Dark Mode Light Mode

Πέρα από το κατώφλι της πανδημίας

Οι δεσμοί μεταξύ του φιλελευθερισμού και της νέας δεξιάς, με όλο το φορτίο εμμονών στην ταυτότητά τους, παραμένουν ως επί το πλείστον σκοτεινιασμένοι. Ωστόσο, δεν λείπουν λεπτομερείς αναλύσεις που δείχνουν πρώτα απ’ όλα ότι σε εκείνες τις πολιτικές κουλτούρες δεν υπάρχει κάποια στρατηγική διαφυγής-εξόδου από τον καπιταλισμό.

Και που καλούν να θεωρήσουμε τον ρατσισμό, από τον οποίο τρέφονται, όχι ως ένα κακό συναίσθημα των αγενών ξυρισμένων στη ρίζα, κοινώς γουλί, αλλά ως μια διαδικασία της οποίας οι ρίζες συνδέονται βαθιά με την αποικιοκρατία και την εξορυκτικότητα. Εν τω μεταξύ, μπροστά στη δύναμη του φιλελευθερισμού και των νέων λαϊκισμών, αυξάνεται η αίσθηση της ανησυχίας. Εξάλλου, η πανδημία αποκάλυψε βάναυσα την ανικανότητα της πολιτικής βούλησης.

Φαίνεται ότι δεν υπάρχουν πολιτιστικοί και πολιτικοί ορίζοντες ώστε να αρπαχθούμε επάνω τους για να περπατήσουμε σε διαφορετικές κατευθύνσεις κάθε ημέρα. «Αυτό που βλέπουμε πέρα ​​από το κατώφλι της πανδημίας είναι μάλλον ένας τοίχος που μπερδεύει και ταπεινώνει τις δυνατότητες της φαντασίας μας … – γράφει ο Franco Berardi Bifo στη νέα κριτική του απεικόνιση στην κατάληξη του βιβλίου Πώς διαχειρίζεται ο ναζί Come si cura il nazi, κείμενο που επέστρεψε στα βιβλιοπωλεία τριάντα χρόνια μετά την πρώτη εκτύπωση – Αυτός ο τοίχος δεν θα διαλυθεί παρά μόνο εγκαταλείποντας το μοντέλο της συσσώρευσης, του κέρδους, της ατομικής ιδιοκτησίας και της ανάπτυξης, μοντέλο που κατέστησε την ανθρωπότητα ομοιογενή μόνο επειδή την προορίζει ομοιογενώς προς εξαφάνιση…”

10 ottobre: festa del collettivo Arbegnuoc Urbani a Casa Bettola Casa Cantoniera Autogestita di Reggio Emilia per un anno di guerriglia odonomastica. Una giornata di studio e canti per legare la lotta contro il colonialismo alle pratiche antifasciste di oggi, 10 Οκτωβρίου: γιορτή της κολεκτίβας Arbegnuoc Urbani στην Casa Bettola Αυτοδιαχειριζόμενη Casa Cantoniera του Reggio Emilia για έναν χρόνο οδονομαστικού ανταρτοπόλεμου. Μια ημέρα σπουδών και τραγουδιών για να συνδέσουμε τον αγώνα κατά της αποικιοκρατίας με τις σημερινές αντιφασιστικές πρακτικές (Ph Simone Armini)

Η εμπειρία που είχαμε τις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα μας υποχρεώνει να αναθεωρήσουμε την περιοδικοποίηση του περασμένου αιώνα. Έχουμε συνηθίσει να πιστεύουμε ότι στον εικοστό αιώνα διεξήχθη μια γιγαντιαία μάχη στην οποία ξεχωρίζουν τρεις κύριοι παράγοντες, παίκτες: ο κομμουνισμός, ο φασισμός και η δημοκρατία. Αυτή η οπτική της ιστορίας του εικοστού αιώνα είναι θεμιτή, αν λάβουμε κατά νου την άποψη των χρόνων Εξήντα, της ένδοξης τριακονταετίας κατά τα οποία η μπουρζουαζία και η εργατική τάξη πραγματοποίησαν μια προοδευτική συμμαχία. Αλλά αφ’ ότου, το 1973, πραγματοποιήθηκε ένα ναζιστικό πραξικόπημα εναντίον του Χιλιανού προέδρου Σαλβαδόρ Αλιέντε με την ενεργό συνεργασία του υπουργού Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, και την επιστημονική συμβουλευτική των οικονομολόγων της σχολής του Σικάγο, απ’ όταν αυτό το πραξικόπημα άνοιξε διάπλατα το δρόμο για την κατ’ αρχήν τοπική, στη συνέχεια δυτική, μετά παγκόσμια επικράτηση της καπιταλιστικής απολυταρχίας, αυτοαποκαλούμενης φιλελεύθερη δημοκρατία, τα πράγματα άρχισαν να παρουσιάζονται κάτω από ένα διαφορετικό φως.

