Χθες ήταν μια σημαντική ημέρα για εμένα. Κάνοντας βόλτα στην παραλία με τον Φιλέα, με σταμάτησε ένας γνωστός μου αστυνομικός και μου παραπονέθηκε διότι την προηγούμενη, καθισμένος σε ένα παγκάκι, συζητώντας με φίλο, έβρισα τους αστυνομικούς, πράγμα που έγινε, δεν το αρνούμαι.
Μέσα στα 5 λεπτά που κουβεντιάσαμε, σε μέτριους τόνους, εκνευρισμένοι όμως λιγάκι και οι δυο, θίξαμε θέματα πολλά, για τα οποία θέλω να σας μιλήσω, και αυτό διότι μια κουβέντα, όταν γίνεται καλοπροαίρετα, δίνει τη δυνατότητα καλής αντίληψης θέσεων αντιθέτων μεταξύ τους.
Βέβαια, σε αυτή εδώ τη στάση, μονόλογος θα γίνει, θα ακουστεί μονάχα η δική μου πλευρά, μιας και ένα κείμενο σε εφημερίδα μπορεί να εκφράσει τις θέσεις του γράφοντος στα ζητήματα που τέθηκαν. Θα λύσει όμως πολλές παρανοήσεις. Είναι η εμπεριστατωμένη απάντηση μου. Πάμε λοιπόν.
Θα μιλήσω για τη ζωή από τα παιδικά μου χρόνια. Κι αυτό διότι ο ψυχισμός του ανθρώπου και οι επιλογές του διαμορφώνεται από μικρή ηλικία. Μέσα λοιπόν από παραδείγματα, και όχι με ιδεολογήματα, θα δώσω τις δικές μου απόψεις σε κάποια από τα φλέγοντα ζητήματα των καιρών μας, όσο πιο σύντομα μπορώ.
Σχολείο πήγα στο 12ο. Εκεί μια εξαιρετική δασκάλα, η κυρία Αγλαία, με έκανε να λατρέψω την μυθολογία και την αρχαία ιστορία μας. Αξίες όπως το θάρρος και ο ηρωισμός, ο σεβασμός προς τον αντίπαλο και το κάλλος σημάδεψαν την πρώιμη νιότη μου.
Η μητέρα μου πέθανε νωρίς κι έτσι ο πατέρας μου για κάποια χρόνια με έστειλε εσώκλειστο στις Σπέτσες, στην Αναργύρειο. Αυτό με σκληραγώγησε, μου έδωσε τη δυνατότητα να αποφασίζω από μόνος μου, νωρίς. Αργότερα βρέθηκα στην Αθήνα, στους θειούς μου.
Εκεί, από τα ξαδέλφια, ο ένας τότε έπαιζε μουσική σε παράνομο πειρατικό σταθμό, [μαντέψτε: κι αυτούς αστυνομικοί τους κυνηγούσαν], απέκτησα την αγάπη για την ροκ μουσική, όπως και την ελληνική ποιοτική, ο νοών νοείτο.
Είχα την μεγάλη τύχη να βρεθώ λοιπόν στην διακοπείσα από τους μπάτσους συναυλία των Πετρών στο γήπεδο της Λεωφόρου, δια μια ασήμαντον αφορμή, οι άνθρωποι του συγκροτήματος ‘τόλμησαν’ να πετάξουν »κόκκινα» λουλούδια στον κόσμο, έφαγαν το ξύλο της χρονιάς τους, χαρίζοντας σε εμένα μια αιώνια αντιπάθεια προς το επάγγελμα του αστυνομικού! Τα πλήθη να αποδοκιμάζουν εξοργισμένα. Είμαι μόλις 12 χρονών το ’67 και δεν μου αρέσει καθόλου να βλέπω τα ινδάλματα μου να προπηλακίζονται από ανθρώπους άσχετους με το αντικείμενο!
‘Στις 17 Απριλίου του 1967, λίγες μέρες πριν επιβληθεί δικτατορία στην Ελλάδα, το συγκρότημα Rolling Stones έδωσε μια συναυλία στην Αθήνα. Η συναυλία, που περίμεναν ανυπόμονα οι νέοι, έμεινε στην ιστορία, επειδή διεκόπη, όταν οι αστυνομικοί άρχισαν να ξυλοφορτώνουν τους θεατές και τους καλλιτέχνες….
