λυχνάρι- μέ κοίταξε πολληώραμέ αυστηρότητα- φούχτωσε τά μουστάκια του:
— Αψητο πράμα… είπε τέλος. Δασκαλικό κρέας, δασκαλικό μυαλό… Ο,τι και νά σου πώ, πάει χαμένο, καίνάμέσυμπαθάς, αφεντικό.
— Μά πώς; διαμαρτυρήθηκα· καταλαβαίνω, Ζορμπά, σου όρκίζουμαι, καταλαβαίνω!
— Ναί, καταλαβαίνεις με τό μυαλό. Λές: σωστό, στραβό-έτσι είναι, έτσι δέν είναι- έχεις δίκιο, δεν έχεις δίκιο. Μα τί βγαίνει μέ αυτό; Έγώ κοιτάζω τά μπράτσα σου, τά πόδια σου, τό στήθος σου την ώρα πού μιλάς· κι αυτά όλα ‘πομένουν βουβά- δέ λένε τίποτα. Σάνά μην έχουν αίμα. Άπό πού λοιπόν μπορείς νά καταλάβεις; Άπότό κεφάλι; Πφφ!
— Μωρέ, λέγε, Ζορμπά, μή μου τά στρίβεις! φώναξα γιάνάτόν ερεθίσω- θαρρώ, δέν πολυσκοτίζεσαι, αφιλότιμε, γιάτήν πατρίδα!
Θύμωσε, χτύπησε τη γροθιά του στον τοίχο, βρόντηξαν οί γκαζοτενεκέδες.
— Έγώ πού βλέπεις, φώναξε, καίμή μου τάλές έμενα αυτά, έγώ είχα κεντήσει μέτά μαλλιά μου τήν- Άγια-Σοφιά και τήν κρατούσα απάνω μου, κρεμασμένη άπότό λαιμό, κατάστηθα, χαϊμαλί. Ναί, μέ τις χερούκλες έτούτεςτήν είχα κεντήσει, μέτά μαλλιά μου έτούτα πού ‘ταν τότε μαύρα του κοράκου. Γύριζα μέτόν Παύλο Μελά, έγώ πού βλέπεις, στά μακεδονίτικα κατσάβραχα — λεβέντης, θεριό ώς έκεί πάνω, μέτά τσαπράζια μου, τάτουσλούκια μου, τά χαϊμαλιά, τις αλυσίδες, τά φυσεκλίκια, τά κουμπούρια. Ημουν όλο σίδερο κι ασήμι καί πρόκες, κι έτσι πού περπατούσα σήκωνα άχόσάνά περνούσε καβαλαρία. Νά, κοίτα έδώ, έδώ… κοίτα έδώ… κοίτα έδώ!
Ανοιξετό πουκάμισο του, πέταξε τό πανταλόνι του.
— Φέρε τό λυχνάρι έδώ! πρόσταξε.
Ζύγωσα μέτό λυχνάρι· τό αδύνατο ταγαριασμένο κορμί φωτίστηκε: βαθιές λαβωματιές, τρύπες άπό σφαίρες, κόσκινο τό κορμί του.
— Κοίταξε τώρα κι άπ’ έδώ!
Γύρισε πίστομα, μου ‘δειξετή ράχη του.
— Βλέπεις, άπό πίσω μήτε λαβωματιά… Κατάλαβες; Πάρε τώρα τό λυχνάρι πέρα!
Εβαλετό πανταλόνι του καίτό πουκάμισο, άνακάθισε στο στρώμα του.
— Κουταμάρες! έσκουξε αγριεμένος. Ντροπή! Μωρέ, πότε ό άνθρωπος θά γίνει άνθρωπος; Φορούμε πανταλόνια, κολάρα, καπέλα κι είμαστε ακόμα μουλάρια, λύκοι, αλεπούδες, γουρούνια. Εχουμε, λέει, θεού πρόσωπο! Ποιοί; Έμείς; Φτούστά μούτρα μας!
