Dark Mode Light Mode

Πρόσφυγας: του Τάσου Βιζικίδη

Βράζει μέσα μου η οργή, ψάχνω αφορμές για να ξεσπάσω. Οι ανησυχίες μου επιβεβαιώθηκαν, άλλαξε ο κόσμος και δεν συμπεριλαμβάνομαι στα σχέδιά του. Η ζωή μου σε συμπληγάδες δίχως έξοδο…

Όλα γύρω μου καταρρέουν, δεν βρίσκω να κρατηθώ από κάπου. Αλλόκοτες ιδέες ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια στο κεφάλι μου. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω την αλήθεια απ’ το ψέμα. Κάποτε είχα την ικανοποίηση πως είμαι κάτι, έστω μικρό, έστω αυτό, ο «τελευταίος τροχός της αμάξης». Μου λένε όμως πως οι καιροί άλλαξαν, μπορούν να σύρουν την άμαξα και χωρίς εμένα… Έμεινα μόνος. Χαμένος… κι ας πλήρωσα το τίμημα. Τι κι αν προσαρμόστηκα, τι κι αν κοιτούσα μόνο τον εαυτό μου και τη δουλειά μου, κι αν γονάτισα, κι αν θυσίασα, κι αν αποξενώθηκα από μένα, κι αν αποκτηνώθηκα… Ένα barcode μου λέει ότι δεν χωράω πουθενά, ούτε ως υπόλοιπο…

Αναρωτιέμαι που έφταιξα και με πετάξανε σαν την τρίχα απ’ το ζυμάρι… Ζούσα πάντα στο πνεύμα της εποχής. Υπάκουος, υπομονετικός, δεν ξεστράτισα… Ικανοποιούσα αγόγγυστα τις ανάγκες μου όπως επέβαλαν οι καιροί…Δεν παραπονέθηκα ποτέ. Βρισκόμουν σε συνεχή ανταγωνισμό, πάντα ήθελα το κάτι παραπάνω έστω και αν αυτό ήταν η τελευταία λέξη μιας κουβέντας. Δεν άφηνα χώρο για ήττες. Ακολουθούσα πιστά τις οδηγίες… Ήμουν επιφυλακτικός, καχύποπτος, ακόμα και στην καλημέρα, τους έβλεπα όλους με μισό μάτι. Μάθαινα στο παιδί μου να είναι σκληρό, να μην το λυγίζουν συναισθηματισμοί − ο οίκτος είναι για τους αδύναμους. Έμαθα να κάνω παρέα με τη φρίκη, στην αρχή γυρνούσα αλλού το βλέμμα, όμως μετά αναζητούσα έστω και μια εικόνα της… Η σκοτεινή μου πλευρά βγήκε στην επιφάνεια, πείστηκα πως αυτή είναι η φύση μας. Δεν τόλμησα να ονειρευτώ το αύριο… Με φόβισαν, με τρομοκράτησαν- ο πλανήτης πεθαίνει μου είπαν…

Σήμερα όμως, κάτι περίεργο συμβαίνει… Μετά από καιρό κοιτάζομαι στον καθρέφτη −σπάει κομμάτια−, δεν χωράω ούτε εκεί… Ανοίγω την πόρτα, βγαίνω στο δρόμο, μια σκέψη μόνο, να φύγω, να φύγω, να φύγω μακριά. Να βρω να χωρέσω κάπου την ύπαρξή μου. Περπατάω ώρες, βγαίνω απ’ την πόλη. Σκέφτομαι να σταματήσω το πρώτο λεωφορείο που θα δω, να φύγω δεν ξέρω για που, όμως σίγουρα μακριά από ΄δω. Ψάχνω τις τσέπες μου, μόνο ένα κέρμα… Απογοητευμένος παίρνω το δρόμο της επιστροφής, η γειτονιά με περιμένει… Στο δρόμο περιπλανώμενος μουσικός ελευθερώνει νότες… Τις ακολουθώ, με βγάζουν στις όχθες του Δούναβη… Ρίχνω το κέρμα στο χάρτινο κουτί…

Πρόσφυγας πια στη χώρα της δυστοπίας, ψάχνω τρόπο να γυρίσω στην πατρίδα μου…

Προηγούμενο άρθρο

Οι φύλακες της Γης: Γράφει ο Μιχάλης Μαυρόπουλος

Επόμενο άρθρο

Συγκέντρωση αντιεμβολιαστών έξω από το νοσοκομείο