Την αφορμή έδωσε «εν αγνοία του» ο ίδιος ο Μικ Τζάγκερ, όταν την ώρα που τραγουδούσε το Satisfaction, κάποιος του έδωσε ένα μπουκέτο με κόκκινα γαρίφαλα. Ο τραγουδιστής τα πέταξε πίσω στον κόσμο.
Ο Τζάγκερ αγνοούσε ότι την εποχή εκείνη, η χώρα ήταν χωρισμένη σε δεξιούς και αριστερούς και ότι το κόκκινο γαρύφαλλο είχε ταυτιστεί με την αριστερά. Η κίνησή του ερμηνεύτηκε πολιτικά. Η λέξη Satisfaction ακούστηκε στους αστυνομικούς, που δεν ήξεραν αγγλικά, «θα σας σφάξω».
Η συναυλία διακόπηκε ξαφνικά. Τα επεισόδια κλιμακώθηκαν γρήγορα. Μέσα σε μερικά λεπτά, επικράτησε πανδαιμόνιο. Οι αστυνομικοί ξυλοκοπούσαν τους θεατές και φώναζαν στον Τζάγκερ «Στοπ ρε». Το μουσικό γεγονός της εποχής δεν ολοκληρώθηκε ποτέ….
Μερικά δημοσιεύματα της εποχής. Η αείμνηστη Λιλάντα Λυκιαρδοπούλου μάλλον από το Έθνος της επομένης (αναδημοσίευση από την Κυριακάτικη της 6/9/1998):
«Η Αστυνομία φρόντισε να σβήσει κάθε σπίθα ενθουσιασμού των Ελλήνων γιε γιε. Ακούσαμε αξιωματικό να συμβουλεύει αξιωματικούς να ‘σπάσουν στο ξύλο’ όποιον θα χορέψει ή θα χειροκροτήσει με περισσότερον ενθουσιασμό. Και… εγένετο.
Το γήπεδον του Παναθηναϊκού ήταν γεμάτο από αστυνομικούς, σαν οι νέοι που παρακολούθησαν το ρεσιτάλ να ήσαν κρατούμενοι. Δεν επέτρεψαν ούτε την ευγενική χειρονομία του Μικ Τζάγκερ να χαρίση την ανθοδέσμη που του προσεφέρθη στους θαυμαστές του.
Ο άνθρωπος που τη μετέφερε ‘έφαγε ξύλο’. Εκδηλώσαμε την αποδοκιμασία μας και αστυνομικό όργανο που ευρίσκετο δίπλα μας έσπευσε να απειλήσει. ‘Θα σου σπάσουμε τα μούτρα… Λαμπράκισσα’».
Πρέπει να είναι ένα χρόνο αργότερα, αυτή τη φορά στο Παναθηναϊκό στάδιο, έχουν μαζέψει όλα τα σχολεία των Αθηνών στο καλλιμάρμαρο για μια γελοία γιορτή, αναπαράσταση αρχαίων χρόνων, ασφυκτικά γεμάτο το στάδιο, ξεκινά να μιλά ένας καραγκιόζης με τσιριχτή φωνή, αργότερα έμαθα πως τον λένε Παπαδόπουλο, το πλήθος ξεσπά σε αποδοκιμασίες εν χορώ, δεν τον αφήνουν να ακουστεί, κανείς δεν τον ακούει, το θέαμα όλο είναι για τα γέλια, ο κόσμος έχει ξεσπάσει ενάντια σε αυτά τα σαράβαλα, κι ας μην έχουν οι περισσότεροι, νεαρά παιδάκια τότες, καταλάβει ακριβώς τι συμβαίνει, είναι μια αυθόρμητη χαρούμενη αντιπαράθεση στη χούντα των συνταγματαρχών.
Επιστρέφω στην Καβάλα.