Ανέβαιναν στό κεφάλι του Ζορμπά τρομαχτικές θύμησες κι όλο κι αγρίευε. Μέσα άπότά σαλεμένα, κουφαλιασμένα δόντια του έβγαιναν ακατανόητες λέξες. Σηκώθηκε, άρπαξε τό κανάτι τό νερό, ήπιε, ήπιε, δροσίστηκε. Συνήφερε.
— Οπου κι αν μέ αγγίξεις, είπε βογγώ’ είμαι γεμάτος πληγές. Τί κάθεσαι καί μου τσαμπούνας γιά γυναίκες; Έγώ, σάν κατάλαβα πώς ήμουν άντρας αληθινός, ούτε γύριζα νά τις δώ. Κι αν γύριζα, τις άγγιζα μιά στιγμή, έτσι πηδηχτά, σάν κόκορας, κι έφευγα. «Τάβρωμοκούναβα, έλεγα, οίβρωμοπαπαδιές, θένενά μού ρουφήξουν τή δύναμη, φτούνά χαθούν!»
»Πήρα λοιπόν τό τουφέκι μου καί δρόμο! Μπήκα στ’ αντάρτικα, κομιτατζής. Μιά μέρα, κατά τό σούρουπο, τρύπωξα-σ’ ένα βουλγάρικο χωριό καί κρύφτηκα σ’ ένα στάβλο. Μέσα στό ίδιο τό σπίτι του Βούλγαρου του παπά, άγριου αιμοβόρου κομιτατζή. Εβγαζετή νύχτα τά ράσα, φορούσε τσοπάνικα, έπιανε τ’ άρματα καί τραβούσε κατά τά ελληνικά χωριά» τό πρωί γύριζε πίσω, ξημερώματα, πλένουντανάπό τις λάσπες καίτά αίματα κι έμπαινε στή λειτουργία. Τις μέρες εκείνες είχε σκοτώσει έναν Ελληνα δάσκαλο, απάνω στό στρώμα του, τήν ώρα πού κοιμόταν. Μπήκα λοιπόν στό στάβλο του παπά καί περίμενα. Ξάπλωσα τάπίστομα απάνω στην κοπριά, πίσω άπότάδυό βόδια, καί περίμενα. Οπου κατά τό βράδυ νά σου καί μπαίνει ό παπάς νά ταΐσει τά ζωντανά του· πέφτω απάνω του καίτόν σφάζω σάν αρνί. Του ‘κοψα τ’ αυτιά καίτά πήρα- έκανα, βλέπεις, συλλογή βουλγάρικα αυτιά- πήρα λοιπόν τ’ αυτιά του παπά κι έφυγα.
»Σέ λίγες μέρες έμπαινα πάλι στό ίδιο χωριό, μέρα μεσημέρι, κι έκανα τάχατε τόν πραματευτή- είχα αφήσει στό βουνό τ’ άρματα μου καί μπήκα στό χωριό ν’ αγοράσω ψωμί, αλάτι καί τσαρούχια γιάτά παλικάρια. Οπου, άπόξωάπό ένα σπίτι, βλέπω πέντε μαυροφορεμένα ξυπόλυτα παιδιά πού κρατιούνταν χέρι χέρικαί ζητιάνευαν. Τρία κοριτσάκια καίδυό αγοράκια-τό μεγαλύτερο θά ‘ταν ώς δέκα χρονών τό μικρότερο ήταν ακόμα μωρό καίτό κρατούσε στην αγκαλιά της η πρωτοκόρηκαίτό φιλούσε καίτό χάδευε νάμήν κλαίει. Δέν ξέρω πώς, Θεού φώτιση, μου ‘ρθεκαίτά ζύγωσα:
»— Ποιανού, είστε, βρέ παιδιά; τά ρωτώ βουλγάρικα.
»Τό μεγαλύτερο αγόρι σήκωσε τό μικρό του κεφαλάκι:
» — Του παπά, αποκρίθηκε, πού έσφαξαν προχτές στό στάβλο.
»Τά μάτια μου θόλωσαν η γης στριφογύρισε σα μυλόπετρα- ακούμπησα στον τοίχο, η γης στάθηκε.