Υπό το νέο πρίσμα μου φαίνεται πως βλέπω ότι οι παίκτες δεν ήταν ποτέ τρεις, αλλά πάντα δύο: η απόλυτη κυριαρχία του κεφαλαίου (σε δημοκρατικές-φιλελεύθερες μορφές ή σε εθνικο-σουπρεματιστικές μορφές) είναι ο πρώτος παράγοντας, ο δεύτερος είναι η εξισωτική αυτονομία της κοινωνίας, το κίνημα της εργασίας ενάντια στην εκμετάλλευση. Φυσικά, είναι αλήθεια ότι ο ναζισμός και η φιλελεύθερη δημοκρατία συγκρούστηκαν μεταξύ τους στον πιο αιματηρό πόλεμο, και είναι αλήθεια ότι από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μετά η φιλελεύθερη δημοκρατία χρειάστηκε να ενσωματώσει οικονομικές και πολιτιστικές μορφές του σοσιαλισμού. Σίγουρα, τα τριάντα χρόνια της σοσιαλδημοκρατικής συμμαχίας μεταξύ του προοδευτικού κεφαλαίου και του συνδικαλιστικού και πολιτικού κινήματος των εργαζομένων υπήρξαν μια μακρά παρένθεση περιορισμού των ζωικών ενστίκτων του καπιταλισμού. Αλλά δεν ήταν παρά μόνο μια παρένθεση, και αμέσως μόλις το κεφάλαιο είδε τον κίνδυνο εξάπλωσης της εργατικής εξουσίας, και της ισότιμης κοινωνικής αυτονομίας, το ένστικτό του εκδηλώθηκε με τον μόνο τρόπο που μπορούσε να εκδηλωθεί: αποκαθιστώντας το ατσάλινο σύμφωνο-συμμαχία με τον ναζισμό.

Η αντίθεση μεταξύ της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του επιθετικού ηγεμονισμού, η οποία φαίνεται πολύ έντονη στα χρόνια της προεδρίας του Τραμπ, δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτα περισσότερο από μια μάλλον εφήμερη σκηνοθεσία. Σίγουρα οι ψηφοφόροι του Τραμπ ή του Σαλβίνι, [ή του Μητσοτάκη] αισθάνονται ταπεινωμένοι από την οικονομική βία του χρηματοπιστωτικού απολυταρχικού κεφαλαίου. Δεν υπάρχει όμως κάποια στρατηγική διαφυγής από τον καπιταλισμό στον ηγεμονισμό της δεξιάς, και μάλιστα εκείνοι που αυθαίρετα αυτοπροσδιορίζονται ως «λαϊκιστές» μια φορά στην κυβέρνηση ακολουθούν πολιτικές πλήρους εξάρτησης από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, φορολογικών περικοπών για τους πλούσιους, πλήρους ελευθερίας κινήσεων επί του εργατικού δυναμικού.

Πιστεύω ότι δεν έχει επιχειρηθεί ποτέ μια τολμηρή ανάλυση αυτού που ενώνει βαθιά τον ναζισμό και τον νεοφιλελευθερισμό, γλυκανάλατη και διφορούμενη λέξη με την οποία εννοούμε την απολυταρχία του κεφαλαίου.

Ο λεγόμενος «νεοφιλελευθερισμός» πράγματι επιβεβαιώνει ότι η οικονομική δυναμική είναι ανεξάρτητη από τον νομικό κανόνα, αυτόνομη, επειδή ο νόμος της φυσικής επιλογής δεν μπορεί να περιοριστεί από καμία πολιτική βούληση. Φυσικά, σε αυτόν τον αλαζονικό ισχυρισμό υπάρχει ένας πυρήνας επιστημονικής αλήθειας που η αριστερά γενικά έχει υποτιμήσει, και ονομάζεται κοινωνικός δαρβινισμός. Αλλά ακριβώς σε αυτόν τον πυρήνα της επιστημονικής αλήθειας, που μπορεί να αναχθεί στη φόρμουλα «στη φυσική εξέλιξη επικρατεί ο ισχυρότερος, ή μάλλον ο πιο κατάλληλος στο περιβάλλον», βρίσκεται ο λόγος μιας αντικειμενικής συμμαχίας μεταξύ νεοφιλελευθερισμού και ναζιστικής ορμής που ποτέ δεν ακυρώθηκε οριστικά.