Έχω κολλήσει και το σαράκι του γαύρου, ο πατέρας μου κατάγεται από τον Πειραιά, γαύροι τα ξαδέλφια μου: »θυμάμαι ακόμη ήμουν παιδάκι όταν με πήγανε μες το Καραϊσκάκη στα σκαλοπάτια και στα τσιμέντα, κι από την καύλα μου δεν έβγαζα κουβέντα», μου αρέσει λοιπόν να φορώ κόκκινες μπλούζες, με αποβάλλουν απ’ το σχολείο, πηγαίνει η μάνα μου να τους βάλει χέρι λέγοντας τους πως το παιδί είναι ολυμπιακάκιας, αυτοί όμως με έχουν ήδη πονηρέψει.
Κι όταν μια μέρα ένας αστυνομικός παρολίγο να με πάει σηκωτό στο τμήμα διότι βεβήλωνα το σύμβολο – την ελληνική σημαία που κρεμόταν από ένα μπαλκόνι, πηδούσα να την φτάσω δοκιμάζοντας την ικανότητα μου στο άλμα – το γλυκό είχε δέσει.
Στα δεκαπέντε βρέθηκα με φροντιστήριο αγγλικών στο νησί των αγαπημένων μου ειδώλων. Πολιτισμικό σοκ. Οι νεαροί με τα μακριά μαλλιά που τόσο θέλαμε κι εμείς ν’ αφήσουμε να μεγαλώνουν ανέμελα, όταν εδώ μας κούρευαν με την ψιλή, γέμιζαν ανενόχλητοι τα πάρκα και τις συναυλίες, με την φωτογραφία ενός όμορφου νέου τυπωμένη στα μπλουζάκια τους, στις αφίσες που κολλούσαν στα δωμάτια τους, που αγαπούσαν χωρίς να τους κοιτούν με μισό μάτι, ζευγάρια ανεξαρτήτως ταξικής προέλευσης, και όχι μόνο ζευγάρια, και gay και λεσβίες και άλλα ‘λουλούδια’, είχα πλέον μεγαλώσει δεκαετίες τρέχοντας.
Βλέπω και την ταινία Woodstock, τι αγκαλιές, τι φιλιά, μια τεράστια παρέα χιλιάδων ανθρώπων με κοινά θέλω και αξίες που αντιπαλεύουν το κατεστημένο, αυτή την τάξη που φρουρούν οι αστυνομικοί με ρόπαλα και με πιστόλια και με τουφέκια!
Μουσική λοιπόν, γήπεδο, κερκίδα, μια μεγάλη αγκαλιά με κοινούς στόχους και αγάπες, μια συλλογικότητα που με τραβά μακριά απ’ το ατομικό. Και κινηματογράφος, τα πρώτα ξυπνήματα
Και δεν έχω φτάσει ακόμη πουθενά. Γιατί το αποκορύφωμα έπρεπε ακόμη να έρθει.
Φεύγω για σπουδές στην Ιταλία. Φλωρεντία. Καινούργια μεγαλεία. Μια πανέμορφη πόλη που δεν κατέστρεψε την πολιτισμική της συνέχεια, όσα χρόνια κι αν περάσαν, ότι κι αν υπέστη! Όχι όπως σε τα μας, που σκορπίσαμε στους τέσσερις ανέμους ότι μας συνέδεε με το παρελθόν, στο όνομα της αντιπαροχής και της ‘προόδου’.
Εδώ πλέον τα πράγματα τρέχουν και θα σπριντάρω κι εγώ για να μη σας κουράζω. Πανεπιστήμιο, σχολή πολιτικών επιστημών έπειτα από κάποιον γύρο αποτυχημένο σε σχολές που δεν ταίριαζαν στην ιδιοσυγκρασία μου, τα πράγματα πλέον παίρνουν μορφή. Μάρξ και Ένγκελς, πάλη των τάξεων, αγώνας ανάμεσα σε καταπιεστές και καταπιεσμένους, ανάμεσα σε καπιταλιστές και υποτελείς για το ποιος θα επικρατήσει. Επαναστάσεις επιτυχημένες και αποτυχημένες, του παγκόσμιου προλεταριάτου, αντάρτικα παντού, η άκρα αριστερά και η αυτονομία:
‘Ήμαστε λοιπόν η «γενιά της υπαρξιακής εξέγερσης» για να ανιχνεύσουμε ξανά και να ανακτήσουμε τις ρίζες όλων των «Εξήντα οκτώ»: από τα αμερικανικά beat στους χίπις, στους μαύρους πάνθηρες, από την εξέγερση ενάντια στη «μορφή κόμμα» και την άρνηση της «ανάθεσης», στην οριζόντια πολιτική αυτοοργάνωση, από τη βαθιά ανάγκη της «αυτονομίας του υποκειμένου» στην απόρριψη της καταναλωτικής κοινωνίας που παράγει τον «μονοδιάστατο άνθρωπο», από την ανάγκη / προϋπόθεση να επινοήσουμε, να δημιουργήσουμε μια «υλική συγκρότηση της τάξης» μέσα στην κριτική διένεξη, διαμάχη, βίαιη συχνά, της τυπικής δημοκρατίας και των «τυπικών συνταγμάτων».