» — Ζυγώστε, βρε παιδιά! είπα- έλατε κοντά μου. »Εβγαλαάπό το σελάχι μου τή σακούλα, γεμάτη λίρες τούρκικες και μετζίτια, γονάτισα κάτω, τ’ άδειασα καταγής.
» — Νά, πάρτε, φώναξα, πάρτε! πάρτε!
»Τά παιδιά ρίχτηκαν χάμω και μάζευαν με τά χεράκια τους τα μετζίτια και τις λίρες.
»— Δικά σας, δικά σας! φώναξα- πάρτε τα!
»Άφήκα και το πανέρι μου με τις πραμάτειες.
» — Ολα δικά σας, πάρτε τα!
»Κι εύτύςτό ‘βαλα στά πόδια- βγήκα άπό το χωριό, άνοιξα το πουκάμισο μου, έβγαλα τήν Άγια-Σοφιά πού ‘χα κεντήσει, τήν έσκισα, τήν πέταξα κι έτρεχα… έτρεχα…
»Κι ακόμα τρέχω!
Ό Ζορμπάς ακούμπησε στον τοίχο, στράφηκε και με κοίταξε:
— Ετσι γλύτωσα, είπε.
— Γλύτωσες άπότήν πατρίδα;
— Ναί, άπότήν πατρίδα, αποκρίθηκε ό Ζορμπάς μέ ήσυχη σταθερή φωνή.
Κι ύστερα άπό λίγο:
— Γλύτωσα άπότήν πατρίδα, γλύτωσα άπό τους παπάδες, γλύτωσα άπότά λεφτά, ξεκοσκινίζω. Οσο πάει και ξεκοσκινίζω- άλαφρώνω. Πώς νά σου τόπώ; Λευτερώνουμαι, γίνουμαι άνθρωπος.
Τά μάτια του Ζορμπά έλαμπαν, τό φαρδύ του στόμα γελούσε ευχαριστημένο.
Ύστερα άπό λίγη σιωπή, πήρε πάλι φόρα- η καρδιά του ξεχείλιζε, δεν μπορούσε νάτήν κάμει κουμάντο:
— Μιά φορά έλεγα: Έτούτος είναι Τούρκος και Βούλγαρος», έτοϋτος «Ελληνας. «Εχωέγώ κάμει πράματα γιάτήν πατρί-δα, αφεντικό, πού νά σηκώνεται ή τρίχα σου- έσφαξα, έκλεψα, έκαψα χωριά, ατίμασα γυναίκες, ξεκλήρισα σπίτια… Γιατί; Γιατί, λέει, ήταν Βούλγαροι, Τούρκοι. Ου νά χαθείς, παλιάνθρωπε, λέω συχνά στον εαυτό μου και τόν μουντζώνω-ου νά χαθείς, κουτεντέ! Εβαλα μαθές γνώση, κοιτάζω τώρα τους ανθρώπους και λέω: Έτούτος είναι καλός άνθρωπος, εκείνος κακός. Δέν πάει νά ‘ναι Βούλγαρος ή Ρωμιός; Τό ίδιο μού κάνει- είναι καλός, είναι κακός, αυτό μονάχα τώρα ρωτώ. Κι όσο γερνώ, ναί, μάτό ψωμί πού τρώγω, μου φαίνεται πώς θ’ αρχίσω κι αυτό νά μην τό ρωτώ. Μωρέ, δεν πάει νά ‘ναι καλός ή κακός! Ολους τους λυπούμαι, τό σπλάχνο μου σκίζεται, όταν δώ έναν άνθρωπο, κι άςκαμώνουμαι πώς δε μου καίγεται καρφί. Νά, λέω, κι ό φουκαράς ετούτος τρώει, πίνει, αγαπάει, φοβάται, έχει κι αυτός τό θεό του και τόνάντίθεό του, θάτά κακαρώσει κι αυτός και θά ξαπλωθεί τέζα στο χώμα, θά τόνε φαν τά σκουλήκια… Έ τον κακομοίρη! αδέρφια είμαστε όλοι… Κρέας γιάτά σκουλήκια!
