Νίκος Καζαντζάκης, ο Καπετάν Μιχάλης (σελίδες 259-261).
…Τώρα να, είχε τελέψει τη γραφή του, είχε πανωγραψει το φάκελο, είχε πατήσει τη βούλα του, την πάνοπλη Αθηνά, αύριο το πρωί το γράμμα θα ‘φευγε για Λόντρα. -Άλλοι πολεμούν με το τουφέκι, είπε στο φίλο του, δείχνοντας του με καμάρι τη σφραγισμένη γραφή. Εμείς οι δυο στο Μεγάλο Κάστρο, κι ακόμα κι ο Χατζησάββας, οι τρεις μας, πολεμούμε με το μυαλό, εμείς θα λευτερώσουμε τη Κρήτη.
Ο δάσκαλος κούνησε το κεφάλι· δε πίστευε αυτός πως με τις γραφές και με τα γράμματα και με τ’΄ αρχαία μάρμαρα η Κρήτη θα σωθεί. Έπεσε σε μια παλιά ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα, κουρασμένος, πεινασμένος, άκεφος.
-Εμάς ποιος θα μας σώσει, Ιδομενέα; είπε στενάζοντας.
-Ποιος; η Κρήτη, δάσκαλε μου, η Κρήτη, όταν εμείς τη λευτερώσουμε· αυτός είναι ο δρόμος της ατομικής μας ευτυχίας· άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Πολεμώντας να σώσουμε την Κρήτη-τι κάνουμε, θαρρείς; πολεμούμε να σώσουμε τη ψυχή μας.
Μα ο δάσκαλος κουνούσε το κεφάλι· κρατούσε τα γυαλάκια του, σκυφτός, είχαν θαμπώσει από την άχνα της θάλασσας, και τα σκούπιζε.
Ο Ιδομενέας πεισμάτωσε:
-Δε το πιστεύεις; είπε και σηκώθηκε ξαναμμένος· θαρρείς πως υπάρχει άλλος δρόμος να βρούμε την ευτυχία; Μα τι κάθουμαι και μιλώ τώρα μαζί σου; είσαι νιόπαντρος, πάει να πει ζαλισμένος· μα η πρώτη γλυκιά ζαλάδα θα περάσει, και τότε θα ‘θεις στα νερά μου. Ατομική ευτυχία δεν υπάρχει, μάθε το, για ανθρώπους σαν κι εμάς· ευτυχισμένοι εμείς μπορούμε να γίνουμε μονάχα όταν πολεμούμε να κάνουμε ευτυχισμένο το σύνολο.
Σώπασε. Έπιασε την ταμπακιέρα να στρίψει ένα τσιγάρο, μα θυμήθηκε πως πενθούσε σήμερα και νήστευε, άφησε την ταμπακιέρα· και μέσα του χάρηκε που έκαμε μια θυσία για το σύνολο.
-Αυτό ‘ναι το μυστικό, δάσκαλε μου, είπε, σηκώνοντας με περηφάνια το αγαθό, πρόωρα μαδημένο κεφάλι. Αυτό ‘ναι το μυστικό· κανένας δεν το ξέρει στο Μεγάλο Κάστρο παρά μονάχα εγώ· μπορεί κι ο Χατζησάββας, αργότερα θα το μάθεις και συ.
Σώπασε πάλι· μα η καρδιά του ήταν ακόμη γεμάτη, ξεχείλιζε. Έπρεπε, η μέρα το καλνούσε, έπρεπε σήμερα να μιλήσει, να πει όλο του το μυστικό στο φίλο του· χρόνια τώρα το δούλευε και το στέρνιαζε μέσα του.
-Γιατί, θαρρείς, γράφω στους βασιλιάδες; φώναξε; Γιατί, θαρρείς, κάθουμαι εδώ, στο μεσογκρεμισμένο ετούτο πατρικό αρχοντόσπιτο, σαν ένας άνθρωπος που τον έθαψαν ζωντανό, και φωνάζω; Ναι, ναι, μ’ έθαψαν ζωντανό και φωνάζω. Όχι εγώ, η Κρήτη.