Πώς μπορούμε να αρνηθούμε την αλήθεια της εξελικτικής υπόθεσης, η οποία είναι βασικά μια καθαρή και απλή αληθοφάνεια, μια αυτονόητη αλήθεια; Η προφανής παρατήρηση ότι ο ισχυρότερος κερδίζει μεταφράζεται σε μια πολιτική στρατηγική ως αποτέλεσμα ενός παραλογισμού, λήθης ή ψεύδους. Απλώς παραλείπεται το γεγονός ότι ο ανθρώπινος πολιτισμός θεμελιώνεται ακριβώς στον ανοιχτό χώρο με το άλμα από τη φύση στη σφαίρα του πολιτισμού. Και παραλείπεται το γεγονός πως ο Δαρβίνος ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι επεκτείνει το επεξηγηματικό του μοντέλο στην ανθρώπινη κοινωνία. Και όντως ο ανθρώπινος πολιτισμός βρίσκεται σε ακραίο κίνδυνο αυτή τη στιγμή, μετά από σαράντα χρόνια νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας, συστηματικής καταστροφής του πλανητικού περιβάλλοντος, κοινωνικής εξαθλίωσης και αποσύνθεσης, φθοράς, παρακμής των υποδομών της δημόσιας ζωής.

Σε αυτήν την εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση για τον ίδιο τον ανθρώπινο πολιτισμό, σε μια εποχή που η διάσταση της πολιτικής ελευθερίας εξαφανίζεται στα ολοένα και σφιχτότερα πλέγματα του τεχνικού αυτοματισμού και του καπιταλιστικού απολυταρχισμού, να που αναδεικνύεται ξανά ο θυμωμένος υποκειμενισμός, κάποτε ευφορικός και σήμερα καταθλιπτικός, άλλοτε υστερικός και σήμερα παράφρων που μόνο με τίμημα μιας (συγχωρητέας) ανακρίβειας μπορούμε να ονομάσουμε «φασισμό”.

Συνεπώς αναδιαμορφώνεται και η σχέση μεταξύ φασισμού και ναζισμού. Ήδη στον εικοστό αιώνα, ο ναζισμός υπήρξε η οργανωμένη εκδήλωση μιας θέλησης επικυριαρχικής ισχύος, η έκφραση ενός πολιτισμού που θεωρούσε τον εαυτό του ανώτερο για ιστορικούς, εθνοτικούς, αλλά και πολιτιστικούς και τεχνικούς λόγους. Ο ναζισμός, όπως και ο λεγόμενος «νεοφιλελευθερισμός», είναι έκφραση της αλαζονείας των νικητών. Ο φασισμός του εικοστού αιώνα είχε ένα διαφορετικό χαρακτήρα, επειδή ήταν έκφραση, άλλοτε μίζερη, άλλοτε θυμωμένη, ενός πολιτισμού που θεωρούνταν κατώτερος (οι Ιταλοί και η μεσογειακοί γενικότερα κατείχαν μια ενδιάμεση θέση μεταξύ της εκλεγμένης φυλής και των αποφασιστικά κατώτερων λαών, μέσα στο ρατσιστικό φαντασιακό του Τρίτου Ράιχ).

Η τεχνική και οικονομική δύναμη της Χώρας του Μουσολίνι δεν ήταν συγκρίσιμη με την ισχύ των «δημοπλουτοκρατικών» Χωρών, και ούτε της Γερμανίας του Krupp και του Thyssen. Ομοίως, στο νεοαντιδραστικό κίνημα του 21ου αιώνα πρέπει να διαχωρίσουμε τον ναζισμό των νικητών, που ενσαρκώνεται ιδιαίτερα στην κουλτούρα της τεχνοοικονομικής τάξης, από τον Φασισμό των ηττημένων. Ο ρατσισμός και η ξενοφοβία εκδηλώνονται με διαφορετικούς τρόπους στην κουλτούρα των ναζί-φιλελεύθερων νικητών και σε αυτήν των ηττημένων επικυριαρχικών και φασιστοειδών. Για αυτούς τους τελευταίους είναι βούληση αποκλεισμού, απόρριψης αν όχι εξόντωσης, ενώ νέα κύματα μετανάστευσης προκαλούνται συνεχώς από τους πολέμους, την δυστυχία, από τις περιβαλλοντικές καταστροφές που προκαλούνται από την περασμένη και παρούσα αποικιοκρατία..