»Κι αν είναι γυναίκα, ε, τότε πιά μου ‘ρχουνται, μάτό Θεό, τά κλάματα. Μέ πειράζεις κάθε τόσο η αφεντιά σου πώς αγαπώ τις γυναίκες- πώς, μωρέ, νάμήν τις αγαπώ; Πού ‘ναι αδύναμα πλάσματα, πού δέν ξέρουν τί τους γίνεται, πού αν τις πιάσεις άπότό βυζί, μεμιάς ανοίγουν όλα τάπορτέλα και παραδίνουνται;
»Έγώμιά φορά μπήκα πάλι σ’ ένα βουλγάρικο χωριό. Ενας άτιμος Ρωμιός δημογέροντας μέπρόδωκε, καίμέ μπλόκαραν στό σπίτι πού ‘χα κονέψει. Πετιούμαιστό δώμα, σούρνουμαιάπό στέγη σέ στέγη, ήταν νύχτα μέ φεγγάρι, πηδώ άπό ταράτσα σέ ταράτσα, σά γάτος, νά ξεφύγω. Μά μπάνισαν τόν ίσκιο μου, ανέβηκαν στις στέγες, μ’ έστρωσαν στό τουφεκίδι. Οπου, τί νά κάμω; γκρεμίζουμαι σέ μιαναύλή’ μιά Βουλγάρα πετιέται άπότήν αυλή όπου κοιμόταν, μέτήν πουκαμίσα της, μέ βλέπει, κάνει ν’ ανοίξει τό στόμα της νά φωνάξει, μά απλώνω τό χέρι, της κάνω «’Αμάν! Αμάν! Σώπα!» και τήν πιάνω άπότό στήθος. Χλόμιασε η γυναίκα, έγειρε. «Εμπα μέσα, μου κάνει σιγά. έμπα, νάμήμας δούνε…» Μπήκα μέσα, μου ‘σφιξετό χέρι: «Είσαι Ρωμιός; μου λέει. — Ναί, Ρωμιός· μήμέ προδώσεις». Τήν πήρα άπότή μέση, δέ μίλησε. Κοιμήθηκα μαζί της, κι η καρδιά μου έτρεμε άπότή γλύκα. Νά, έλεγα, νά, μωρέ Ζορμπά, αυτό θά πει γυναίκα, αυτό θά πει άνθρωπος! Βουλγάρα είναι ετούτη; Ρωμιά; άλαμπουρνέζα; Τό ίδιο κάνει, μπρε- άνθρωπος είναι, άνθρωπος. Δέν ντρέπεσαι νά σκοτώνεις; Φτού σου!
»Αύτά έλεγα, όσο ήμουνα μαζί της, στή ζεστασιά της· μα που νάμέ αφήσει η πατρίδα, η σκύλα η λυσσασμένη! Εφυγατό πρωί ντυμένος βουλγάρικα, πού μου τά ‘χε δώσει η Βουλγάρα η χήρα- έβγαλε άπότό σεντούκι και μου ‘δωκετά ρούχα του μακαρίτη του άντρός της καί μου φιλούσε τά γόνατα καίμέπαρακάλαενά ξαναγυρίσω.
»Ναί, ναί, τήν άλλη νύχτα ξαναγύρισα, πατριώτης βλέπεις, θεριό ανήμερο, ξαναγύρισα μ’ έναν τενεκέ πετρέλαιο κι έκαψα τό χωριό. Θά κάηκε κι αυτή η κακομοίρα. Τήν έλεγαν Λουντμίλα…
Ό Ζορμπάς αναστέναξε· άναψε ένα τσιγάρο, το ρούφηξε δυο φορές, τό πέταξε:
— Η πατρίδα, μου λές… Άκούς τις παπαρδέλες πού λέν τα χαρτιά σου… Έμενα ν’ άκούς- όσο θα υπάρχει πατρίδα, ο άνθρωπος θ’ απομένει θεριό, θεριό ανήμερο… Μα δόξα σοι ό θεός,» γλύτωσα, γλύτωσα, πάει! Και λόγου σου;
Δέν αποκρίθηκα. Ολατά προβλήματα πού μάχουμουν εγώ κόμπο κόμπονά λύσω στή μοναξιά μου, καρφωμένος στην καρέκλα, ό άνθρωπος αυτός τα ‘λυσε μέσα στα βουνά, στον καθαρό αγέρα, μέτό σπαθί του.