Θεμελιώδες ήταν να κάνουμε κατανοητή την «παγκοσμιοποίηση» των νέων διαδικασιών της υπαρξιακής και πολιτικής αυτοδιάθεσης που ξεκινώντας από τη ριζοσπαστική κριτική της πυρηνικής οικογένειας επεκτείνονταν στο σχολείο, τον κόσμο της εργασίας, το κόμμα, τους «συνολικούς θεσμούς» και το κράτος για να εισρεύσει στην παγκόσμια αντιπολίτευση ενάντια στη μέγιστη μορφή κυριαρχίας που είναι ο ιμπεριαλισμός.
Με μια εκπληκτική αρμονία πραγματοποιούνταν με αυτό τον τρόπο και, ξεκινώντας από την καθημερινή ζωή του καθενός, η συγκόλληση-η σύνδεση ανάμεσα στην «απελευθέρωση του εαυτού μας ως απαραίτητη προϋπόθεση για την απελευθέρωση όλων», και η τοποθέτηση μας πλάι στους αγώνες απελευθέρωσης όλου του Νότου του κόσμου. Σε αυτή την πορεία η «παγκόσμια διαμαρτυρία» έβρισκε την ενοποίησή της σε διεθνές επίπεδο’.
απόσπασμα από το βιβλίο: Nanni Balestrini, Primo Moroni – L’orda d’oro, η χρυσή ορδή, το μεγάλο επαναστατικό και δημιουργικό, πολιτικό και υπαρξιακό κύμα.
ακολουθεί ένα απόσπασμα από το συντακτικό κείμενο περιοδικού της Αυτονομίας στη μέση του κινήματος του ’77:
‘Είναι γι’ αυτό που οι αυτόνομοι κερδίζουν: όχι επειδή έχουν το πιστόλι Ρ38 αλλά διότι είναι πιο έξυπνοι και προετοιμασμένοι, ιστορικά περισσότερο ριζωμένοι, ξένοι σε όλη τη σοσιαλδημοκρατική σαπίλα.
Όχι, δεν είναι περιθωριοποιημένοι, οι αυτόνομοι νικούν, διότι είναι η αναδυόμενη κορυφή της νέας σύνθεσης της εργατικής προλεταριακής τάξης, οι αντιπρόσωποι, σε πρώτο πρόσωπο, όλης της εκμεταλλευόμενης κοινωνικής εργασίας, όχι, όπως το κομουνιστικό Κόμμα, αντιπρόσωποι εργατικών αριστοκρατιών, κλαδικών γραφείου, μαφίες καταστηματαρχών. Οι αυτόνομοι είναι η αντιπροσώπευση του κομουνισμού του παγκόσμιου προλεταριάτου.
Γι’ αυτό είναι αλαζόνες και βίαιοι: διότι εκφράζουν, είναι, ερμηνεύουν την πραγματικότητα του ταξικού αγώνα στον αιώνα μας. Γι’ αυτό επιτρέπουν στον εαυτό τους να αγωνίζονται με σκληρότητα αυξανόμενη: γιατί είναι ανίκητοι, όπως ήταν πάντα οι εκπρόσωποι μιας νέας παραγωγικής βάσης’.
Και:
‘Μια φάση χωρίς προοδευτικές ιδεολογίες ούτε εμπιστοσύνη στον σοσιαλισμό, χωρίς καμία αγάπη για το δημοκρατικό σύστημα, αλλά και χωρίς σεβασμό στους μύθους της προλεταριακής επανάστασης, έδειχνε τις προοπτικές της.