Οι νικηφόροι ναζί-φιλελεύθεροι κοιτάζουν ευνοϊκά τις μεταναστεύσεις, εφόσον οι μετανάστες δεν έχουν την απαίτηση να εγκαθίστανται στις υψηλές συνοικίες, και αποδέχονται τις συνθήκες εργασίας που τους επιβάλλονται από τους ανεκτικούς φιλελεύθερους α λα Benetton. Για τα φασιστοειδή της ταυτότητας των προαστίων, οι μετανάστες αποτελούν ένα παράγοντα ανταγωνισμού στην εργασία και έναν καθημερινό κίνδυνο. Η δημοκρατική-φιλελεύθερη άρχουσα τάξη κηρύττει την ανεκτικότητα, αλλά χτίζει κατοικίες για μετανάστες στα φτωχά προάστια, σίγουρα όχι στα Parioli ή στη via Montenapoleone. Για το λόγο αυτό, ο ρατσισμός ριζώνει στους άθλιους των προαστίων, ενώ στις υψηλές συνοικίες η Φιλιππινέζα υπηρέτρια αντιμετωπίζεται με ευγένεια.

Ο ρατσισμός δεν είναι ένα κακό συναίσθημα των αγενών ξυρισμένων στο κεφάλι ανθρώπων που βρίσκονται στα γήπεδα να φωνάζουν δίχως νόημα συνθήματα, αλλά κάτι πολύ πιο βαθύ και πολύ πιο οργανικό: έχει τις ρίζες του στην ιστορία αιώνων αποικισμού, σκλαβιάς, εξόρυξης πόρων των αποικισμένων Χωρών. Και αυτή η ιστορία δεν έχει τελειώσει με τίποτα.

Η αισχρή φιγούρα του Marco Minniti, για παράδειγμα, είναι μια τέλεια σύνθεση του αποικιοκρατικού ρατσισμού και της αδίστακτης τάσης για εξόντωση που ήταν χαρακτηριστικό των ναζί. Η φιγούρα αυτού του σταλινικού παθιασμένου με τις μυστικές υπηρεσίες, που πηγαίνει στις βορειοαφρικανικές αποικιακές χώρες για να διαπραγματευτεί με τις τοπικές εγκληματικές συμμορίες τις πολιτικές επαναπροώθησης, πνιγμού, παράδοσης, φυλάκισης, βασανιστηρίων, σκλαβιάς και μετά να επιστρέφει θριαμβευτικά στη Ρώμη για να λάβει το χειροκρότημα του πλήθους που υποστηρίζει τη λίγκα του βορρά και των ενωμένων δημοκρατών, δεν είναι ίσως η απόδειξη του γεγονότος ότι ο ναζί δεν είναι πλέον οριοθετημένος: ναζί είναι η πλειοψηφία του ευρωπαϊκού πληθυσμού που δεν θέλει να μάθει τίποτα για το Ολοκαύτωμα που λαμβάνει χώρα σε όλο το αρχιπέλαγος των στρατοπέδων συγκέντρωσης για μετανάστες που η ευρωπαϊκή Ένωση βοηθά να χρηματοδοτήσει σε όλο το τόξο της Μεσογείου, όπως ο πολωνικός πληθυσμός δεν ήθελε να ξέρει τι υπήρχε πίσω από τους τοίχους του στρατοπέδου του Άουσβιτς.

Και όταν ο Μάριο Ντράγκι ευχαριστεί τις αρχές της Λιβύης και εκφράζει την ικανοποίησή του για τον τρόπο με τον οποίο μπόρεσαν να περιορίσουν τη μετανάστευση, δείχνει έναν κυνισμό που είναι ουσιαστικά ρατσιστικός. Αλλά η μεγάλη πλειοψηφία του ιταλικού και του ευρωπαϊκού πληθυσμού, και ευρωπαίου αναγνωρίζει τον εαυτό του σε αυτόν τον κυνισμό. Δεν είναι δυνατόν να χειραφετηθεί κάποιος από τον ρατσισμό αν δεν αναγνωριστεί το γεγονός πως η μιζέρια των Χωρών του Νότου είναι προϊόν της λευκής εκμετάλλευσης, και ότι αυτή η δυστυχία θα συνεχίσει να προκαλεί μιζέρια, απόγνωση, μετανάστευση μέχρι οι συνέπειες της αποικιοκρατίας και του εξορυκτισμού λάβουν τέλος. Αλλά η άρση αυτών των συνεπειών δεν θα είναι δυνατή όσο η απολυταρχία του κεφαλαίου συνεχίζει να είναι η γενική μορφή της παγκόσμιας οικονομίας. Ίσως λοιπόν να μην είναι ποτέ δυνατή.