Εκλεισατά μάτια, απαρηγόρητος.
— Κοιμήθηκες, αφεντικό; έκαμε ό Ζορμπάς βαριεστισμένος-κι εγώ, ό κουτεντές, κάθουμαι και σου κουβεντιάζω!
Ξαπλώθηκε στό στρώμα του μουρμουρίζοντας και σέ λίγο τόν άκουσα νάρουχαλίζει.
Ολητή νύχτα δέν μπόρεσα νά κλείσω μάτι· ενα αηδόνι πού ακούστηκε γιά πρώτη φορά απόψε στην ερημιά μας, γέμισε τόν κόσμο πίκρα αβάσταχτη, και ξαφνικά ένιωσα τά μάτια μου νά τρέχουν.
Χαράματα σηκώθηκα, στάθηκα στην πόρτα και κοίταξα τή θάλασσα και τήγής, και μου φάνηκε σάνά ‘χε αλλάξει ό κόσμος σέ μιά νύχτα. Αντίκρα μου, απάνω στην άμμο, ένα άθλιο ακόμα χτες χαμαγκάθι είχε πετάξει μικροσκοπικά άσπρα λουλούδια, και στον αγέρα είχε χυθεί γλυκιά, μακρινή μυρωδιά άπό λεμονιές και πορτοκαλιές πού άνθισαν. Προχώρεσα· έκαμα λίγα βήματα στό νέο καταστόλιστο χώμα- δέν μπορούσα νάάποχορτάσωτό αιώνια άνανεούμενο θάμα. Αξαφνα άκουσα πίσω μου χαρούμενη κραυγή. Στράφηκα-μισόγυμνος ό Ζορμπάς είχε πεταχτεί απάνω, είχε σταθεί στην πόρτα και κοίταζε κι αυτός, συνεπαρμένος, τήν άνοιξη.
— Τί ‘ναι αυτό, αφεντικό! φώναξε σαστισμένος· μάτήν πίστη μου, βλέπω γιά πρώτη φορά τόν κόσμο. Τί θάμα είναι, αφεντικό, εκείνο τό μπλάβο πού κουνιέται έκεί πέρα; Πώς τό λένε: Θάλασσα; Θάλασσα; Και τούτο πού φοράει τήν πράσινη ποδιά μέτά λουλούδια; Γής; Ποιος μερακλής τά ‘καμε! Όρκίζουμαι, αφεντικό, πρώτη φορά τά βλέπω.
Τα μάτια του είχαν βουρκώσει.
— Έ Ζορμπά, του φώναξα, ξεμωράθηκες;
— Μή γελάς! Μάδέ βλέπεις; Έδώ μάς κάνουν μάγια, άφεντικό!
Τινάχτηκε όξω, άρχισε νά χορεύει, κυλίστηκε στή χλόη, σαν ανοιξιάτικο πουλάρι.
Ό ήλιος πρόβαλε· άπλωσα τις άπαλάμες μου νά ζεσταθούν. Φουσκοδεντριά, φουσκοστηθιά, άνοιγε κι ή ψυχή σά δέντρο, ένιωθες, ψυχή, κορμί είναι πλασμένα άπότήν ίδια ουσία.
Ό Ζορμπάς είχε τώρα σηκωθεί άπότό χορτάρι, μέτά μαλλιά γεμάτα δροσούλα και χώματα.