Ήταν μέσα σε αυτή την αλλαγή σκηνικού που πήρε μορφή το νέο πολιτικό-πολιτιστικό φαινόμενο της εργατικής αυτονομίας. Autonomia operaia ήταν μια έκφραση που χρησιμοποιούνταν ευρέως στη γλώσσα της συνδικαλιστικής οργάνωσης και των ομάδων.
Ήταν μια διατύπωση που αναφέρεται σε εκείνη της συνδικαλιστικής αυτονομίας. η ανεξαρτησία της οργάνωσης του συνδικάτου από το παιχνίδι των πολιτικών κομμάτων ήταν μια σημαντική αρχή κατά τη δεκαετία του εξήντα, αλλά περιελάμβανε στοιχεία ασάφειας, εξάρτησης σε συμβασιακές διαπραγματεύσεις, αποπολιτικοποίησης του αγώνα των εργατών.
Εργατική αυτονομία ήθελε να πει κάτι περισσότερο: αυτό σήμαινε την αυτοοργάνωση των αγώνων έξω από τη διαχείριση των συνδικάτων και τις πολιτικές λογικές. Αλλά από το 1973 η έκφραση «εργατική αυτονομία» άρχισε να σημαίνει κάτι νέο, κάτι πολύ ριζοσπαστικό, ότι η εργατική ύπαρξη, η προλεταριακή αλληλέγγυα κοινότητα μπορεί να οργανώσει κοινωνικές συνθήκες ανταλλαγής, παραγωγής και συνύπαρξης αυτόνομες από την αστική νομιμότητα.
Αυτόνομες από το νόμο της ανταλλαγής, από το νόμο της παροχής χρόνου, από το νόμο της ατομικής ιδιοκτησίας.
Η αρχή της αυτονομίας έλαβε το πλήρες ετυμολογικό της νόημα: η προλεταριακή κοινωνικότητα ορίζει τους δικούς της νόμους και ασκεί την πρακτική τους στο έδαφος που έχει καταληφθεί στρατιωτικά από την μπουρζουαζία’. [απόσπασμα από το βιβλίο »χρυσή ορδή»]
Οι σύγχρονοι προλετάριοι θέλουν να απαλλαγούν από το σύστημα της εκμετάλλευσης του ανθρώπου και της φύσης από τον άνθρωπο. τα αφεντικά, οι καπιταλιστές κάνουν τα πάντα για να το αποτρέψουν πληρώνοντας τις δυνάμεις ασφαλείας του καθεστώτος τους να πολεμούν με όλα τα όπλα που διαθέτουν τους υποτελείς που αντεπιτίθενται.
Αστυνομικοί που προδίδουν την τάξη τους για να δέρνουν την τάξη τους!
Ότι δικαιώματα έχουν κατακτηθεί μέσα στην ιστορία, και των οποίων ωφελούνται άμεσα και οι αστυνομικοί, επιτεύχθηκαν ύστερα από αγώνες και αίμα χυμένο υποτελών. Οι σουφραζέτες έφαγαν το ξύλο της αρκούδας για να μπορούν σήμερα οι μπατσίνες να ψηφίζουν!
Και πάει λέγοντας. Συνυπογράφουν χρυσή αυγή οι μπάτσοι έχοντας σπάσει ιστορικά αναρίθμητα κεφάλια εργατών, συνταξιούχων, μαθητών και φοιτητών!
Και για να δύνανται συνδικαλίζονται φυσικά, ώστε ο κάθε Μπαλάσκας να βγαίνει στα κανάλια να αραδιάζει αναρίθμητες παπαρολογίες υπέρ της κατηγορίας του, η οποία δεν θα μπορέσει στον αιώνα τον άπαντα να πλουτίσει ‘νόμιμα’.
Νομίζει ο Μπαλάσκας πως είναι όμοιος του Αλαφούζου, επειδή του επιτρέπουν να βγαίνει στο κανάλι. Όχι, δεν θα γίνει ποτέ όμοιος του Αλαφούζου, και του κάθε Μαρινάκη, όσα κεφάλια κι αν σπάσει! Υποτελής θα είναι, υπηρέτης!