Πριν από τριάντα χρόνια αναρωτιόμουν πώς είναι δυνατόν να θεραπεύσουμε τους ναζί, να τους φροντίσουμε. Τώρα φαίνεται ότι πρέπει να πω ότι ήταν ο ναζί που μας φρόντισε, για να μας θεραπεύσει από τη μόλυνση που μας έκανε, μας καθιστούσε ανθρώπους, ανθρώπινους. Σε σημείο που αν κάποτε πιστεύαμε ότι δεν θα δεχόμασταν να ζήσουμε με τον φασισμό, ποτέ, τώρα μπαίνουμε στον πειρασμό να αναρωτηθούμε αν ο φασισμός θα θέλει να συζήσει μαζί μας.

Η εμπειρία της πανδημίας ολοκληρώνει την ιστορία της νεωτερικότητας, συγχέει τους ίδιους τους όρους των πολιτικών αντιπολιτεύσεων του εικοστού αιώνα και αποκαλύπτει βάναυσα την αδυναμία της πολιτικής βούλησης όταν αυτή έχει να αντιμετωπίσει και να λογαριαστεί με τη χαοτική εξάπλωση-ανάπτυξη, όπως όταν πρέπει να λογαριαστεί με τη δύναμη των τεχνικών αυτοματισμών.

Ταυτόχρονα, η πανδημία έχει ανοίξει τη θέα του ορίζοντα της μετά τον εικοστό αιώνα εποχής, έναν ορίζοντα στον οποίο δεν βλέπουμε μαύρα σύννεφα ή ήλιο να δύει ή να ανατέλλει ξανά. Αυτό που βλέπουμε πέρα ​​από το κατώφλι της πανδημίας είναι μάλλον ένας τοίχος που μπερδεύει και ταπεινώνει τις ικανότητες της φαντασίας μας, ένα τοίχο ενάντια στον οποίο η συνειδητή δράση των γυναικών και των ανδρών μοιάζει προορισμένη να συγκρουστεί βίαια, ανάμεσα στη βία ενός οικονομικού μοντέλου που έχει εξαντλήσει τους σωματικούς και ψυχικούς πόρους και την παράφορη βία της πολιτικής εμμονικής από την ανικανότητα.

Αυτός ο τοίχος δεν θα διαλυθεί αν δεν εγκαταλείψουμε το μοντέλο της συσσώρευσης, του κέρδους, της ατομικής ιδιοκτησίας και της ανάπτυξης, μοντέλο που έχει καταστήσει την ανθρωπότητα ομοιογενή μόνο και μόνο επειδή την έχει ομοιογενώς προορίσει στην εξαφάνιση.

Ο κομμουνισμός επιστρέφει στο κέντρο της σκηνής, αλλά προς το παρόν επιστρέφει στο κέντρο ως απουσία, ως αδιανόητος, αφάνταστος, ανέκφραστος. Είναι επομένως ζήτημα να τον επινοήσουμε από την αρχή, ξανά, όχι πλέον σύμφωνα με τις πολιτικές μορφές του πειθαρχικού κολεκτιβισμού, αλλά σύμφωνα με τις αισθητικές μορφές της ολιγαρκούς ευαισθησίας. Αλλά αυτό είναι ένα θέμα που ξεπερνά τα όρια αυτού του βιβλίου, και ίσως ακόμη και τις δυνάμεις του εξαντλημένου συγγραφέα του..

18 Μαρτίου 2021,

150η επέτειος
της Παρισινής Κομμούνας

ΜΙΧΑΛΗΣ ‘ΜΙΚΗΣ’ ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

Προηγούμενο άρθρο

Κυριακή - φωτιά με σούπερ ντέρμπι σε όλα τα μεγάλα πρωταθλήματα

Επόμενο άρθρο

Θεανώ Φωτίου: «Το κοινωνικό κράτος δύο χρόνια υποφέρει»