— Γρήγορα, αφεντικό! μου φώναξε· νά ντυθούμε, νά στολιστούμε- σήμερα έχουμε αγιασμό. Οπουνά ‘ναι, ό παπάς κι οι πρόκριτοι θά προβάλουν αν μάς δουν νά κυλιόμαστε στό χορτάρι, τί ντροπή γιάτήν εταιρεία! Φόρα λοιπόν τά κολάρα και τις γραβάτες! Φόρα τις σοβαρές μουτσούνες! Δέν πειράζει νάμήν έχεις κεφάλι- καπέλο νά ‘χεις, και φτάνει… Φτού σου, κόσμε!
Ντυθήκαμε, ετοιμαστήκαμε, έφτασαν οί εργάτες, πρόβαλαν οί πρόκριτοι.
— Κάνε υπομονή, αφεντικό, βάστα τά γέλια, μή γίνουμε ρεζίλι.
Μπροστά πήγαινε ό παπα-Στέφανος μέτά λιγδωμένα του ράσα και τις άπατες τσέπες. Στους αγιασμούς, στις κηδείες, στους γάμους, στά βαφτίσια, έριχνε μέσα στις καταβόθρες αυτές, ανάκατα, ό,τι τραταμέντο του ‘διναν, σταφίδες, κουλουράκια, μυζηθρόπιτες, αγγούρια, κεφτέδες, κόλλυβα, κουφέτα-και τό βράδυ η γριά παπαδιά έβαζε τά γυαλιά της και τάξέπλεχνε μασουλίζοντας…
Πίσω άπότόνπαπα-Στέφανο, οί πρόκριτοι: Ό Κοντομανολιός ό καφετζής, πού ήξερε άπό κόσμο, γιατί ‘χε πάει ώς τά Χανιά κι είχε δει τόν πρίγκιπα Γεώργιο- ό μπαρμπα-Άναγνώστης, μέτό κάτασπρο φαρδομάνικο πουκάμισο του, ήσυχος και χαμογελαστός. Σοβαρός, επίσημος, ό δάσκαλος, μέτή μαγκούρα του-και τελευταίος, μέ αργό, βαρύ περπάτημα, ό Μαυραντώνης- φορούσε μαύρο μαντίλι, μαύρο πουκάμισο, μαύρα στιβάνια. Χαιρέτησε μέ μισό χείλι, πικραμένος κι άγριος, και στάθηκε παράμερα μέτήν πλάτη γυρισμένη στή θάλασσα.
— Στ’ όνομα του Θεού! είπε ό Ζορμπάς μ’ επισημότητα. Μπήκε μπροστά, κι όλοι ακολούθησαν μέ θρησκευτική κατάνυξη.
Προαιώνιες θύμησες άπό μαγικές Ιερουργίες ξυπνούσαν μέσα στά χωριάτικα στήθη- όλοι είχαν τά μάτια τους στυλωμένα στον παπά, σάνά περίμεναν νά τον δουν νά παλεύει και να ξορκίζει αόρατες δυνάμες. Χιλιάδες τώρα χρόνια ό μάγος σήκωνε τα χέρια του, ράντιζε μέ την αγιαστούρα του τόν αγέρα, μουρμούριζε μυστηριώδη παντοδύναμα λόγια, και τα πονηρά δαιμόνια έφευγαν, κι έτρεχαν άπό τα νερά, άπότά χώματα, άπότόν αγέρα τ’ αγαθά πνεύματα βοήθεια του άνθρωπου.
Φτάσαμε στο λάκκο πού ‘χε ανοιχτεί πλάι στό γιαλό, γιάνά δεχτεί τόν πρώτο στύλο τουεναέριου- οί εργάτες ανασήκωναν ένα μεγάλο κορμό πεύκου, και τόν έστηναν όρθιο μέσα στό λάκκο- ό παπα-Στέφανος πέρασε τά πετραχήλια του, πήρε τήν αγιαστούρα, κι άρχισε αυστηρά, επιτιμητικά κοιτάζοντας τό στύλο, νά τερερίζει τό ξόρκι: «…και εδρασον αυτόν επί στερεάνπέτραν ην ουκ άνεμος ούχδδωρκαταβλάψαι ισχύσει… Αμήν!»
— Αμήν! φώναξε ό Ζορμπάς μέ βροντερή φωνή και σταυροκοπήθηκε.