Δίπλα λοιπόν στους αρχαίους ήρωες, στον Αχιλλέα και τ’ άλλα παιδιά, έρχονται να κατοικήσουν νέα ονόματα, μυθικά κι αυτά, στην ψυχή μου. Ernesto Guevara, Miguel Humbreto Enríquez Espinosa, Carlos Marighella, Jorge Pedro Zabalza, Giangiacomo Feltrinelli, Βελουχιώτης, Μπελογιάννης, Σολωμός. Μπουτς Κάσιντι και Σάντανς Κιντ, το Μεγάλο Ανθρωπάκι, Ο Άνθρωπος που τον έλεγαν Άλογο, Η Άγρια Συμμορία.Ληστές αντάρτες ινδιάνοικαι κινηματικοί είναι ένα και το αυτό, μοναχά ο δρόμος διαφορετικός, που έχουνε διαλέξει.
Γι’ αυτό θα υπάρχει παντοτινά αλληλεγγύη ανάμεσα στους αγωνιστές, διότι στέκονται από την ίδια μεριά του οδοφράγματος. Τους αυτόνομους και τους ταξιαρχίτες χώριζε άβυσσος. Τους αντιεξουσιαστές ή τους ακροαριστερούς από την 17 Νοέμβρη επίσης.
Όμως και μόνο το άκουσμα της λέξης Τουπαμάρος, ή Βιετκόγκ, ή Raf και Ira και Mir και Εta, Σαντινίστας και πάει λέγοντας κάνει τις καρδιές των αγωνιστών στη μαζική παρανομία να σκιρτούν από συγκίνηση και χαρά!
Γιατί πραγματικά παράνομη είναι η βία των αστυνομικών, λακέδων αυτού του ανθρωποφάγου συστήματος. Αυτοί είναι οι μόνοι τρομοκράτες, δια τούτο, ποτές των ποτών, δεν συμπάθησε ο λαός και δεν θα συμπαθήσει το ψυχασθενές επάγγελμα του αστυνομικού.
Είναι ψυχασθένεια να θέλει κάποιος να πληρώνεται για να ανοίγει κεφάλια των ομοίων του! Να ψεκάζει χημικά τον Γλέζο όταν κλείνει τα ’80, τον Μίκη επίσης. Ο οποίος, για να τον αφήσουν ήσυχο αναγκάστηκε να κατέβει στο πεζοδρόμιο μαζί με τον Κασιδιάρη, ο φουκαράς!
Έτσι λοιπόν σήμερα ήμαστε με τον Κουφοντίνα. όχι, δεν είναι εγκληματίας, ούτε δολοφόνος, είναι απλά ένας αντάρτης, κομμάτι του ανταγωνιστικού κινήματος που μάχεται με ότι μέσο διαθέτει και επιτρέπει η ιδιοσυγκρασία του καθένα, μέσα στον καθημερινό πόλεμο που λαμβάνει χώρα ανάμεσα σε καπιταλιστές και υποτελείς.
Ας μη ζητούν λοιπόν τα ρέστα οι αστυνομικοί επειδή δεν τους συμπαθεί ο κόσμος.
Βέβαια, πρέπει να πω, κι αυτό δεν μπορούν να το καταλάβουν, τόσο τους κόφτει, πως όλα αυτά έχουν να κάνουν με τη στολή, με τη δουλειά και τα γαβγίσματα τους. Έχω γνωρίσει εξαιρετικούς ανθρώπους αστυνομικούς!
Στην πολυτάραχη ζωή μου μάλιστα μου έχουν φερθεί άψογα αρκετές φορές, ακόμη και φορώντας τη στολή τους. Πως να ξεχάσω τον κ. Ηλιόπουλο, διευθυντή του τμήματος τον καιρό της εδώ σύλληψης μου. εκείνο το νεαρό ασφαλίτη, μεγάλο κύριο τώρα, με τα ξανθά μακριά σχεδόν αφάνα μαλλιά, ξεχνώ το όνομα του. Ή εκείνους στο μεταγωγών Κομοτηνή Καβάλα και τούμπαλιν, την περίοδο του στρατοδικείου.
Όπως κι έχω γνωρίσει θαυμάσιους ανθρώπους σε όλα τα επαγγέλματα, από όλες τις κοινωνικές τάξεις και κατηγορίες. Το να είσαι επαναστατημένος, το να είσαι, να μπορείς να λέγεσαι άνθρωπος, είναι θέμα συνείδησης.
Έχω γνωρίσει εν τω μεταξύ και τον Χριστό, τον Μιχαήλ με την ρομφαία, τον Κρίσνα, την αγάπη, τον Σιντάρτα, την συγνώμη, την συμπόνια, τη συγχώρεση. Δεν κάνω μεγάλους σταυρούς, έχω παραδώσει το είναι μου στο σύμπαν, με εμπιστοσύνη, ζω την μέρα, έχω αφεθεί. Ας όψονται αυτοί που τρέχουν υποκριτικά στις εκκλησιές, μισώντας, ζητώντας αίμα, καταριόμενοι…
»Υπάρχει ταξικός πόλεμος, πράγματι, αλλά είναι η τάξη μου, η τάξη των πλουσίων που κάνει τον πόλεμο και κερδίζουμε».
Γουόρεν Μπάφετ, συνέντευξη στους New York Times, 2006
υστερόγραφο: όσον αφορά όλα τα υπόλοιπα…όπως γράφει και η φιλενάδα μου η μαίστρα
Εμείς;;
Εμείς γινόμαστε πιο δυνατοί παρ’ όλες τις απώλειές μας και έχουμε φτάσει στο επίπεδο να βλέπουμε με μαγικό τρόπο , -που δεν εξηγείται επιστημονικά – στις φάτσες που μας παρουσιάζουν κάθε τόσο, το πόσο άρρωστοι είναι , τι κόμπλεξ κουβαλούν, και το πόσο πολύ θέλουν να αναρριχηθούν στο παγκόσμιο πάνθεον των ειδικοτήτων τους. Εκπαιδευτικοί, επιστήμονες, άνθρωποι του πνεύματος και της τέχνης, και κάθε ειδικός που σε άλλες περιπτώσεις και σε άλλο σύμπαν, θα ήταν οι τελευταίοι τροχοί της αμάξης.
Καλά τα πάμε… έστω και αν στο τέλος νικηθούμε .. Θα νικηθούμε όμως με ψηλά το κεφάλι. Θα χάσουμε τα πάντα, αλλά όχι την ψυχή μας και την πίστη μας ότι ο άνθρωπος ανά τους αιώνες είχε ιδανικά και αγωνιζόταν γι’ αυτά, γνωρίζοντας παράλληλα πως δεν ζει σε ένα κόσμο αγγέλων αλλά σε μια ζούγκλα των δυνατών.
Με είχε σακατέψει η αφραγκία. Γύρναγα ξελιγωμένος. Ώσπου μια μέρα, έρχονται και μου λένε για δουλειά.
– «Μπορώ να μάθω, ρε παιδιά, σαν τι δουλειά θα κάνω;»
– «Πολύ εύκολη…» μου λένε. «Θα ρίχνεις ξύλο σε κάτι ρεμάλια.»
– «Στοπ!» τους λέω. «Με το χέρι θα βαράω ή με στειλιάρι;»
– «Με στειλιάρι» μου λένε.
Κουτρουμπάκο, λέω, σου ΄φεξε, αδερφέ μου. Εμ, κορόιδο ήμουνα να μη δεχτώ; Συσσίτιο, μισθό, κι από πάνω στειλιάρι σε ξένη πλάτη.
Γιατί όχι; Σάματις θα τις μαζεύω εγώ; δέχτηκα και έκανα και έναν τεμενά.
Πρώτον, γλίτωσα.
Δεύτερον, υπηρετώ την Πατρίδα, που λένε.
Τρίτον, χαρτζιλικώνομαι!
Θα μου πείτε τώρα… Για στάσου λιγάκι, ρε Κουτρουμπά, το βαστάει η ψυχή σου να βαρείς άνθρωπο που δεν σου ΄φταιξε;
«Δεν είναι τίποτις, ρε παιδιά – ναι, μα το Θεό! Στην αρχή είναι λιγάκι δύσκολο, αλλά κατόπι το συνηθίζεις και αρχίζει να το γυρεύει ο οργανισμός σου…
»Μενέλαος Λουντέμης «Οδός Αβύσσου, Αριθμός0»
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος