Dark Mode Light Mode

Ποίηση διεκδικούσα Νόμπελ

Δημοτικό έργο …γκραν γκινιόλ

 

Λυσσομανάει ο άνεμος μες το βαθύ σκοτάδι

κι οι πύλες λες πως άνοιξαν του ερεβώδους Άδη.

Βρέχει τουλούμια ο Θεός, αστράφτει και βροντάει

κάποιο σκυλί στη γειτονιά αγρίως αλυχτάει

 

Μια πόρτα κάπου έκλεισε κι έσπασε ένα τζάμι

του τρόμου απλώθηκε παντού το φοβερό πλοκάμι.

Μοιάζει με θρίλερ η βραδιά, με γκραν γκινιόλ ταινία

λες κι οι βρικόλακες θα βγουν στην άλλη τη γωνία

 

Όλ’ η Καβάλα ξαγρυπνά κρύος ιδρώτας τρέχει

την πλάτη όλη διαπερνά, το σώβρακό μας βρέχει

Πάει να σπάσει η καρδιά από την αγωνία

-ας είναι όνειρο ρε συ αυτή η μαλακία-

 

Κι όπως τα γόνατα λυγούν και τρέμουν απ’ το φόβο

και να τη βγάλω καθαρός μάλλον χλωμό το «κόβω»

μία κραυγή ακούγεται, τρομακτική Ερινύα

που φτάνει μέχρι το Κογκό και την Αββησινία

 

Όλοι αναγνωρίζουνε την τρομερή τσιρίδα

που σπάει καθρέφτες, κρύσταλλα, σφίγγει την καρωτίδα

Απ’ τ’ άσπρο κτήριο έρχεται τ’ όμορφο δημαρχείο

σαν τρικυμία νά ‘πιασε κάποιον εν τω κρανίω.

 

Τρέχουμε και μπουκάρουμε μέσα στο κτήριο όλοι

να δούμε τι συνέβηκε και σφίχτηκαν οι κώλοι

απ’ την κραυγή την άγρια και εν πολλοίς φρικώδη

που τα κορμιά μας τύλιξε σαν γίγαντας – χταπόδι

 

Μέσα σε σύννεφα καπνού πολύ βαριού τσιγάρου

και τρία πιάτα αδειανά σκορδαλιομπακαλιάρου

τη δήμαρχο διακρίνουμε κάτασπρη απ’ τον τρόμο

να δείχνει στο γραφείο της έναν ογκώδη τόμο.

 

-«Τι έπαθες;» ρωτήσαμε «κι έτσι πολύ φωνάζεις

σαν να σε σφάζουνε θαρρείς και σαν τρελή κραυγάζεις;»

-«Μήπως σε όρμηξε κανείς να σε κακοποιήσει

και σ’ έπιασε νευρωτική και υστερίας κρίση;»

 

-«Όχι δεν μ’ όρμηξε κανείς να με κακοποιήσει

κι ούτε που με κατέλαβε της υστερίας κρίση,

κάτι άλλο πιο τρομακτικό μόλις που μου συνέβη

να μου σαλέψει το μυαλό νομίζω πως κοντεύει»

 

-«Μόλις που διάβασα παιδιά το έργο που έχω κάνει

δυό χρόνια πού ‘μαι δήμαρχος κι αυτό θα με τρελάνει

Τόσα πολλά που έφτιαξα τρόμαξα που τα είδα

κι έτσι μου βγήκε αυθόρμητα η τρομερή τσιρίδα»

 

Έφυγα γρήγορ’ από κει στο σπίτι να γυρίσω

να δώσω τόπο στην οργή μη κάποιον σιχτιρίσω.

Κι όπως εβάδιζα γοργά εις το βαθύ σκοτάδι

μες σε λακούβα έπεσα σημάδεψα αλφάδι

 

Γέμισα λάσπες, χώματα χτύπησα στο κεφάλι

έργο του Δήμου ήτανε, της ΔΕΥΑΚ το χάλι

και μια κραυγή τρομακτική αυθόρμητα μου βγαίνει

«δες την πραγματικότητα Τσανάκα ευλογημένη».

Θ. Θ.

Προηγούμενο άρθρο

Είναι και θέμα εμπιστοσύνης

Επόμενο άρθρο

Συμπόσιο Ιστορίας τον προσεχή Μάιο