Η Κρήτη φωνάζει· μα δεν έχει αυτή στόμα· εγώ ‘μαι το στόμα της. Θα πεις, άπιστε Θωμά: “άδικα φωνάζεις, κανένας δεν ακούει!” Κι εγώ σου λέω: ποτέ μια φωνή δεν πάει χαμένη, θ’ ακούσουν. Πριν από το αυτί ήταν η φωνή· με το φώναζε φώναζε γεννήθηκε τ’ αυτί, δάσκαλε μου!
Όλοι οι βασιλιάδες ετούτοι κι οι δυνατοί του κόσμου που τους γράφω, μια μέρα θ’ ακούσουν· κι αν δεν ακούσουν αυτοί, τα παιδιά τους και τ’ αγγόνια· κι αν μήτε τα παιδιά τους μήτε τ’ αγγόνια, θ’ ακούσει ο Θεός.
Γι’ αυτό υπάρχει, μαθές, ο Θεός-τι θαρρείς; για ν’ ακούει… Μη χαμογελάς δάσκαλε· ναι, ναι, το ξέρω· όλοι με παίρνουν για παλαβό, περπατώ κι ακούω από πίσω μου: “κρίμα στα γράμματα!”. Ασ’ τους να λένε· τι καταλαβαίνουν αυτοί από Θεό κι από Κρήτη κι από χρέος ανθρώπου;
Εγώ κάθουμαι στα χαλάσματα ετούτα και φωνάζω, κι ο Θεός μια μέρα θ’ ακούσει, θα σκύψει απ’ τον ουρανό, θα δει την Κρήτη, θα ντραπεί που τόσα χρόνια την αφήκε στη σκλαβιά, θα ζητήσει συγχώρεση από μένα, τον Ιδομενέα, κι ολομεμιάς θα χτυπήσουν λαμπριάτικα οι καμπάνες του Αι Μηνά κι οι χριστιανοί θα τρέχουν σαν παλαβοί στους δρόμους.
Κι οι δρόμοι θα ‘ναι στρωμένοι με μυρτιές και με δάφνες, κι άντρες, γυναίκες θα σμαριάζουν στο λιμάνι να δουν το ελληνικό βασιλόπουλο που θα ξεμπαρκάρει, και θα φιλιούνται και θα φωνάζουν: Κρήτη ανέστη!- Αληθώς ανέστη!”
Σκούπισε τα μάτια του, είχαν βουρκώσει ·όμως η καρδιά του αλάφρωσε. Μα ο δάσκαλος είχε το νου του αλλού, δεν τον εζέσταινε η φλόγα του φίλου του.
-Μα εσύ κι εγώ, Ιδομενέα μου, θα ‘χουμε γίνει ωστόσο χαμομήλι, είπε· δε θα δούμε εμείς ετούτη την ανάσταση· θα πεθάνουμε σκλάβοι.
Ο Ιδομενέας χαμογέλασε· κοίταξε το φίλο του με συμπόνοια:
-Δε μπόρεσες λοιπόν ακόμα να καταλάβεις; Μα εγώ, μάθε, δεν έχω ανάγκη να δω και ν’ αγγίξω τη λευτεριά για να λευτερωθώ· είμαι, στο μάλε βράσε της σκλαβιάς, λεύτερος· γεύουμαι, γενεές πρωτύτερα, τη λευτεριά που θα ‘ρθει· και θα πεθάνω λεύτερος, γιατί σε όλη μου τη ζωή πολέμησα για την ελευτερία.
-Δε καταλαβαίνω, είπε ο δάσκαλος.
-Θα καταλάβεις, μια μέρα, σίγουρα, είπε ο φίλος· τώρα είσαι ακόμη περιπλεμένος στις μικρές έγνοιες, κι αυτές είναι που τρώνε τη ψυχή του ανθρώπου. Λιόντισσα είναι η ψυχή, κι αυτές είναι οι ψείρες της· μα θα ξεψειριάσεις! Είπε και χαχάρισε που το βρήκε
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος