Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Πολλά χρόνια είναι που έφυγες και ερήμωσε το «ατελιέ».
Πεταλωτήριο, Φωτογραφείο, Οδοντιατρείο και Μουσικό Σαλόνι.
Οδοντίατρος, πεταλωτής, φωτογράφος, μουσικός οργανοπαίχτης και τραγουδιστής.
Ποιος θα σε θυμάται σε λίγα χρόνια μπάρμπα Λουκά.
Κι’ αυτό, το σπίτι σου, θα καταρρεύσει.
Θα χαθεί κι αυτό.
Σπασμένα τζάμια, παράθυρα σκεβρωμένα μισάνοιχτα, πόρτες ξεχαρβαλωμένες παραβιασμένες.
Ρημαγμένα τα πάντα κι όλα θα χαθούν.
Δεν μένει πια εδώ, κανείς.
Σε ποιού τη μνήμη να βρεθείς.
Η τύχη όμως τα έφερε, του κόσμου οι συμπτώσεις, και έγινε έτσι, που κάποιων η μοίρα, με την δικιά σου μοίρα δέθηκε.
Μερικοί το γνωρίζουν, μα άλλοι όχι.
Εγώ, το ξέρω όμως.
Μου το είχε πει ο φίλος σου, η «σειρά σου» στο στρατό.
Μικρό παιδί ήμουν και μεγάλωνα μαζί του.
Μου μάθαινε τη ζωή. Με τον δικό του τρόπο μου την μάθαινε τη ζωή. Και μου διηγούνταν παλιές όμορφες ιστορίες. Μα κι ιστορίες άσχημες, του πόνου και του καημού.
Χωρίς γονείς έζησε. Ορφανός. Έτσι μου έλεγε. Μόνος λέει τη ζωή του έζησε. Και μόνος του μεγάλωνε γιατί, και μια μόνο αδερφή λέει που είχε, την έχασε τα χρόνια εκείνα. Τα φοβερά τα χρόνια. Και εγώ να το καταλάβω αυτό, καθόλου δεν μπορούσα.
Μόνος;
Πως γίνεται;
Ένα παιδί να μεγαλώνει μόνο του πως γίνεται;
Ένιωθα ευτυχία που τους γονείς μου είχα εγώ, μα και εκείνον, τον φίλο σου.
Με την αγάπη του, την σοφία του, τις ιστορίες και τις κατασκευές του με μεγάλωσε.
Με αυτά, και με πολύ αγάπη με μεγάλωσε.
Πριν πολλά – πολλά χρόνια, θα ‘ναι και αιώνας. Στο στρατό φίλοι – αδελφοί έλεγε
γίνατε μπάρμπα Λουκά κι ύστερα πολίτες πια, πήρε το λεωφορείο από την
γειτονική την πόλη, απ’ Τασέρρας (Σέρρες), περπάτησε, ρώτησε, του είπαν το χωριό σου και ήρθε να σε δει.
Ταξίδι ολόκληρο.
Κάτσε του είπες, έχει δουλειά και για σένα εδώ.
Και έκατσε.
Κι έγινε το χωριό σου, χωριό του.
Και είδε τα κόκκινα τα μάγουλά της, και την πήρε.
Φούρνιζε λέει της εβδομάδας τα ψωμιά. Η μάνα της, έτσι την είχε ορίσει γιατί δεν άδειαζε απ’ τα χωράφια εκείνη.
Κι είχαν γίνει από την φλόγα κόκκινα τα μάγουλά της. Και την ερωτεύτηκε.
Γυναίκα του την Φωτεινή την πήρε κι άστραψε, φωτίστηκε το νέο σπιτικό τους.
Και άφησε τον σπόρο του και την γέννα του εδώ.
Και έγιναν, και γίναμε πολλοί.
Πόλεμος και φτώχεια τότε, και πόλεμος ξανά, κι ύστερα πάλι φτώχεια και πόλεμος μαζί.
Και έφυγαν.
Σκόρπησαν κι αυτοί.
Άλλοι εδώ κοντά του μείναμε, άλλοι μακριά και άλλοι στα πέρατα της γης ταξίδεψαν και την ζωή τους ζήσαν. Για το ψωμί τους πού ‘τανε λειψό.
Εκεί που ο πολικός, είναι ο σίγμα του Οκτάντα, βρέθηκαν.
Και ούτε που πρόκειται ποτέ πίσω στη γη του, στη γη που έζησε και τους μεγάλωσε, στη γη τους, να γυρίσουν.
Και πέρασαν κι άλλα χρόνια, χρόνια πολλά.
Έφυγες και έφυγε, και όλοι σχεδόν σε άλλη γη, σε άλλο κόσμο πήγαν.
Δυο αστεράκια εσείς εγίνατε. Σε άλλον ουρανό οι άλλοι.
Δυο ουρανών αστέρια.
Θα σε θυμάται άραγε κανείς μπάρμπα Λουκά;
Θα σε θυμάται;
Ναι.
Θα σε θυμάται κάποιος μπάρμπα Λουκά. Κάποιος ναι. Θα σε θυμάται.
Κάποιος, που η ύπαρξή του – έργο της τύχης και της φύσης – οφείλεται, και σε
κείνο το «κάτσε εδώ, έχει και για σένα δουλειά εδώ». Το δικό σου «κάτσε».
Αυτός δε θα σε ξεχάσει ποτέ.
Πάντα θα σε θυμάμαι μπάρμπα Λουκά…..
~•~•~
Στον ξενομερίτη γεννήτορά μου.
Στον μπάρμπα Λουκά, τον πεταλωτή τού χωριού μου.