Η Πέμπτη 8 Νοεμβρίου του 1973 ήταν μία ζεστή φθινοπωρινή μέρα στην Αθήνα. Μόλις 13 μέρες πριν είχα εγκατασταθεί σε μία μικρή, συμπαθητική γκαρσονιέρα στην Κυψέλη. Σε εκείνα τα 38 τετραγωνικά έμελε να στριμώξω για έξι χρόνια όλα μου τα όνειρα, τις ελπίδες και τις προσδοκίες για μια ζωή που ανοιγόταν μπροστά μου.
Ανήμερα του Αγίου Δημητρίου είχα κατέβει με τον πατέρα μου στην πρωτεύουσα για την προετοιμασία της φοιτητικής ζωής που ξεκινούσε τότε. Ανεύρεση κατοικίας, εγγραφή στη σχολή και κάποια άλλα τυπικά και διαδικαστικά θέματα για ένα νέο, πρωτοετή φοιτητή που εγκαθίσταται σε μία πόλη μακριά από το σπίτι του.
Εκείνη την Πέμπτη λοιπόν γύρω στις 10 το πρωί, από την αφετηρία στην πλατεία Κυψέλης, δύο-τρία λεπτά με τα πόδια από το σπίτι μου, πήρα το τρόλεϊ Νο 2, “Κυψέλη – Παγκράτι” για το κέντρο της Αθήνας. Σήμερα το ίδιο νούμερο εκτελεί το δρομολόγιο “Άνω Κυψέλη – Κυψέλη – Παγκράτι – Καισαριανή”.
Κατέβηκα στην Σταδίου, στάση “πλατεία Κλαυθμώνος” και μέσω της οδού Κοραή κατευθύνθηκα προς την οδό Πανεπιστημίου όπου απέναντι περίπου από το κτίριο της Ακαδημίας Αθηνών υπήρχε ένα γραφείο του ΟΣΕ από όπου παραλαμβάναμε εκείνη την εποχή τα δέματα που μετέφεραν από όλη την επικράτεια προς την Αθήνα, τα λεωφορεία του Οργανισμού και όχι τα τρένα.
Την προηγούμενη μέρα μου είχαν στείλει από την Καβάλα μια βαλίτσα με ρούχα και μερικά φαγώσιμα καλούδια, όπως θα το έκανε για τα επόμενα έξι χρόνια η μάνα μου πολύ συχνά γιατί η Καβάλα, βλέπετε, είναι πολύ μακριά από την Αθήνα και ήταν αδύνατον να επιστρέφω στο πατρικό συχνά.
Μόνο Πάσχα, Χριστούγεννα και καλοκαίρι ταξίδευα προς τη γενέτειρα. Έτσι λοιπόν η βαλίτσα πηγαινοερχόταν μία ίσως και δύο φορές το μήνα. Έφευγε από την Αθήνα γεμάτη με άπλυτα και επέστρεφε με πλυμένα, καθαρά, μπουζάτα ρούχα και πίτες, σαρμαδάκια, κεφτεδάκια, γλυκίσματα, ξηρούς καρπούς και πολλά άλλα καλούδια.
Καθώς πλησίαζα προς την οδό Πανεπιστημίου διαπίστωσα την παρουσία πολλών αστυνομικών παρατεταγμένων στο πεζοδρόμιο απέναντι από το Πανεπιστήμιο και στα Προπύλαια μια μεγάλη συγκέντρωση νέων κυρίως ανθρώπων, προφανώς φοιτητών, που φώναζαν συνθήματα όπως: ” Ένας είναι ο αρχηγός ο κυρίαρχος λαός”, “Λευτεριά στους 17”, “Συμπαράσταση λαέ” κ.ά.
Ήταν η πρώτη φορά που βρέθηκα, 18 χρονών παιδί, σε μία τέτοια κινητοποίηση, επαρχιώτης φοιτητής ξαφνικά στο κέντρο της Αθήνας, μία κατάσταση όπως παρόμοιες που τις άκουγα μεν να τις μεταδίδουν οι ανταποκρίσεις από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς της Deutsche Welle, του BBC και του Παρισιού, ήδη από το Φεβρουάριο εκείνης της χρονιάς με την εξέγερση και την κατάληψη της Νομικής Σχολής από τους φοιτητές αλλά να που βρέθηκα εκείνη την ώρα και ζωντανά πια σε μία τέτοια διαδήλωση.
Τι είχε όμως συμβεί, ποιος ο λόγος αυτής της διαδήλωσης και τι σήμαινε το σύνθημα “Λευτεριά στους 17”; Λίγες μέρες νωρίτερα και συγκεκριμένα την Κυριακή 4 Νοεμβρίου του 1973, τελέσθηκε το μνημόσυνο για τα 5 χρόνια από τον θάνατο του Γεωργίου Παπανδρέου.
Αυτό το γεγονός ήταν μία ευκαιρία για να εκφραστεί ο λαός της Αθήνας, ενάντια στο χουντικό καθεστώς. Πραγματοποιήθηκε μία τεράστια συγκέντρωση στο Α’ Νεκροταφείο η οποία εξελίχθηκε σε ένα μεγάλο αντιδικτατορικό συλλαλητήριο, μία πορεία προς το κέντρο της πρωτεύουσας η οποία όμως διαλύθηκε με άγρια επίθεση της αστυνομίας στους συγκεντρωμένους οπότε και συνελήφθησαν 17 διαδηλωτές οι οποίοι οδηγήθηκαν σε δίκη εκείνη ακριβώς την ημέρα που αποφάσισα να κατέβω στο κέντρο της Αθήνας για να πάρω τη βαλίτσα που μου είχαν στείλει από την Καβάλα.
Και ξαφνικά, πριν καλά καλά προλάβω να προσαρμοστώ στον χωρόχρονο και την ανθρωπογεωγραφία της στιγμής, εκδηλώθηκε σφοδρή επίθεση των αστυνομικών στους συγκεντρωμένους στα Προπύλαια και έγινα αυτόπτης μάρτυρας σκληρών σκηνών που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου.
Είδα μπροστά στα μάτια μου να ξυλοκοπούνται με πρωτοφανή αγριότητα νέοι και νέες, να ανοίγουν κεφάλια, να γεμίζουν πρόσωπα και ρούχα διαδηλωτών με αίμα, να σέρνονται στο δρόμο από τα μαλλιά φοιτήτριες και φοιτητές τους οποίους οι αστυνομικοί, τρεις και τέσσερις μαζί, κλωτσούσαν, χτυπούσαν με τα κλομπς χωρίς έλεος μπροστά στα μάτια του κόσμου που εκείνη την ώρα κυκλοφορούσε στο κέντρο της Αθήνας.
Οι διαδηλωτές σκορπίστηκαν προς στιγμήν αλλά γρήγορα, όπως παρατήρησα, συγκεντρώθηκαν και πάλι στο ύψος της Εθνικής Βιβλιοθήκης, γωνία των οδών Πανεπιστημίου και Ιπποκράτους, πιο κοντά αυτή τη φορά στα δικαστήρια που εκείνη την εποχή ήταν στο Αρσάκειο, στην οδό Πανεπιστημίου και εξακολουθούσαν να φωνάζουν συνθήματα για την απελευθέρωση των 17 συλληφθέντων που δικαζόταν εκείνη την ώρα.
Λίγο αργότερα κατευθύνθηκαν προς την πλατεία Κάνιγγος και στη συνέχεια εισήλθαν στην αυλή του Πολυτεχνείου όπου και κάθισαν στο έδαφος τραγουδώντας το “Πότε θα κάνει ξαστεριά” και φωνάζοντας συνθήματα κατά της Χούντας και του δικτάτορα Παπαδόπουλου.
Παρέμειναν εκεί αρκετές ώρες και γύρω στις 5:00 κατευθύνθηκαν ξανά προς τα Δικαστήρια όπου θα συνεχιζόταν η δίκη των 17 που είχε διακοπεί για το μεσημέρι. Από εκείνη τη μέρα ουσιαστικά το Πολυτεχνείο έγινε ο καθημερινός τόπος συγκέντρωσης των φοιτητών οι οποίοι τελικά την Τετάρτη 14 Νοεμβρίου ξεκίνησαν την κατάληψη του Πολυτεχνείου, εγκαταστάθηκαν στους χώρους του Ιδρύματος, έφτιαξαν τον ραδιοφωνικό σταθμό που το πρόγραμμα του ακουγόταν σε όλη την Αθήνα, γρήγορα πλαισιώθηκαν και από άλλα στρώματα του λαού και έτσι μία διαμαρτυρία που ξεκίνησε με φοιτητικά αιτήματα εξελίχθηκε στην κορυφαία αντιδικτατορική εκδήλωση που μπορεί να μην έριξε άμεσα τη χούντα αλλά σίγουρα συνέβαλε στην ευαισθητοποίηση και συνειδητοποίηση ευρύτερων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας και η διογκούμενη μέρα με τη μέρα δυσαρέσκεια του λαού μαζί με το έγκλημα της προδοσίας της Κύπρου, οδήγησαν τελικά στην πτώση του στρατιωτικοφασιστικού καθεστώτος που ταλάνισε τη χώρα για επτά χρόνια.
Οι μέρες εκείνες σημάδεψαν για πάντα τη ζωή μου, με καθόρισαν αξιακά, ιδεολογικά και πολιτικά και θα τις κουβαλάω σαν πολύτιμο φυλαχτό μέχρι να κλείσω τα μάτια μου.
Θόδωρος Θεοδωρίδης