— Αμήν! φώναξαν κι οί πρόκριτοι.
— Αμήν! κι οί εργάτες τελευταίοι.
— Ό Θεός νά ευλογεί τά έργα σας και νά σας δίνει του Αβραάμ και του Ισαάκ τ’ αγαθά! εύκήθηκε ό παπα-Στέφανος, κι ό Ζορμπάς παράχωσε στή φούχτα του ένα χαρτονόμισμα.
— Εχετήνευκή μου! μουρμούρισε ό παπάς ευχαριστημένος. Γυρίσαμε στην παράγκα, ό Ζορμπάς τράταρε κρασί καί σαρακοστιανά μεζεδάκια — χταπόδι, καλαμαράκι, βρεχτοκούκια, ελιές — κι υστέρα όλοι οί επίσημοι πήραν γιαλό γιαλό κι εξαφανίστηκαν. Η μαγική τελετή είχε πάρει τέλος.
— Καλά τά καταφέραμε! είπε ό Ζορμπάς κι έτριψε τις χερούκλες του.
Γδύθηκε, έβαλε τά ρούχα τής δουλείας, πήρε τήνάξίνα.
— Παιδιά, φώναξε στους εργάτες, εμπρός, στ’ όνομα του Θεού!
Ολητή μέρα εκείνη ό Ζορμπάς δέ σήκωσε κεφάλι- ρίχτηκε στή δουλειά μέ λύσσα. Κάθε πενήντα μέτρα άνοιγαν οί εργάτες λάκκους, κάρφωναν στύλους καί τραβούσαν μονοσκοίνι κατά τή βουνοκορφή. Μετρούσε ό Ζορμπάς, υπολόγιζε, έδινε διαταγές, μήτε έφαε, μήτε κάπνισε, μήτε ανάσανε όλη μέρα.
Παραδίνουντανάλάκεροςστή δουλειά του.
— Οί μισές δουλειές, μου ‘λεγε κάποτε, οί μισές κουβέντες, οί μισές αμαρτίες, οί μισές καλοσύνες έφεραν τόν κόσμο στά σημερινά χάλια. Φτάσε, μωρέ άνθρωπε, ως τήν άκρα, βάρα καίμή φοβάσαι! Πιο πολύ σιχαίνεται ό Θεός τόμισοδιάολο παρά τόνάρχιδιάολο!
Τό βράδυ, σά σκόλασε, ξάπλωσε στην αμμουδιά ξεθεωμένος.
— Έδώθά κοιμηθώ, είπε, νά περιμένω πότε νά ξημερώσει νά ξαναπιάσουμε δουλειά. Θά βάλω βάρδιες νά δουλεύουν καί, τή νύχτα.
— Μά γιατί τόση βιάση, Ζορμπά;
Δίστασε λίγο.
— Γιατί; Νά, θέλω νά δω αν πέτυχα τήν κλίση. Αν δεν τήν πέτυχα, μας πήρε ό διάολος, αφεντικό. Κι όσο γρηγορώτεραδώ πώς μας πήρε ό διάολος, τόσο τό καλύτερο! Εφαγε βιαστικά, αρπαχτά, καί σέ λίγο τό ακρογιάλι αντιλαλούσε άπότόρουχαλητό του. Κι έγώ κάμποση ώρα έμενα άγρυπνος παρακολουθώντας στον άλαφρογάλαζο ουρανό τ’ αστέρια- έβλεπα άλάκεροτόν ουρανό αγάλια νά κουνιέται συνάστερος, καίτό καύκαλο του κεφαλιού μου σά θόλος αστεροσκοπείου κουνιόταν κι αυτό παρακολουθώντας τ’ αστέρια.«Περισκοπείν άστρων δρόμους ώσπερ συμπεριθέοντα» — κοίταζε τήν πορεία τών άστρων σάνά περιστρέφεσαι καί συ μαζί τους… Η φράση αυτή του Μάρκου Αυρήλιου γέμισε τήν καρδιά μου αρμονία.
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος