Τόσο καιρό εσώκλειστος
ανάμεσα σε τοίχους
είπα εκεί που κάθομαι
να γράψω πέντε στίχους
Κλεισούρα κι απομόνωση,
ειδήσεις στα κανάλια
απηύδησα και γίνανε
τα νεύρα μου σμπαράλια
Το σούρτα φέρτα τέλειωσε.
κομμένο και το έξω
με δίχως φίλους γύρω μου
ο δόλιος πως ν’ αντέξω;
Πιάνω και στέλνω μήνυμα
γράφω μπροστά το έξι
για βόλτα και περπάτημα
γιατί τα έχω παίξει.
Ποιος είμαι και διεύθυνση
επίσης έχω βάλει
μη λάχει κανα πρόστιμο
και μουρθει στο κεφαλι
Αφήνω το καβούκι μου
και βγαίνω πριν βραδιάσει
μα δε τρακάρω άνθρωπο
κι η πόλη έχει αδειάσει.
Μέσα στους δρόμους γύριζα
και κει, μπροστά μου, να τες
το μόνο που αντίκρισα
ήτανε κάτι γάτες
Κύκλους και σβούρες έκαναν
οι γλάροι από πάνω
και κανα δυό αδέσποτα
συμπλήρωναν το πλάνο
Τι το θελα το μήνυμα
και μουρθε να το στείλω,
ο άνεμος ανάσαινε
μα δεν κουνιόταν φύλλο
Πλατείες και πεζόδρομοι
παντού το ίδιο χάλι
τριγύρω και ολόγυρα
μια έρημος μεγάλη
Όποιος θα φανταζότανε
ποτέ μια τέτοια πόλη
κουδούνια θα του βάζανε
και θα τον κράζαν όλοι.
Αλήθεια, ποιος περίμενε
και από Μάρτη μήνα
το δυό χιλιάδες είκοσι
να πέσει καραμπ(ντ)ίνα
Τι Άνοιξη και φούμαρα
και χάζι το Σαββάτο
το μουχαμπέτι πέταξε
ήρθαν τα πάνω κάτω
Κλειστήκαμε στην άμυνα
κι ούτε για λίγο λάσκα
καβάντζα το οινόπνευμα
κι έξοδος με μάσκα
Ναχεις το φόβο μπάστακα
τι βάσανο μεγάλο
και να κρατάς απόσταση
δύο μέτρα απ΄τον άλλο!
Αγάντα φιλαράκια μου
κι υπομονή αδέλφια
θα μπούμε πάλι ρέγουλα
θάρθουν ξανά τα κέφια
Μες τη φωλιά μας μένουμε
όλοι, μικροί μεγάλοι
και σύντομα τα πράγματα
θα στρώσουνε και πάλι
Μπορεί να είναι δύσκολες
και ζόρικες οι ώρες
μα πέρασε ο άνθρωπος
και πιο μεγάλες μπόρες
Αυτό που ζούμε σήμερα
θα φύγει, θα περάσει
τα πάντα καταλήγουνε
στου χρόνου το φαράσι.